Η διαχείριση του κινδύνου του στασιμοπληθωρισμού… Του Παναγιώτη Καπόπουλου

297

Του Παναγιώτη Καπόπουλου*

Τους τελευταίους μήνες, έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο παγκοσμιοποίησης του πληθωρισμού με ισχυρή συνιστώσα του τελευταίου τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων. Αν οι αιτίες των αυξήσεων των τιμών περιορίζονταν σε αυτή την περιοχή και δεδομένου ότι η Ευρώπη και η Ελλάδα είναι καθαροί εισαγωγείς ενέργειας, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει την άποψη ότι πρόκειται για έναν «εισαγόμενο πληθωρισμό», πάνω στον οποίο η νομισματική πολιτική έχει περιορισμένο έλεγχο.

Ωστόσο, ένας ανοδικός κύκλος επιτοκίων παρέμβασης κρίνεται πλέον απαραίτητος, καθώς δύναται να περιορίσει το τμήμα των πληθωριστικών πιέσεων που οφείλεται στην αυξημένη ενεργό ζήτηση. Οι γενεσιουργές αιτίες ενός πληθωρισμού ζήτησης στην παρούσα συγκυρία είναι αρκετές. Η σχεδόν ταυτόχρονη έξοδος των οικονομιών από την πανδημική ύφεση σε συνδυασμό με τη συσσώρευση αποταμιευτικών πόρων, λόγω μειωμένης κατανάλωσης κατά την περίοδο των lockdowns, ήταν οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν σε μια απότομη αύξηση της ζήτησης για πολλά αγαθά και εμπορεύματα.

Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που ακολούθησαν οι περισσότερες χώρες στον κόσμο, με σκοπό τη στήριξη των πληττόμενων από την πανδημία κλάδων, συνέτεινε σημαντικά στη δημιουργία αυτών των συνθηκών, με την υποστήριξη της νομισματικής πολιτικής. Η τελευταία εξασφάλισε χαμηλότοκο δανεισμό σε κυβερνήσεις και επιχειρήσεις μέσω της πολιτικής αρνητικών επιτοκίων και την εισαγωγή διευρυμένων προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης. Η ισχυρή και αιφνίδια άνοδος της ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο ενίσχυσε την τιμολογιακή δύναμη των επιχειρήσεων σε πολλούς κλάδους της οικονομίας.

Επιπρόσθετα, στη διαταραχή της ζήτησης επενεργούσε και μια διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς. Οι μεγάλες εξαγωγικές χώρες αντιμετώπισαν δυσχέρειες στην τροφοδοσία της παγκόσμιας οικονομίας. Η κινεζική μεταποίηση υπέφερε από την πολιτική μηδενικής ανοχής στα κρούσματα κορωνοϊού, η γερμανική βιομηχανία επλήγη από την άνοδο των τιμών ενέργειας και πρώτων υλών, ενώ η Ουκρανία, ένας από τους σιτοβολώνες του πλανήτη, βρέθηκε στη δίνη ενός αναπάντεχου πολέμου διαρκείας. Παράλληλα, οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και οι θαλάσσιες μεταφορές ανταποκρίθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση στη ραγδαία ανερχόμενη ζήτηση.

Οι τάσεις αποπαγκοσμιοποίησης, οι οποίες παρατηρούνταν αρκετά χρόνια πριν από την πανδημία, όπως αντανακλάται στην επιβράδυνση των ροών διεθνούς εμπορίου, ενισχύουν επίσης το πληθωριστικό περιβάλλον. Η πανδημία και στη συνέχεια ο πόλεμος ενέτειναν το φαινόμενο. Το τελευταίο τρίμηνο σημειώθηκαν τεκτονικές αλλαγές ως προς αυτή την κατεύθυνση: Για παράδειγμα, ο πόλεμος στην Ουκρανία που ανοίγει και πάλι στην Ευρώπη την πληγή του αναθεωρητισμού των συνόρων και μεταβάλλει βίαια τον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη καθώς και η μετατροπή σε όπλο του χρηματοοικονομικού τομέα από τον δυτικό κόσμο, μέσω των κυρώσεων. Η ενίσχυση της αποπαγκοσμιοποίησης τροφοδοτεί τον πληθωρισμό. Αρκετές μελέτες εκτιμούν ότι η άρση των δασμών στην Κίνα μπορεί να οδηγήσει σε αξιοσημείωτη αποκλιμάκωση των τιμών των εμπορευμάτων και των πρώτων υλών παγκοσμίως.

