Του Ηρακλή Ρούπα
Η κρίση και οι επακόλουθες επιπτώσεις αναδεικνύουν συνεχώς παθογένειες αντίληψης και έλλειψης προτάσεων και μέτρων από φορείς η θέση των οποίων πρέπει να έχει καθοριστικό ρόλο στην εξεύρεση λύσεων για τις χώρες της ΕΕ.
Δυστυχώς, η αδυναμία συμφωνίας για την ανάδειξη κοινής Ευρωπαϊκής πολιτικής για την αντιμετώπιση της νέας ενεργειακής κρίσης, προσέφερε πεδίο για δηλώσεις που πολλές φορές λειτουργούν ως τροχοπέδη σε κάθε σκέψη για καινοτόμες παρεμβάσεις για την επίλυση των προβλημάτων. Κυρίως δε στο να κατευθύνουν τους πολίτες σε μία ουσιαστική αντίληψη του τι συμβαίνει γύρω τους.
Από τις δηλώσεις του Ζ. Μπορέλ ότι «οι Ευρωπαίοι πρέπει να μάθουν να ζεσταίνονται λιγότερο», του Υπουργού Πολιτικής Προστασία κυρίου Στυλιανίδη ότι «καλό θα ήταν να γεμίζουμε τα ρεζερβουάρ», αλλά και του Υπουργού Ανάπτυξης κυρίου Γεωργιάδη, ότι «η μείωση του φόρου στα καύσιμα θα ευνοήσει του πλούσιους», γίνεται αντιληπτό πως επικρατεί αμηχανία αναφορικά με την διάρκεια, το εύρος αλλά και τον χρόνο διατήρησης των υψηλών τιμών ενέργειας και κατ΄επέκταση του πληθωρισμού.
Κυρίως όμως, με τον τρόπο που ορίζεται πλέον η έννοια της βιωσιμότητας της οικονομίας, των επιχειρήσεων, των επενδυτικών προγραμμάτων και της ίδιας της κοινωνίας.
Όσοι έσπευσαν να κάνουν δηλώσεις «ελαφρά τη καρδία», ξέχασαν να αναφερθούν στο ουσιαστικότερο πρόβλημα της κρίσης: Oι όποιες αυξήσεις μισθών (βασικών και μη) δεν θα είναι πλέον αρκετές για να αντιμετωπισθεί το κόστος ζωής και η καθημερινότητα των πολιτών. Δηλώσεις αυτού του επιπέδου επιφανειακής προσέγγισης όπως οι προαναφερόμενες – δεν είναι οι μόνες – εντάσσονται δυστυχώς στο γενικότερο κλίμα αδράνειας ή αδυναμίας εξεύρεσης λύσεων εντός της Ε.Ε..
Είναι δηλώσεις όμως, που πρέπει να μας οδηγούν στο να στιγματίσουμε την έλλειψη ουσιώδους ευαισθησίας εκείνων που τις έκαναν. Ίσως επειδή δεν είχαν την ικανότητα αν επεξεργασθούν εναλλακτικές πολιτικές κρίσεων. Την ίδια περίοδο που στο επιτελείο του προέδρου των ΗΠΑ Biden αρχίζουν να γίνονται συζητήσεις για το γεγονός ότι η διαχρονική υπερσυγκέντρωση της παραγωγικής διαδικασίας και η ενίσχυση των μονοπωλίων φέρουν μέρος της ευθύνης για τις υφιστάμενες πληθωριστικές πιέσεις.
Αν προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις εξελίξεις σε βάθος πέρα από τις επιφανειακές δηλώσεις, ίσως γίνει ευκολότερα κατανοητό το γεγονός ότι οι φορείς πολιτικής και αναπτυξιακών προτάσεων δεν έχουν αντιληφθεί πως οφείλουμε πλέον να βαδίσουμε εκτός της πεπατημένης ως προς τι νοείται αναπτυξιακή πολιτική. Ειδικά ως προς το θέμα της αυτάρκειας και της εγχώριας παραγωγής που φθίνει με ραγδαίους ρυθμούς που εντείνονται λόγω πληθωρισμού.
Θα είναι τεράστιο λάθος εάν δεν αντιληφθούν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες πόσο αναγκαίο και απαραίτητο για την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής είναι να υπάρξει συναντίληψη και συμφωνία πως οι μέχρι σήμερα πολιτικές δεν επαρκούν.
Οι εξελίξεις είναι δυνατόν να έχουν ιστορικές διαστάσεις που μόνον με κάθετες και «παραγωγικές» αντισυστημικές παρεμβάσεις είναι δυνατόν να θεραπευθούν.
Παρεμβάσεις που ίσως θα πρέπει να ανατρέψουν τις υποστηριζόμενες πολιτικές υπερσυγκέντρωσης όπως για παράδειγμα αυτές αναδεικνύονται έμμεσα από τον τρόπο εκπόνησης του σχεδίου για το Αναπτυξιακό Ταμείο.
Παρεμβάσεις, που στις ΗΠΑ στα πλαίσια των διεργασιών του Δημοκρατικού Κόμματος, οδηγούν στην προώθηση κομματικών πολιτικών «διάσπασης» μεγάλων επιχειρηματικών σχημάτων όπου η λειτουργία τους προκαλεί εμπόδια στον ανταγωνισμό.
