Του Γιάννου Παπαντωνίου
Οι προσεχείς εκλογές και οι προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση.
Είναι νωρίς να προεξοφλήσουμε το αποτέλεσμα των προσεχών εκλογών, αλλά σίγουρα δεν είναι νωρίς να συζητήσουμε για τα ερωτήματα που δημιουργεί η σημερινή διεθνής συγκυρία και θα πρέπει κατά προτεραιότητα να αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση. Οι ρυθμοί των αλλαγών που συντελούνται σε παγκόσμια κλίμακα επιβάλλουν συνεχείς προσαρμογές στην εθνική μας στρατηγική.
Στο πεδίο των μεγάλων δυνάμεων, Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες φαίνονται να διαχειρίζονται τις τύχες τους με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με Κίνα και Ρωσία, που βρίσκονται στη «λάθος μεριά» του δημοκρατικού τόξου. Παράλληλα, ανερχόμενες δυνάμεις, κυρίως στην Ασία και τη Λατινική Αμερική –όπως η Ινδία, η Νότιος Κορέα, η Ινδονησία και η Βραζιλία–, αναζητούν τον βηματισμό τους χωρίς ακόμα να έχουν εδραιώσει μια σταθερή θέση στον πολιτικό χάρτη που θα επέτρεπε τη διεύρυνση των προοπτικών τους.
Οι δυτικές δυνάμεις αντιμετώπισαν με σχετική επιτυχία τις οικονομικές προκλήσεις των αρχών του 21ού πρώτου αιώνα, κατά σειρά το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κραχ, την πανδημία και, σήμερα, τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κινήθηκαν αποφασιστικά για να ενδυναμώσουν την οικονομία τους με σημαντικά νέα επενδυτικά προγράμματα στους τομείς των υποδομών, της κλιματικής αλλαγής και της ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής, συνεχίζοντας παράλληλα να προηγούνται στις νέες τεχνολογίες.
Η Ευρώπη διαχειρίστηκε δυσκολότερα οικονομικά προβλήματα, όπως η κρίση χρέους που έθεσε σε δοκιμασία τη νομισματική ένωση, καθώς και οι ιδιαίτερα επαχθείς –λόγω της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία– επιπτώσεις του ουκρανικού πολέμου. Διατήρησε, όμως, την συνοχή της επιτυγχάνοντας γενικά θετικές οικονομικές επιδόσεις και διασφαλίζοντας την οικονομική σταθερότητα, που υπογραμμίζει την αξία της νομισματικής ένωσης. Η Ευρωζώνη παραμένει ελκυστική επιλογή για τις ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν προσχωρήσει ακόμα, με την Κροατία να αποτελεί την πιο πρόσφατη ένταξη.
Στον πολιτικό τομέα, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να αποκρούουν την απειλή του Τραμπ και, σε μικρότερο βαθμό, του Τραμπισμού ανακτώντας την ηγετική τους θέση στην παγκόσμια δημοκρατική κοινότητα. Σύμφωνα με το ετήσιο Democracy Index του Economist Intelligence Unit (EIU), περίπου το μισό (48,4%) του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε κάποιας μορφής δημοκρατία, αν και μόνο 5,7% κατοικούν σε μια «πλήρη δημοκρατία».
Στο απέναντι στρατόπεδο –περισσότερο από το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει σε αυταρχικά καθεστώτα– η Ρωσία χάνει έδαφος αναδεικνύοντας συνεχώς δομικές αδυναμίες του προσωποπαγούς αυταρχικού καθεστώτος της, ακόμα και σε τομείς, όπως η άμυνα, για τους οποίους αισθανόταν –αδικαιολόγητα– υπερήφανη. Εξάλλου, οι οικονομικές κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί μπορεί να μην έχουν επιτύχει να τερματίσουν τον πόλεμο της Ουκρανίας, λόγω της ανόδου των ενεργειακών τιμών, αλλά την έχουν αποκόψει από τις τεχνολογίες και τις άλλες συνέργειες που προσφέρει το δυτικό σύστημα με αποτέλεσμα να υπονομεύονται οι οικονομικές της προοπτικές.
Οι τάσεις που διαμορφώνονται στην Κίνα δεν έχουν αποσαφηνιστεί, αλλά σωρεύονται διάφορα δισεπίλυτα προβλήματα, όπως η ραγδαία γήρανση του πληθυσμού της καθώς και μια ενδεχόμενη ισχυρή κρίση, με απρόβλεπτες συνέπειες, που μπορεί να εκδηλωθεί αν επιχειρήσει να καταλάβει την Ταιβάν. Σε αυτά προστίθενται και οι οργανωτικές αδυναμίες του υπερσυγκεντρωτικού κράτους που ανέδειξε η χαοτική απόσυρση των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Εξάλλου, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν η συνεχής ενίσχυση του προσωποπαγούς αυταρχισμού – όπως προκύπτει από την επέκταση της θητείας του σημερινού προέδρου Σι Τζινπίνγκ για τρίτη τετραετία – είναι μακροχρόνια συμβατή με το καπιταλιστικό οικονομικό μοντέλο που έχει υιοθετήσει. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου κατά κανόνα διευρύνει το πεδίο για δημοκρατικές διεκδικήσεις.
Η Ελλάδα, έχοντας μετά βίας επουλώσει τα βαριά τραύματα που προκάλεσε τόσο η κρίση χρέους όσο και η ολέθρια διαχείρισή της με κοινή ευθύνη των ευρωπαϊκών αρχών και των μνημονιακών ελληνικών κυβερνήσεων, είναι αντιμέτωπη με τις προκλήσεις ενός σύνθετου διεθνούς περιβάλλοντος.