Ιστορικά, έχει επιβεβαιωθεί ότι ένα ισχυρό ενεργειακό σοκ μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα μιας διαδικασίας στασιμοπληθωρισμού. Στην πρώτη φάση, οι αυξημένες τιμές πρώτων υλών οδηγούν σε επιφυλακτικότητα ανάληψης επενδυτικών σχεδίων και εξασθένησης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, άρα και της κατανάλωσης. Ο πληθωρισμός είναι κατά βάση νομισματικό φαινόμενο. Για τη διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού ευθύνεται κυρίως η πολιτική που ακολουθείται, η οποία είτε προκαλεί είτε δεν αποτρέπει τις ισχυρές πληθωριστικές προσδοκίες.

Μετά τα ενεργειακά σοκ της δεκαετίας του ’70, παρατηρήθηκε αδυναμία ελέγχου των προσδοκιών. Τότε, είχαμε απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω του ενεργειακού σοκ. Οι ελληνικές κυβερνήσεις αντέδρασαν με διολίσθηση του εθνικού νομίσματος για την ανάκτησή της, άρα εισαγόμενο πληθωρισμό, αλλά η εμπέδωση ισχυρών προσδοκιών οδήγησε σε συνεχείς ανατιμήσεις και μισθολογικές προσαρμογές που εξαφάνιζαν τα όποια κέρδη ανταγωνιστικότητας από τη διολίσθηση.

Στην παρούσα συγκυρία, όσο διατηρούνται υψηλά οι πληθωριστικές προσδοκίες, ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού είναι υπαρκτός για τη ζώνη του ευρώ, ειδικά εάν η γεωπολιτική αστάθεια διατηρηθεί στην ήπειρο. Ωστόσο, το θεσμικό περιβάλλον είναι αρκετά διαφορετικό τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη. Πρώτον, η αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής είναι πολύ υψηλότερη, σε σχέση με εκείνη των κεντρικών τραπεζών – με ορισμένες εξαιρέσεις – στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Δεύτερον, το θεσμικό πλαίσιο για τον ανταγωνισμό και την αποφυγή υπερβολικών ανατιμήσεων από τον επιχειρηματικό τομέα είναι πολύ πιο ισχυρό, ενώ παράλληλα οι εργατικές ενώσεις επιδεικνύουν σύνεση και αυτοσυγκράτηση στις μισθολογικές διεκδικήσεις τους, αναλύοντας τα οικονομικά δεδομένα και έχοντας εμπλουτίσει τη στρατηγική τους με μαθήματα από την πρόσφατη οικονομική ιστορία.

Σίγουρα, στο υπό διαμόρφωση περιβάλλον, οι αδύναμοι κρίκοι, χώρες με σχετικά χαμηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση, θα βρεθούν υπό καθεστώς πίεσης. Το γεγονός ότι η Ελλάδα υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας δυσχεραίνει την κατάσταση. Ωστόσο, την επόμενη διετία υπάρχουν δύο ισχυροί παράγοντες, ώστε ο υψηλός πληθωρισμός να συνδυαστεί με ικανοποιητική οικονομική μεγέθυνση: πρώτον, η αναμενόμενη ισχυρή συμβολή του τουρισμού, καθώς πέρυσι πετύχαμε περίπου το ήμισυ των επιδόσεων σε όρους αφίξεων και εισπράξεων πριν από την πανδημία, και, δεύτερον, η ισχυρή επενδυτική ένεση που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

*Chief Economist, Alpha Bank