Του Αντώνη Καμάρα*
H ελληνική αμυντική βιομηχανία μπορεί να ισοσκελίσει την τουρκική εφόσον επενδύσουμε στα δομικά πλεονεκτήματά μας έναντι της Τουρκίας.
Όταν μιλούμε για ισοσκέλιση εννοούμε ότι η αμυντική μας βιομηχανία είναι σε θέση να ενισχύσει σε τέτοιο βαθμό την αποτρεπτική ισχύ των Ενόπλων Δυνάμεων μας ώστε να εξουδετερώσει το παρόν πλεονέκτημα που αποδίδει στον τουρκικό αναθεωρητισμό η τουρκική αμυντική βιομηχανία.
Ποια είναι όμως αυτά το δομικά πλεονεκτήματά μας; Θα αναφέρω τρία.
Πρώτον, η ιδιότητα μας ως χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια εποχή που η αμυντική αγορά της Ε.Ε. θα προσεγγίζει σε μέγεθος την Αμερικανική λόγω των αυξανόμενων εθνικών και συλλογικών δαπανών στην Ε.Ε. των 27. Αναπόδραστα, οι κορυφαίες αμερικανικές και ισραηλινές αμυντικές εταιρείες, αλλά και άλλων φίλιων χωρών όπως η Ινδία, θα κάνουν σε χώρες μέλη της Ε.Ε. αυτό που έκαναν οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές, όπως η EADS και η BAE, στις ΗΠΑ. Θα μεταφέρουν σε χώρες μέλη της Ε.Ε., όπως η Ελλάδα, παραγωγή και καινοτομική δυνατότητα.
Είτε μέσω εξαγορών όπως ήδη έγινε με την εξαγορά της INTRACOM Defence από την ισραηλινή ΙΑΙ, είτε μέσω joint ventures όπως συχνά συζητείται για την αμερικανική Lockheed Martin και πιο πρόσφατα με Ισραηλινές εταιρείες και την ΕΑΒ. Και η ναυπηγική μας βιομηχανία έχει ανάλογες δυνατότητες προσέλκυσης τέτοιων διεθνών συμπράξεων λόγω του δυναμισμού της. Δυναμισμού που βασίζεται στις δομικές συνέργειες μεταξύ της ναυπηγοεπισκευαστικής δραστηριότητας, του ναυτιλιακού εξοπλισμού και της νεοφυής επιχειρηματικότητας, με την παγκόσμια ηγεμονική ελληνική εμπορική ναυτιλία.
Δεύτερον, το γεγονός ότι η τουρκική αμυντική βιομηχανία, σε αντίθεση με την χώρα μας, εγγενώς δυσκολεύεται να στεριώσει συνεργασίες με την Δύση. Η γεωπολιτική ετεροδοξία της Τουρκίας επανειλημμένα προκαλεί ρήξεις με τους δυνάμει ή υφιστάμενους βιομηχανικούς εταίρους της, καθιστώντας την επισφαλή προορισμό επενδύσεων στην άμυνα.
Η εισβολή στην Κύπρο 1974 οδήγησε στο εμπάργκο πωλήσεων όπλων από τις ΗΠΑ. Η αιματηρή καταστολή της κουρδικής εξέγερσης στην δεκαετία του 1990, αλλά και η κρίση των Ιμίων προκάλεσε αναστολή πωλήσεων οπλικών συστημάτων από ευρωπαϊκές χώρες.
Η κρίση του Mavi Marmara έδωσε τέλος στην συνεργασία με το Ισραήλ το 2010. Το 2017 λόγω της αγοράς των S400 η Τουρκία εκδιώχθηκε από το πρόγραμμα συμπαραγωγής F 35. Το 2018 η σχεδιαζόμενη συνεργασία με την Γαλλία και την Ιταλία για την ανάπτυξη αντιπυραυλικών συστημάτων διακόπηκε λόγω της τουρκικής συμπεριφοράς στην Μεσόγειο και την Βόρεια Αφρική. Η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου την ίδια περίοδο οδήγησε στον αποκλεισμό της Τουρκίας από την συμμετοχή στα ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα PESCO και EDF.
Είναι ενδεικτικό ότι παρόλες τις στενότατες οικονομικές γερμανο-τουρκικές σχέσεις, στο πεδίο του αρματικού δυναμικού η Τουρκία επέλεξε την συμπαραγωγή αρμάτων με τη μακρινή Κορέα που αδιαφορεί, λόγω γεωγραφικής απόστασης, για την συμπεριφορά της τουρκικής κυβέρνησης. Στην ίδια περίοδο έχει ανδρωθεί η συνεργασία της ελληνικής METLENΜΥΤΙΛ -0,22%, στην αλυσίδα παραγωγής αρμάτων, με εταιρείες κολοσσούς γερμανικών συμφερόντων.
Τρίτον, η εδραίωση μιας θεσμοθετημένης διαδικασίας χρηματοδότησης της αμυντικής καινοτομίας μέσω της δημιουργίας του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας, όσο και το εύρος του ελληνικού επιστημονικού δυναμικού, ιδίως σε καινοτόμες επιχειρήσεις και διακεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού.
Σε αντιδιαστολή έχουμε στην Τουρκία την παρεμβολή του ίδιου του Ερντογάν στις επιλογές αμυντικών συνεργασιών, μεταξύ αλλοδαπών και εγχώριων εταιρειών, καθώς και το brain drain που ταλανίζει την τουρκική αμυντική βιομηχανία λόγω των επιπτώσεων του πληθωρισμού στην Τουρκική μεσαία τάξη.
Η λελογισμένη όσο και εφικτή αύξηση στις δαπάνες έρευνας, ανάπτυξης και αγοράς εγχώριας αμυντικής καινοτομίας, θα δώσει στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ένα πλεονέκτημα έναντι των τουρκικών, ανάλογο με αυτό που η Τουρκία απέκτησε για μια δεκαετία στον τομέα των UAVs (τουρκικό πλεονέκτημα που σταδιακά απαξιώνεται λόγω της αλματώδης, διεθνώς, καινοτομίας στον πεδίο των μη επανδρωμένων και της απόκρουσης τους, που πυροδότησε ο πόλεμος στην Ουκρανία).
Αναφερόμαστε στην εισαγωγή της πληροφορικής στο πεδίο της μάχης, όπως με την Τεχνητή Νοημοσύνη και την μηχανιστική μάθηση, και γενικότερα την μεταφορά της καινοτομίας από τον πολιτικό στον αμυντικό χώρο, το γνωστό, διεθνώς, ως Civil Military Fusion.
Ένα τέτοιο εγχείρημα έχει πολύ περισσότερες δυνατότητες να καρποφορήσει στην σημερινή Ελλάδα των επιστημονικών δικτύων και νεοφυών επιχειρήσεων παρά στην αυταρχική Τουρκία όπου η αμυντική καινοτομία είναι ταυτισμένη με τον γαμπρό του προέδρου Ερντογάν, Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ.
* Ερευνητικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
*Το άρθρο βασίζεται στην δημοσίευση του Α Strategy for Greece’s Defence Technological Industrial Base, ELIAMEP Policy Paper 181 και βρίσκεται δεξιά στη στήλη Συνοδευτικό Υλικό.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.
Πηγή: euro2day.gr