Κατ’ αρχάς, η ιστορική εξέλιξη επιβεβαιώνει την επιλογή όλων των ελληνικών δημοκρατικών κυβερνήσεων να ενταχθούν στους θεσμούς των δημοκρατικών χωρών της Δύσης. Πέρα από διαφορές και, ορισμένες φορές, ρήξεις, η προσχώρηση σε αυτούς τους θεσμούς και, πρωτίστως, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη παράλληλα με τη συμμετοχή μας στην ατλαντική συμμαχία υπήρξαν θετικές για τη χώρα. Κάλυψαν ανάγκες εθνικής ασφάλειας και προώθησαν την ανάπτυξη σε συνθήκες σταθερότητας.
Σήμερα, οι επιλογές αυτές δεν αμφισβητούνται. Προέχει, όμως, να προχωρήσουμε σε προσαρμογές της πολιτικής μας για να αξιοποιήσουμε στο μέγιστο βαθμό τα οφέλη αυτών των επιλογών σε δύο κρίσιμους τομείς:
Πρώτον, αποτελεσματική αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, που διογκώνεται διαχρονικά και προσλαμβάνει επικίνδυνα χαρακτηριστικά λόγω της αύξησης της τουρκικής ισχύος σε συνδυασμό με την εμφάνιση ιμπεριαλιστικών διαθέσεων από το σύνολο, όπως φαίνεται, της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας.
Οι πρωτοβουλίες της σημερινής κυβέρνησης για την ενίσχυση των αμυντικών μας δυνατοτήτων και τη διεύρυνση των διπλωματικών μας ερεισμάτων, τόσο με παραδοσιακούς συμμάχους, ιδιαίτερα τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Γαλλία, όσο και με χώρες της ευρύτερης περιφέρειας στη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, είναι επιβεβλημένες και αποδίδουν καρπούς. Όμως, έχει αλλάξει η φύση της τουρκικής απειλής, γιατί πλέον δεν κινείται στα όρια της διεθνούς νομιμότητας, αλλά τα υπερβαίνει αρνούμενη να τηρήσει ακόμα και τους τύπους των σχέσεων καλής γειτονίας και προσφεύγοντας σε ανοικτά πολεμοχαρείς δηλώσεις στο πλαίσιο μιας προϊούσας στρατιωτικοποίησης της εξωτερικής της πολιτικής. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις της στην Συρία και στη Λιβύη υπογραμμίζουν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε. Η ίδια η γενικευμένη επίκληση του casus belli για απολύτως νόμιμη άσκηση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων αποτελεί πρωτοφανή παραβίαση συμβατικά κατοχυρωμένων διπλωματικών πρακτικών.
Η κατασταλτική αντιμετώπιση εχθρικών ενεργειών δεν αρκεί, γιατί το πρόβλημα έγκειται στην αποτροπή «τετελεσμένων». Χρειάζεται προληπτική στρατηγική, που θα περιλαμβάνει μηχανισμούς απόκρουσης επιθετικών κινήσεων πριν προλάβουν να δημιουργήσουν τετελεσμένα. Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να συζητηθεί με τους συμμάχους μας, με την επισήμανση ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει ανοικτή πολεμική απειλή που θα πρέπει να κατασταλεί εν τη γενέσει της. Προς το παρόν, η Τουρκία επωφελείται από τη συμμετοχή της στην ατλαντική συμμαχία για να προετοιμάσει απερίσπαστη επιθέσεις κατά συμμαχικής χώρας. Η ίδια η συμμαχία θα πρέπει, με πρωτοβουλία της Ελλάδας, να κινηθεί για να εξουδετερώσει την ανώμαλη αυτή κατάσταση.
Δεύτερον, αξιοποίηση της χρηματοδοτικής συνδρομής καθώς και άλλων υποβοηθητικών ενεργειών των ευρωπαϊκών οργάνων στους τομείς ιδιαίτερα της τεχνολογίας και της απασχόλησης για την εδραίωση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Προϋπόθεση για μια τέτοια προσπάθεια είναι η αναβάθμιση των θεσμών και των διοικητικών διαδικασιών. Μιλάμε διαρκώς για τις καθυστερήσεις και τις δυσλειτουργίες της δικαιοσύνης, τα οργανωτικά προβλήματα της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα στο πανεπιστημιακό επίπεδο, την ανεπαρκή στήριξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας τόσο σε υλική υποδομή όσο και σε προσωπικό και, γενικότερα, για το βάρος της γραφειοκρατίας που, παρά την μεγάλη πρόοδο της ψηφιοποίησης, δυστυχώς δεν έχει περιοριστεί, λόγω ελλειμμάτων εξειδικευμένου προσωπικού και διοικητικής δυσκαμψίας.
Για όλα τα παραπάνω, χρειάζεται σχέδιο, υιοθέτηση των «καλύτερων διεθνών πρακτικών» –με τη συνδρομή διεθνών οργανισμών– και, βέβαια, ισχυρή πολιτική βούληση για να ξεπεραστούν οι αντιστάσεις από πάσης μορφής συμφέροντα και νοοτροπίες. Μόνο αν εφαρμοστεί αποτελεσματικά ένα φιλόδοξο πρόγραμμα θεσμικού εκσυγχρονισμού από τη νέα κυβέρνηση θα μπορέσει να επωφεληθεί η χώρα μας από τις δυνατότητες που προσφέρει το νέο διεθνές περιβάλλον και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας και, ιδιαίτερα, της νέας γενιάς.
Πηγή: athensvoice.gr