Του Τζενγκίζ Ακτάρ*
Στις 3 Σεπτεµβρίου 2022, στη Σαμψούντα, ο Ερντογάν ακόμη μία φορά επιτέθηκε στην Ελλάδα. Κρίνοντας από την οργή του, φαίνεται να προαναγγέλλει μια εποχή πρωτοφανή και ανήκουστη πιθανότατα από το 1922, στην ταραγμένη σχέση με τη δυτική μας γείτονα. Εκτοτε η ρητορική του δεν έχει μετριαστεί και συνέχισε αμείωτη στην 77η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Το καθεστώς της Αγκυρας επιδιώκει εδώ και καιρό έναν αιματηρό πόλεμο στο εξωτερικό. Ακόμη και αν δεν έχει τα χρήματα για έναν τέτοιο πόλεμο, μια βραχύβια τρέλα βρίσκεται πάντα στα χαρτιά από τη στιγμή που ο μόνος ο οποίος αποφασίζει είναι ο Ερντογάν και κανένας άλλος.
Οι άλλες τρεις ζώνες επιχειρήσεων της Αγκυρας, το Ιράκ, η Λιβύη και η Συρία, εξελίσσονται λίγο-πολύ «ομαλά», ωστόσο εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου το καθεστώς δεν έκανε κάτι παραπάνω από το να πετάει αεροπλάνα και drones και να κουνάει σημαίες.
Ας θυμηθούμε: Οι διερευνητικές συνομιλίες μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες διεξάγονταν από το 2002, τερματίστηκαν μονομερώς (και χωρίς διαβούλευση με το υπουργείο Εξωτερικών) από τον Ερντογάν τον Μάρτιο του 2016 λόγω της κρίσης των αξιωματικών που διέφυγαν στη γείτονα μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Ξανάρχισαν το 2021, αλλά δεν υπάρχει καμία εξέλιξη.
Αυτή η άρνηση στον διάλογο θα πρέπει να λάβει τη δέουσα προσοχή.
Της λήξης των συνομιλιών προηγήθηκε μια τρομερή προσφυγική κρίση το καλοκαίρι του 2015. Είναι σαφές ότι η Αγκυρα ενθάρρυνε αυτή τη μαζική μετανάστευση.
Στη συνέχεια, στις 27 Νοεμβρίου 2019, υπογράφηκε μια «διαγώνια» συμφωνία Λιβύης – Τουρκίας για τη θαλάσσια δικαιοδοσία, πρωτοφανής στις διακρατικές σχέσεις και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το νησί της Κρήτης, με βάση τις ανοησίες περί Γαλάζιας Πατρίδας που κατασκεύασε η εθνικιστική αντιπολίτευση και πούλησε στο καθεστώς.
Ομοίως, και στο ίδιο πλαίσιο, αυτή τη φορά η ανοησία περί «κατεχόμενων τουρκικών νησιών» επινοήθηκε από την άτολμη εθνικιστική αντιπολίτευση (CHP) και επιβλήθηκε στο καθεστώς.
Εν τω µεταξύ, οι απειλές τύπου «προσέξτε, θα στείλω τους πρόσφυγες!», οι δαπανηρές πτήσεις πολεμικών αεροσκαφών και οι έρευνες για ορυκτά καύσιμα σε ξένο βυθό συνεχίστηκαν αμείωτες. Μπροστά σε τόσες υβριδικές απειλές, η Αθήνα άρχισε να λαμβάνει μέτρα για την προστασία της.
Τα μέτρα αυτά ξεκίνησαν επί κυβέρνησης Τσίπρα και όχι επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, όπως πιστεύουν σήμερα πολλοί Τούρκοι πολίτες.
Η Ελλάδα δημιούργησε μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας και άμυνας μέσω της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας που υπογράφηκε με τις Ηνωμένες Πολιτείες, της Συμφωνίας Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης στον στρατιωτικό τομέα και στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας που υπογράφηκε με τη Γαλλία, της γιγάντιας εγκατάστασης αμυντικού και ενεργειακού προσανατολισμού στην Αλεξανδρούπολη σε συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και της ενισχυμένης νατοϊκής βάσης στον κόλπο της Σούδας στην Κρήτη.
Η αυξανόμενη ανισορροπία της αεροπορικής υπεροχής στο Αιγαίο εις βάρος της Τουρκίας και οι επιδόσεις του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον μετέτρεψαν την εχθρότητα σε προσωπική οργή του Ερντογάν.
Σήμερα, το τουρκικό κατεστημένο μόλις αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον ρόλο που έχει αρχίσει να παίζει η Ελλάδα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, εκτοπίζοντας σταδιακά την Τουρκία. Μέσα σε αυτό το τεταμένο σκηνικό, το ποτήρι ξεχείλισε εν μέσω ισχυρισμών ότι οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις είχαν κλειδώσει επάνω στα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη τα συστήματα S-300 από τη βάση του ΝΑΤΟ στην Κρήτη.
Η απειλή ασφάλειας που θέτει σήμερα η Αγκυρα στην Αθήνα δεν ήταν καν σε αυτό το επίπεδο κατά την εισβολή και κατοχή της Κύπρου το 1974. Ωστόσο, οι Τούρκοι σχολιαστές αντί να βλέπουν τα όσα συμβαίνουν ως ξεκάθαρη απειλή από την Αγκυρα, τα τοποθετούν στο πλαίσιο ενός αιώνα εχθρότητας και αντιπαλότητας μεταξύ των δύο χωρών. Ο λεγόμενος «ισαποστακισμός» όσο και «ναι-μεν-αλλαδισμός»! Αυτοί οι σχολιαστές, που δεν διαθέτουν κανένα άλλο κριτήριο στις διεθνείς σχέσεις εκτός από τους συσχετισμούς δυνάμεων, κατέκλυσαν τις τηλεοπτικές οθόνες και τις στήλες σχολιασμού. Αρχισαν να μιλούν για την πολυετή θυματοποίηση της Τουρκίας και τις «εύλογες ανησυχίες για την ασφάλεια».
Θα νόμιζε κανείς ότι η Ελλάδα είναι εκείνη που ετοιμάζεται να επιτεθεί στην Τουρκία, όπως είχε γίνει και με τους Κούρδους της Συρίας. Ο κόσμος παρασύρεται από την εκδικητική ηχηρή μανία του «θα έρθουμε ξαφνικά μια νύχτα». Η πολεμοχαρής αντιπολίτευση, που μοιάζει περισσότερο με πολέμαρχο παρά με οπλαρχηγό, είναι σε ετοιμότητα. Ακούστε τις δηλώσεις του υποψήφιου προέδρου και «σταυροφόρου» Κιλιτσντάρογλου: «Οι ΗΠΑ έχουν γεμίσει την Ελλάδα με στρατιωτικές βάσεις. Οι στόχοι τους είναι ξεκάθαροι! Θα πρέπει (η τουρκική κυβέρνηση) να φέρουν στη Βουλή το κλείσιμο των αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην Τουρκία και εμείς θα τους υποστηρίξουμε με εθνικιστικό πνεύμα. Η στάση μας είναι πολύ ξεκάθαρη. Πρέπει να αυξήσουμε την πίεση στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο. “Πήρα το πλοίο (τα σεισμογραφικά πλοία για τα ορυκτά καύσιμα), το απέσυρα, μακάρι να μου είχε τηλεφωνήσει ο Μπάιντεν”, δεν είναι αυτός ο τρόπος. Αν έχετε το θάρρος, κάντε ένα βήμα προς τα κατεχόμενα και οπλισμένα (ελληνικά) νησιά. Εμείς θα σας υποστηρίξουμε»!
Ας αναγνώσουμε το θέμα στο πλαίσιο των διακρατικών σχέσεων. Πρώτα απ’ όλα, είτε στις διαπροσωπικές είτε στις διακρατικές σχέσεις, ποτέ η μία πλευρά δεν έχει εκατό τοις εκατό δίκιο και η άλλη εκατό τοις εκατό άδικο. Το θέμα των ελληνικών νησιών που βρίσκονται κάτω από τη μύτη της Τουρκίας και της υφαλοκρηπίδας τους αποτελεί πονοκέφαλο από το 1947 για τα Δωδεκάνησα και από το 1923 για τα υπόλοιπα. Εχουν γίνει αμέτρητες προσπάθειες, όλες μάταιες. Οι χαμένες ευκαιρίες είναι αμέτρητες.
Η απομόνωση της Αγκυρας, την οποία επιμένουν να τονίζουν Τούρκοι πολιτικοί και σχολιαστές, είναι αποτέλεσμα των δικών της κυριαρχικών αποφάσεων.
Από ελληνικής πλευράς, ο συντηρητικός Σαμαράς, πρώην υπουργός Εξωτερικών, είναι γνωστό ότι μπλόκαρε την τελευταία στιγμή την απόφαση να γίνει προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης για διαιτησία. Ωστόσο είναι σαφές και προφανές ότι η λύση δεν είναι στρατιωτική. Υπάρχουν πολλοί σοβαροί εμπειρογνώμονες και από τις δύο πλευρές, όλες οι λογικές προτάσεις είναι γνωστές. Αυτό που χρειάζεται είναι μια ad hoc συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, υπό το πρίσμα των διεθνών συμφωνιών, που θα παραπέμπει σε διαιτησία αν χρειαστεί, ακολουθώντας τη διεθνή νομολογία, αλλά ειδικότερα για το Αιγαίο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Αγκυρα είναι η πλευρά που υπεκφεύγει σήμερα. Εχετε ακούσει ποτέ την Αθήνα να λέει «όχι, δεν θα συνομιλήσουμε», «ο Ερντογάν δεν έχει καμία ισχύ για εμάς», «ό,τι κάνει η Τουρκία δεν μας δεσμεύει»; Ακόμα και στη σημερινή τεταμένη ατμόσφαιρα, ο κ. Μητσοτάκης συνεχίζει να καλεί σε διάλογο. Ομως ο διάλογος, όπως και το τανγκό, απαιτεί δύο ανθρώπους. Και το καθεστώς της Αγκυρας δεν παίζει το παιχνίδι σύμφωνα με τους κανόνες.
Η απομόνωση της Αγκυρας, την οποία επιμένουν να τονίζουν Τούρκοι πολιτικοί και σχολιαστές, είναι αποτέλεσμα των δικών της κυριαρχικών αποφάσεων. Κανένας σύμμαχος δεν θα πιέσει την Τουρκία όσο αυτή τηρεί τις κοινές αρχές και αξίες. Αντιθέτως, τα δυτικά μέλη του ΝΑΤΟ είναι πάντα έτοιμα να «κατανοήσουν» τις πολεμικές κινήσεις της Αγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Συρία, να τις χαρακτηρίσουν δυσνόητες «εύλογες ανησυχίες ασφαλείας» και να κρατήσουν την Τουρκία στον οργανισμό με κάθε κόστος.
Η Αγκυρα είναι αυτή που αυτοαπομονώνεται. Η αγορά του πυραυλικού συστήματος S-400 από τη Ρωσία, η αντιπαράθεση με την Ελλάδα, η διπλή διαπραγμάτευση με τη Ρωσία και τη Δύση για την εισβολή στην Ουκρανία, το μπλοκάρισμα της ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας για λόγους μη αποδεκτούς είναι επιλογές που γίνονται σύμφωνα με το δικό της σκεπτικό.
Από κοινωνιολογικής άποψης, όσοι γνωρίζουν ή νομίζουν ότι γνωρίζουν τις δύο χώρες, τονίζουν τις μεγάλες ομοιότητες μεταξύ τους. Εδώ και δεκαετίες ακούμε το αφήγημα «καλοί λαοί, κακές κυβερνήσεις». Εχουν γίνει αμέτρητες κοινές συναυλίες, κοινά τραπεζώματα με ούζο και ρακί, συναντήσεις φιλίας και αδελφοσύνης. Παρ’ όλα αυτά, τίποτε αξιόλογο δεν έχει συμβεί. Διερωτάται κανείς γιατί;
Ισως για δύο βασικούς λόγους… Ο πρώτος είναι ότι δεν μπορούν να δημιουργηθούν νέες και υγιείς σχέσεις χωρίς να συζητηθούν οι αμοιβαίες πληγές της κοινής ιστορίας. Το μέλλον δεν μπορεί να οικοδομηθεί χωρίς τη γνώση του παρελθόντος. Για παράδειγμα, φέτος στην Ελλάδα τιμάται παντού η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία συνέβη ως αποτέλεσμα ενός πολιτικού και στρατιωτικού λάθους πριν από έναν αιώνα και σήμανε το τέλος του Ελληνισμού της Ανατολίας. Κάθε ελληνική οικογένεια έχει έναν στενό ή μακρινό συγγενή από την Ανατολία. Στην Τουρκία, από την άλλη, το 1922 τιμάται με την προσβολή «τους ρίξαμε στη θάλασσα και θα το ξανακάνουμε»! Η πλειοψηφία αγνοεί ότι αυτοί που ρίχτηκαν στη θάλασσα ήταν οι άνθρωποι αυτού του τόπου, οι πολίτες αυτού του κράτους και φυσικά δεν αντιλαμβάνεται ποτέ την τεράστια απώλεια πολιτισμού που σημειώθηκε όταν οι μη μουσουλμάνοι συμπολίτες τους αναγκάστηκαν να φύγουν.
Πόσοι γνωρίζουν την πολιτιστική ερημοποίηση και την ηθική παρακμή μετά το 1914-15, όταν τρία εκατομμύρια μη μουσουλμάνοι, από έναν πληθυσμό 16 εκατομμυρίων Οθωμανών πολιτών που ζούσαν στο έδαφος που αντιστοιχεί στη σημερινή Τουρκία, εξοντώθηκαν με διάφορα μέσα;
Δεύτερον, οι «μεγάλες ομοιότητες» μεταξύ των λαών είναι ένας εξαιρετικά προβληματικός ισχυρισμός. Πολιτικά, σε αντίθεση με την Τουρκία, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολιτικοί που κάνουν πολεμικούς υπολογισμούς για να συγκεντρώσουν εθνικιστικές ψήφους και ψηφοφόρους που να τους παροτρύνουν να πολεμήσουν. Αν εξαιρέσει κανείς μερικούς εκκεντρικούς, υπάρχει η κοινή λογική να ληφθούν όλα τα απαραίτητα πολιτικά, διπλωματικά και στρατιωτικά μέτρα για την προστασία της χώρας από τις αξιώσεις και τις απειλές της Αγκυρας. Ας μην ξεχνάμε ότι όποιος φιλοδοξεί να γίνει ο νταής μιας περιοχής αποτελεί απειλή για την ασφάλεια.
Η Ελλάδα, με τους πολιτικούς της και τον λαό της, δεν είναι μια χώρα που ονειρεύεται περιφερειακή κυριαρχία και παγκόσμια ισχύ. Είναι μια χώρα που οι Τούρκοι επισκέπτες γνωρίζουν καλά, μια χώρα που της αρέσει να απολαμβάνει την εφήμερη πραγματικότητα, μια χώρα που έχει περάσει πολλές φορές από συμφορές από τη δεκαετία του 1820, μια χώρα που βρίσκεται όσο το δυνατόν σε ειρήνη με τον εαυτό της και μια χώρα που δεν είναι βίαιη.
Κατά συνέπεια, σήμερα δεν ισχύει πλέον το βιβλίο στρατηγικής για την Τουρκία που διαθέτει η Ελλάδα (και όλες οι χώρες της περιοχής). Και αυτή η Τουρκία περιλαμβάνει τόσο το καθεστώς όσο και την εθνικιστική αντιπολίτευση και τον λαό (μια πρόσφατη έρευνα της Metropoll σχετικά με τη στάση της κοινής γνώμης υπέρ της ειρήνης έναντι της Ελλάδας, η οποία σχολιάστηκε ευρέως στην Ελλάδα, χρονολογείται από τον Ιούλιο και η κοινή γνώμη στην Τουρκία είναι εξαιρετικά ευάλωτη στην προπαγάνδα υπό την απουσία της ελευθεροτυπίας).
Ο διάλογος, η διαπραγμάτευση και ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου είναι ζωτικές αρχές στις εξωτερικές σχέσεις των δημοκρατιών. Ομως δεν πρέπει να είμαστε αφελείς όσον αφορά τα όρια της διπλωματικής δράσης σε σχέση με τα εμπόλεμα έθνη.
Η πολιτική κατευνασμού της Δύσης και, κατά συνέπεια, ενδυνάμωσης έναντι της Ρωσίας τις τελευταίες τρεις δεκαετίες υπήρξε μια καταστροφική αποτυχία. Δεν πρέπει να επαναληφθεί το ίδιο λάθος με την Αγκυρα.
Στον σημερινό κόσμο, η σύγκρουση δεν είναι μεταξύ εθνικισμών, αλλά μεταξύ δημοκρατιών και μη δημοκρατιών. Αφορά επίσης κανόνες, πρότυπα, αρχές και αξίες που εξακολουθούν να σημαίνουν κάτι για τις δημοκρατίες, ενώ απορρίπτονται από τις μη δημοκρατικές κυβερνήσεις.
Εως το τέλος του 2022 η Τουρκία πλέει σε αχαρτογράφητα νερά, όπως ποτέ άλλοτε στην 99χρονη ιστορία της Δημοκρατίας. Το τουρκικό καράβι κλυδωνίζεται από εσωτερικούς και εξωτερικούς τριγμούς, όλοι σχεδιασμένοι και κακοσχεδιασμένοι από ανθρώπους, δηλαδή τους φυλάρχους του καθεστώτος.
Το καθεστώς της Αγκυρας, όπως και το καθεστώς της Μόσχας, αποτελεί σαφή απειλή ασφάλειας όχι μόνο για τους γείτονες και τους πρώην συμμάχους του, αλλά και για την ίδια την Τουρκία, δεδομένης της κλίμακας της θεσμικής, ανθρωπιστικής και περιβαλλοντικής καταστροφής του.
* Ο κ. Τσενγκίζ Ακτάρ είναι πολιτικός επιστήμων, συγγραφέας. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του «Το τουρκικό άχθος» (Εκδόσεις Επίμετρο, 2021).
Πηγή: kathimerini.gr