Οι εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας το ’23 δεν είναι καλές. Σημαντικά μειωμένη η ανάπτυξη. Με σημαντικά ενισχυμένες τάσεις ο πληθωρισμός. Η κυβέρνηση αδυνατώντας να παράξει πολιτική μακροπρόθεσμου σχεδιασμού υποχρεώνεται σε βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις κοινωνικής στήριξης οι οποίες όμως ενώ απαλύνουν κάπως το πρόβλημα ενισχύουν την κοινωνική αδυναμία αντιμετώπιση της «παραγωγικής» καθημερινότητας.
Το γεγονός ότι υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση ως αναφορά την χρήση των λιγνιτικών μονάδων, καθώς και την υλοποίηση της Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής ως προς τα κοιτάσματα φυσικού αερίου, αποτελεί ενθαρρυντική εξέλιξη. Σηματοδοτεί αναγνώριση λανθασμένων επιλογών που ως βάση πολιτικής ορθότητας σηματοδοτεί μία θετικότητα.
Όμως, η ανάληψη των ευθυνών μέσω τα αναδίπλωσης δεν διασφαλίζει την ανάδειξη βραχυπρόθεσμων θετικών αποτελεσμάτων σε χρόνο που να λύσει τα προβλήματα. Το αντίθετο μάλιστα, την περίοδο που οι ενδογενείς στρεβλότητες κινδυνεύουν να μηδενίσουν το όποιο θετικό αποτύπωμα από την αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς και των θετικών επιπτώσεων των κονδυλίων του Αναπτυξιακού Ταμείου.
Μπορεί να είναι αρκετοί οι υποστηρικτές της θετικής επίδρασης του «δημιουργικού» πληθωρισμού καθώς είναι δυνατόν αυτός σε ελεγχόμενα επίπεδα να χρησιμοποιηθεί ως ευκαιρία «υποχρεωτικής» αύξησης της ανταγωνιστικότητας και μείωσης του ποσοστού του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Η δομική στρεβλότητα της οικονομίας όμως, καθώς και οι εντεινόμενες κοινωνικές ανισότητες θέτουν σε δεύτερη μοίρα τις εν δυνάμει θετικές αυτές εξελίξεις.
Κατά την έννοια αυτή τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα εξαιτίας τόσο του πολέμου, όσο και των προβλημάτων εξαιτίας της πανδημίας, αναδεικνύουν – για όσους έχουν την πολιτική οξύνοια να αλλάξουν την πολιτική στόχευση – χρυσή ευκαιρία συνολικής αναπτυξιακής αναδίπλωσης με έμφαση στην επίτευξη παραγωγικής αυτάρκειας σε κάθε έκφανση της οικονομίας όπου αυτό είναι δυνατόν. Ενίσχυση της μετάλλαξης σε δυναμικές ευέλικτες στην προσαρμογή της παραγωγικής τους ικανότητας, μικρές, καινοτόμες επιχειρήσεις και όχι υπερμεγέθης μονοπωλιακής προσέγγισης.
Δεν είναι δυνατόν να προσποιούνται όλοι πως η διαμορφούμενη μονοπωλιακή δομή των παραγωγικών και όχι μόνον παραμέτρων της οικονομίας είναι εντελώς άσχετη με τις ολοένα αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις. Μπορεί οι πιέσεις αυτές να είναι ως επί το πλείστο εισαγόμενες και να εντείνονται λόγω της ενεργειακή κρίσης, ή να αποδίδονται στα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας λόγω πανδημίας.
Όμως, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει πως τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα δεν προέκυψαν από μία διαχρονική αδυναμία ελέγχου των μονοπωλιακών καταστάσεων; Ποιος μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι την περίοδο της πανδημίας όσες επιχειρήσεις είχαν την δυνατότητα εξάντλησαν την ισχύ τους ως προς την «διαμόρφωση» τιμών. Αυτή την «ισχύ» εξακολουθούν να την χρησιμοποιούν σήμερα. Ίσως περισσότερο απροκάλυπτα.
Η μη αναγνώριση της σημαντικότητας αυτής της παραμέτρου από πλευράς κυβέρνησης – αλλά και τη ΕΕ- απλά σηματοδοτεί αδυναμία ελέγχου ή μονοδιάστατη επιδίωξη μοντέλου υπερσυγκέντρωσης με όλα τα αρνητικά επακόλουθα για το μέλλον της αναπτυξιακής δομής της χώρας αλλά και την κοινωνική συνοχή. Από την στιγμή που ο πληθωρισμός διεμβολίζει δυναμικά το επίπεδο εισοδήματος διαβρώνοντας τις θετικές επιπτώσεις από την όποια αύξηση του βασικού μισθού το ζητούμενο είναι η διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Οι διαχρονικές στρεβλότητες και η προωθούμενη συγκέντρωση της αναπτυξιακής διαδικασίας αδυνατούν να επιτύχουν τον στόχο αυτό. Ανεξάρτητα από τα όποια στατιστικά στοιχεία περί ανεργίας.
Πηγή: tempo24.news