Tου Μάνου Καραγιάννη*
Η πρόσφατη επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο σφράγισε το μέλλον των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Είναι φανερό ότι η Ουάσιγκτον έχει αποφασίσει να αναβαθμίσει την Ελλάδα σε προνομιακό συνομιλητή και εταίρο στην περιοχή. Στον κρίσιμο ενεργειακό τομέα, η χώρα μας μετατρέπεται σε κόμβο διοχέτευσης του αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου στα Βαλκάνια. Τα λιμάνια της Βόρειας Ελλάδας αποκτούν στρατηγική σημασία στους αμερικανικούς ενεργειακούς σχεδιασμούς για την Ευρώπη. Ταυτόχρονα παρατηρείται μια συνεχής διεύρυνση της στρατιωτικής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Αμερικανικές και ελληνικές δυνάμεις συνεκπαιδεύονται όλο και πιο τακτικά. Ο ρόλος των ΗΠΑ προβλέπεται να είναι καθοριστικός στην ενίσχυση της Πολεμικής Αεροπορίας και στην αναγέννηση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Η σύμπλευση με τις ναυτικές δυνάμεις συνιστά τη μεγαλύτερη σταθερά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το 1830 μέχρι σήμερα. Αρχικά η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία και στη συνέχεια οι ΗΠΑ έπαιξαν τον ρόλο του στρατηγικού συμμάχου για το ελληνικό κράτος. Ωστόσο, μετά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου και μέχρι σχετικά πρόσφατα, η γεωπολιτική μοίρα της Ελλάδας είχε ταυτιστεί με εκείνη της Τουρκίας. Το αποτέλεσμα ήταν η Δύση να παραβλέπει συχνά τα ελληνικά συμφέροντα στο όνομα της νατοϊκής συνοχής.
Η σταδιακή αυτονόμηση της Τουρκίας από τη Δύση ίσως αποδειχθεί το σημαντικότερο γεγονός της δεκαετίας που διανύουμε για το περιφερειακό σύστημα ασφαλείας. Η ερντογανική Τουρκία έχει απομακρυνθεί διπλωματικά, στρατιωτικά και ψυχολογικά από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Δεν ήταν τυχαία η αναφορά του Eλληνα πρωθυπουργού, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Σούδα, στις τουρκικές ενέργειες που είναι αντίθετες στις αξίες του δυτικού κόσμου. Η μεταερντογανική Τουρκία θα είναι περισσότερο συντηρητική και αντιδυτική, αφού η αποδόμηση του κεμαλισμού και η επαναϊσλαμοποίηση της κοινωνίας δεν είναι μια αναστρέψιμη κατάσταση.
Το σημερινό διεθνές σύστημα χαρακτηρίζεται από τον ανταγωνισμό της Δύσης με τις αναθεωρητικές δυνάμεις της Ανατολής. Σε αυτές πρέπει πλέον να συμπεριληφθεί και η Τουρκία, που έχει εισβάλει σε τέσσερις χώρες (Κύπρος, Ιράκ, Συρία, Λιβύη), υποστηρίζει ριζοσπαστικές ισλαμιστικές οργανώσεις (Χαμάς) και παραβιάζει το καθεστώς κυρώσεων ενάντια σε κράτη-παρίες (Ιράν, Βενεζουέλα).
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Αθήνα δύναται να οικοδομήσει μια νέα γεωπολιτική ταυτότητα που θα προβάλει τη χώρα μας ως προπύργιο της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Κάτι παρόμοιο έχουν ήδη κάνει άλλες χώρες. Η Ρουμανία αυτοπροβάλλεται ως τοποτηρητής των δυτικών συμφερόντων στη Μαύρη Θάλασσα. Στη Βόρεια Αφρική αυτόν τον ρόλο τον παίζει κυρίως η Αίγυπτος. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποφέρει απτά οφέλη. Η Ελλάδα θα θωρακιστεί διπλωματικά έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού και θα αυξήσει τη διαπραγματευτική ισχύ της μέσα στην Ευρωπαϊκή Eνωση.
Eτσι και αλλιώς, η Αθήνα δεν είναι μόνη της. Μαζί με το Ισραήλ και την Κύπρο η Ελλάδα συγκροτεί μια κοινότητα ασφαλείας (security community) φιλελεύθερων δημοκρατιών που μοιράζονται κοινά συμφέροντα και αξίες. Η Γαλλία, που λειτουργεί συμπληρωματικά με τις ΗΠΑ, έχει κατανοήσει τη νέα γεωστρατηγική αξία της Ελλάδας και σπεύδει να την αξιοποιήσει προς όφελός της. Χωρίς να πέσει στην παγίδα της ισλαμοφοβίας και του άκρατου αντιρωσισμού, η Αθήνα έχει τη δυνατότητα να προσφέρει πολύτιμες «λύσεις» με την ενισχυμένη στρατιωτική παρουσία και την πολυεπίπεδη διπλωματική δράση της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η γεωπολιτική ανάδυση της Ελλάδας δεν μπορεί, όμως, να γίνει μόνο με την καλλιέργεια προσωπικών επαφών μεταξύ ηγετών. Τα πρόσωπα έρχονται και φεύγουν, αλλά τα εθνικά συμφέροντα είναι παντοτινά. Η αντιπαράθεση με την Τουρκία είναι πολύ πιθανόν να κρατήσει αρκετά χρόνια. Το πολιτικό προσωπικό οφείλει να αντιμετωπίσει με παρρησία τις θεσμικές ελλείψεις και ανεπάρκειες στον σχεδιασμό της εθνικής στρατηγικής. Παράλληλα, πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην οργάνωση της δημόσιας διπλωματίας για να αντεπεξέλθει ικανοποιητικά στις προκλήσεις της εποχής. Το καινούργιο εθνικό αφήγημα θα πρέπει να εστιασθεί στην αξιοπιστία της Ελλάδας ως σταθερού συμμάχου της Αμερικής και των υπόλοιπων δυτικών δυνάμεων σε μια άκρως ασταθή περιοχή.
Πριν από εκατό χρόνια ακριβώς, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ομολόγησε ότι ουδέποτε έκανε χρήση του όρου «ελληνικά δίκαια». Σύμφωνα με τον Ελληνα ηγέτη, «ο όρος αυτός είναι αισθηματολογικός, οι δε Ευρωπαίοι δεν τον εννοούν. Ο όρος μου ήτο τα δίκαια ελληνικά συμφέροντα. Αλλά και τα συμφέροντα της ανθρωπότητος. Οχι αποκλειστικώς της Ελλάδος». Την ώρα που η Τουρκία μετατρέπεται σε ταραξία της Μεσογείου, η Ελλάδα μπορεί να αδράξει την ευκαιρία και να προσδεθεί περισσότερο στο άρμα της Δύσης. Το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο από το στενό εθνικό συμφέρον.
*αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Αμυντικών Σπουδών του King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας