Tου Γιώργου Σταθάκη*
Ο ενεργειακός τομέας στην Ελλάδα εντάσσεται πλήρως στις ευρωπαϊκές τάσεις. Και αυτές είναι κοινές. Αύξηση των ΑΠΕ με σταδιακή μείωση άνθρακα – λιγνίτη.
Σταθεροποίηση του φυσικού αερίου για μερικά χρόνια πριν αρχίσει να μειώνεται. Διασύνδεση των γειτονικών εθνικών αγορών (target model). Κατάργηση των εγγυημένων τιμών για τις ΑΠΕ και προκήρυξη διαγωνισμών. Συμπλήρωση των παραδοσιακών αγορών spot (προ ημερησίας και ημερησίας) με προθεσμιακή αγορά (χρηματιστήριο ενέργειας).
Διαφοροποίηση των πηγών προέλευσης του φυσικού αερίου εκτός Ρωσίας (αγωγός TAP, διαβαλκανικοί αγωγοί, LNG σταθμοί). Και αντιμετώπιση της «ενεργειακής φτώχειας» και ενθάρρυνση της «ενεργειακής δημοκρατίας» (ενεργειακές κοινότητες) προκειμένου αγρότες, μικροεπιχειρηματίες, κατοικίες και ευάλωτα νοικοκυριά (με τη συμμετοχή των δήμων) να συμμετέχουν ισότιμα στην παραγωγή ΑΠΕ.
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο διακυβέρνησης ακολούθησε τις παραπάνω τάσεις.
Εισήγαγε τους αναγκαίους θεσμούς (διαγωνισμοί ΑΠΕ, Χρηματιστήριο Ενέργειας, ενεργειακές κοινότητες), ολοκλήρωσε τον TAP, και προχώρησε τους διαβαλκανικούς αγωγούς (Βουλγαρία). Ενθάρρυνε τους σταθμούς LNG (αναβάθμιση Ρεβυθούσας, ίδρυση Αλεξανδρούπολη) και ενθάρρυνε την αναβάθμιση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων με τις γειτονικές χώρες.
Επιπρόσθετα επιτάχυνε τις διασυνδέσεις των ελληνικών νησιών (Κυκλάδες, διπλή διασύνδεση Κρήτης) και στο θέμα των υποδομών επεδίωξε να παραμείνουν υπό δημόσιο έλεγχο τα δίκτυα ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έκανε σημαντικές αλλαγές στην ενεργειακή πολιτική της χώρας.
Πρώτον προώθησε τη βίαιη απολιγνιτοποίηση και ενθάρρυνε να γίνουν επενδύσεις νέες ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου (τέσσερις πήραν άδεια).
Δεύτερον προχώρησε στην ιδιωτικοποίηση των ενεργειακών υποδομών (πώληση της ΔΕΠΑ υποδομών και τη μερική ιδιωτικοποίηση του ΔΕΔΔΥΕ).
Τρίτον δεν ολοκλήρωσε το Χρηματιστήριο Ενέργειας με τη δημιουργία προθεσμιακής αγοράς. Έτσι ως αγορά ενέργειας έμεινε μόνο η spot (προ ημερήσιας και ημερήσιας) ακριβώς όπως ήταν και πριν.
Τέταρτον αδρανοποίησε τις ενεργειακές κοινότητες.
Δεσπόζουσα θέση στην αγορά ενέργειας δεν έχει πλέον η ΔΕΗ, όπως παλαιότερα, καθώς συρρικνώθηκε η θέση της ως παραγωγού ενέργειας (και στο εμπόριο είναι πλέον κάτω από το 50%) και ενισχύθηκαν οι τρεις ιδιωτικές εταιρείες παραγωγής με φυσικό αέριο.
Σε κάθε περίπτωση η αγορά υπόκειται εύκολα σε εναρμονισμένες πρακτικές. Ταυτόχρονα οι διακυμάνσεις των τιμών στη διεθνή αγορά ενέργειας μεταφέρονται αυτόματα στον καταναλωτή με τη «ρήτρα αναπροσαρμογής», η οποία είναι ενσωματωμένη στα συμβόλαια των καταναλωτών με τις ιδιωτικές εταιρείες, πρόσφατα και της ΔΕΗ.
Συνεπώς ο ενεργειακός τομέας σήμερα στερείται όλων των εργαλείων άσκησης πολιτικής στον ενεργειακό τομέα και διασφάλισης σταθερών τιμών ενέργειας και προστασίας των καταναλωτών και των επιχειρήσεων.
Δεν υπάρχουν διμερή μακροχρόνια συμβόλαια, κίνητρα στις εταιρείες να έχουν μακροπρόθεσμες συμφωνίες προμήθειας ή κίνητρα αποθεματοποίησης.
Τελικά δεν υπάρχουν μηχανισμοί απορρόφησης των συγκυριακών αλλαγών στις διεθνείς αγορές. Εν κατακλείδι υπάρχει ένα σύστημα που εγγυάται και προστατεύει τους παραγωγούς ενέργειας, μεταφέροντας όλο το βάρος στους καταναλωτές, και έτσι ενθαρρύνει την κερδοσκοπία και την καρτελοποίηση.
Ο τρίτος παράγοντας είναι η ΔΕΗ. Η ΔΕΗ είχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά λόγω ισχυρής λιγνιτικής παραγωγής. Η εκάστοτε κυβέρνηση επηρέαζε τις τιμές στη χονδρική μέσω της πολιτικής τιμών της ΔΕΗ.
Οι τιμές ενέργειας επί ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την Eurostat, έμειναν σταθερές με τάση μείωσης συσσωρευτικά 12%. Παλαιότερα, την περίοδο 2010-2014, είχε επιλεγεί η παρανοϊκή τακτική της αύξησης των τιμών του ρεύματος κατά 40% σε μία οικονομία που συρρικνώθηκε κατά 25%. Αυτό δημιούργησε απλήρωτους λογαριασμούς 1,3 δισ. και έκρηξη της ενεργειακής φτώχειας (οι εικόνες από τα νοικοκυριά με κεριά).
Αυτή η επιλογή καλύφθηκε από τον δανεισμό της ΔΕΗ με 5 δισ. Την περίοδο 2015-19 επιλέχθηκε η σταθεροποίηση των τιμών ενέργειας, διευκολύνοντας την ανάκαμψη της οικονομίας, η απομείωση των δανείων, η διαχείριση των κόκκινων λογαριασμών με εξωτερικό συνεργάτη και η αντιμετώπιση της φτώχειας με ισχυρό κοινωνικό τιμολόγιο.
Η ΝΔ έκανε ακριβώς τα αντίθετα. Η ΔΕΗ αύξησε τις τιμές κατά 15%, και στη συνέχεια άλλο τόσο, έκλεισε τις λιγνιτικές μονάδες και άρχισε νέο κύκλο δανεισμού.
Η ΔΕΗ πρακτικά αποσύρεται από την αγορά αναλαμβάνοντας ένα ρόλο συμπληρωματικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Τούτων δοθέντων ο ρόλος των εποπτικών αρχών, εν προκειμένω της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (και της Επιτροπής Ανταγωνισμού) είναι επαυξημένος.
Πρέπει να παρατηρεί ένα σύστημα που ενθαρρύνει τις εναρμονισμένες πρακτικές και μεταφέρει εξ’ ορισμού το βάρος στους καταναλωτές.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση παρακολουθεί αμήχανη λόγω αποδυνάμωσης της ΔΕΗ.
Η αγορά έχει σήμερα πλήρη ελευθερία να μετατρέψει κάθε συγκυρία στη διεθνή αγορά σε κερδοσκοπικό ράλι.
Δεν φταίνε η άνοδος των διεθνών τιμών φυσικού αερίου και των ρύπων για την αύξηση της τιμής της χονδρικής αγοράς ενέργειας από τα 55-65 στα 110-125, με εξάρσεις ορισμένων ημερών, στα 150 ευρώ η μεγαβατώρα.
Η Ελλάδα με κόστος ενέργειας περίπου στο μέσο όρο της Ευρώπης ξαφνικά βρέθηκε με την ακριβότερη τιμή.
Καιρός είναι να αλλάξουμε ρότα.
*πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας