Ως μέρος του σχεδίου του για τον Σοσιαλισμό στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Σαλβαντόρ Αλιέντε δημιούργησε το Project Cybersyn. Η ιδέα του χιλιανού προέδρου ήταν να προσφέρει στους γραφειοκράτες μια άνευ προηγουμένου διεισδυτική ματιά στην οικονομία της χώρας. Οι επικεφαλής θα αντλούσαν πληροφορίες από εργοστάσια και αγροτικές καλλιέργειες για να τροφοδοτήσουν μια κεντρική βάση δεδομένων. Σε μια αίθουσα επιχειρήσεων μπορούσαν να δουν αν η παραγωγή αυξανόταν στον τομέα των μετάλλων αλλά μειωνόταν σε αγροκτήματα, ή τι συνέβαινε με τους μισθούς στον κλάδο των ορυχείων. Θα μπορούσαν γρήγορα να αναλύσουν τον αντίκτυπο μιας προσαρμογής στους κανονισμούς ή τις ποσοστώσεις παραγωγής.
Το Cybersyn δεν απογειώθηκε ποτέ. Αλλά κάτι περιέργως παρόμοιο έχει προκύψει στη Σαλίνα, μια μικρή πόλη στο Κάνσας των ΗΠΑ. Η Salina311, μια τοπική εφημερίδα, έχει αρχίσει να δημοσιεύει έναν «πίνακα ελέγχου κοινότητας» για την περιοχή, με δεδομένα ταχείας πληροφόρησης για τις τοπικές τιμές λιανικής, τον αριθμό των κενών θέσεων εργασίας και πολλά άλλα – στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα της τοπικής οικονομίας.
Αυτό που ισχύει στη Σαλίνα εφαρμόζεται και από έναν αυξανόμενο αριθμό εθνικών κυβερνήσεων. Όταν ξεκίνησε η πανδημία πέρυσι, οι γραφειοκράτες άρχισαν να μελετούν πίνακες δεδομένων «υψηλής συχνότητας ενημέρωσης», όπως πόσοι επιβάτες χρησιμοποιούσαν τα αεροδρόμια καθημερινά ή τις δαπάνες πιστωτικών καρτών ανά ώρα. Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν στραφεί σε νέες πηγές υψηλής συχνότητας ενημέρωσης, για να έχουν καλύτερη αίσθηση του πού είναι οι μεγαλύτερες ελλείψεις εργατικού δυναμικού ή για να εκτιμήσουν ποιο θα είναι το επόμενο αγαθό η τιμή του οποίου θα εκτοξευτεί στα ύψη.
Οι οικονομολόγοι έχουν αδράξει αυτά τα νέα σύνολα δεδομένων, δημιουργώντας μια ερευνητική έκρηξη (βλ. διάγραμμα 1). Στην πορεία, επηρεάζουν την πολιτική όσο ποτέ άλλοτε.
Αυτά τα οικονομικά ταχέως βηματισμού περιλαμβάνουν τρεις μεγάλες αλλαγές. Πρώτον, βασίζονται σε δεδομένα σχετικά με προβλήματα του πραγματικού κόσμου που δεν είναι μόνο άφθονα αλλά και άμεσα. Όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προσπαθούν να καταλάβουν τι προκαλούν τα lockdown στις δαπάνες αναψυχής, κοιτούν τις κρατήσεις εστιατορίων σε πραγματικό χρόνο. Όταν θέλουν να αντιμετωπίσουν τα σημεία συμφόρησης της αλυσίδας εφοδιασμού, εξετάζουν τις καθημερινές κινήσεις των πλοίων. Τα σωστά, έγκαιρα, λεπτομερή δεδομένα είναι για τα οικονομικά ό,τι ήταν το μικροσκόπιο για τη βιολογία. Ανοίγουν έναν νέο τρόπο θέασης του κόσμου.
Δεύτερον, οι οικονομολόγοι που χρησιμοποιούν τα δεδομένα είναι πιο πρόθυμοι να επηρεάσουν τη δημόσια πολιτική. Περισσότεροι από αυτούς κάνουν γρήγορη και πρόχειρη έρευνα για να δώσουν άμεση απάντηση σε νέες πολιτικές. Οι ακαδημαϊκοί έχουν συρρεύσει στο Twitter για να συμμετάσχουν σε ανάλογες συζητήσεις.
Τρίτον, αυτός ο νέος τύπος οικονομικών περιλαμβάνει ελάχιστη θεωρία. Οι επαγγελματίες ισχυρίζονται ότι αφήνουν τις πληροφορίες να μιλήσουν από μόνες τους. Ο Ρατζ Τσέτι, καθηγητής του Χάρβαρντ και ένας από τους πρωτοπόρους της νέας τάσης, πρότεινε ότι οι διαμάχες μεταξύ οικονομολόγων θα πρέπει να διαφέρουν ελάχιστα από τις διαφωνίες μεταξύ των γιατρών σχετικά με το αν ο καφές κάνει καλό ή κακό στην υγεία. Ένα θέμα που υπόκειται δηλαδή καθαρά σε αποδείξεις. Όλα αυτά προκαλούν διαμάχη μεταξύ των επιστημόνων, κυρίως επειδή ορισμένοι, όπως ο κ. Τσέτι, τα κατάφεραν καλύτερα σε αυτή τη μετάβαση από άλλους. Λίγοι σούπερ-σταρ κυριαρχούν στη νέα αυτή επιστημονική τάση.
Η αναδυόμενη επιστημονική τάση θα μπορούσε να ονομαστεί «οικονομικά τρίτου κύματος». Το πρώτο κύμα εμφανίστηκε με τον Άνταμ Σμιθ και τον «Πλούτο των Εθνών», που δημοσιεύτηκε το 1776. Τα οικονομικά αφορούσαν κυρίως βιβλία ή έγγραφα γραμμένα από ένα άτομο, εστιάζοντας σε κάποια μεγάλη θεωρητική ερώτηση. Ο Σμιθ προσπάθησε να γκρεμίσει τις μονοπωλιακές συνήθειες της Ευρώπης του 18ου αιώνα. Τον 20ό αιώνα ο Τζον Μέιναρντ Κέινς ήθελε οι άνθρωποι να σκέφτονται διαφορετικά για το ρόλο της κυβέρνησης στη διαχείριση του οικονομικού κύκλου. Ο Μίλτον Φρίντμαν είχε ως στόχο να εξαλείψει πολλές από τις ευθύνες που είχαν αναλάβει οι πολιτικοί ακολουθώντας τις ιδέες του Κέινς.
Και οι τρεις άνδρες είχαν μεγάλο αντίκτυπο στις πολιτικές – μέχρι το 1850 ο Σμιθ είχε αναφερθεί 30 φορές στο αμερικανικό Κοινοβούλιο. Αλλά οι αναφορές ήταν θεωρητικές. Τα δεδομένα ήταν ακόμα λιγοστά. Ακόμη και τη δεκαετία του 1970, περισσότερα από τα μισά οικονομικά έγγραφα επικεντρώνονταν μόνο στη θεωρία, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2012 από τον οικονομολόγο Ντάνιελ Χάμερμες.
Αυτό άλλαξε με το δεύτερο κύμα οικονομικών. Μέχρι το 2011 οι καθαρά θεωρητικές εργασίες έφτασαν να αντιπροσωπεύουν μόνο το 19% των δημοσιεύσεων. Η αύξηση των επίσημων στατιστικών έδωσε περισσότερα δεδομένα για επεξεργασία. Οι πιο ισχυροί υπολογιστές έκαναν ευκολότερο τον εντοπισμό προτύπων και την απόδοση αιτιότητας (το φετινό βραβείο Νόμπελ απονεμήθηκε για την πρακτική αναγνώρισης αιτίας και αποτελέσματος). Ο μέσος αριθμός συγγραφέων ανά εργασία αυξήθηκε, καθώς η πολυπλοκότητα της ανάλυσης αυξήθηκε (βλ. διάγραμμα 2). Οι οικονομολόγοι είχαν μεγαλύτερη συμμετοχή στην πολιτική: οι κυβερνήσεις του πλούσιου κόσμου άρχισαν να χρησιμοποιούν ανάλυση κόστους-οφέλους για αποφάσεις υποδομής από τη δεκαετία του 1950.
Ωστόσο, τα δεδομένα στα οικονομικά του δεύτερου κύματος παρέμεναν ακόμα περιορισμένα. Τα περισσότερα εθνικά στατιστικά στοιχεία δημοσιεύονται με καθυστερήσεις μηνών ή ετών. «Τα παραδοσιακά στατιστικά στοιχεία της κυβέρνησης δεν ήταν πραγματικά τόσο χρήσιμα – τη στιγμή που κυκλοφορούσαν, τα δεδομένα ήταν ήδη παλιοκαιρισμένα», λέει ο Μάικλ Φόλκεντερ, που ήταν βοηθός υπουργός Οικονομικών στην Ουάσιγκτον στην αρχή της πανδημίας.
Η ποιότητα των επίσημων τοπικών οικονομικών δεδομένων είναι μικτή, στην καλύτερη περίπτωση. Σε ό,τι αφορά την κάλυψη της στεγαστικής αγοράς και των καταναλωτικών δαπανών, για παράδειγμα, η δουλειά που γίνεται είναι κακή. Οι εθνικές στατιστικές εμφανίστηκαν σε μια εποχή που η μέση οικονομία φαινόταν πιο βιομηχανική και λιγότερο βασισμένη στις υπηρεσίες από ό,τι τώρα. Το πρότυπο βιομηχανικής τυποποίησης (Standard Industrial Classification), που τέθηκε σε εφαρμογή το 1937-38 και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται με ενημερώσεις και σήμερα, χωρίζει την παραγωγή σε 24 υποενότητες. Αλλά ολόκληρο τον χρηματοοικονομικό κλάδο τον χωρίζει σε μόλις τρεις.
Η ομίχλη του χρόνου
Ειδικά σε περιόδους ραγδαίων αλλαγών, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής λειτουργούν μέσα σε ένα θολό τοπίο. «Αν κοιτάξετε τα δεδομένα αυτή τη στιγμή, δεν βρισκόμαστε σε αυτό που κανονικά θα χαρακτηριζόταν ως ύφεση», υποστήριξε το Μάιο του 2008 ο Εντουαρντ Λάζιαρ, τότε πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Λευκού Οίκου. Πέντε μήνες αργότερα, μετά τη κατάρρευση της Lehman Brothers, το ΔΝΤ σημείωσε ότι η Αμερική «δεν οδεύει απαραίτητα» σε βαθιά ύφεση. Στην πραγματικότητα, η Αμερική είχε εισέλθει σε ύφεση τον Δεκέμβριο του 2007. Το 2007-09 δεν παρατηρήθηκε αύξηση στις δημοσιεύσεις στον κλάδο των οικονομικών επιστημών. Οι συστάσεις των οικονομολόγων για την πολιτική βασίστηκαν κυρίως στην κρίση, τη θεωρία και τη συνοπτική ανάγνωση των εθνικών στατιστικών.
Το χάσμα μεταξύ των επίσημων στοιχείων και των όσων συμβαίνουν στην πραγματική οικονομία είναι ακόμα πρόδηλο. Περπατήστε σε ένα Walmart στο Κάνσας και θα διαπιστώσετε ότι πολλά είδη, από τροφές για κατοικίδια μέχρι εμφιαλωμένο νερό, είναι σε έλλειψη. Ωστόσο, οι εθνικές στατιστικές δεν καταδεικνύουν τέτοια προβλήματα. Ο Ντιν Μπέικερ του Κέντρου Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας, χρησιμοποιώντας επίσημα στοιχεία, επισημαίνει ότι τα αμερικανικά πραγματικά αποθέματα, εξαιρουμένων των αυτοκινήτων και των αγροτικών προϊόντων, είναι ελάχιστα χαμηλότερα από το επίπεδο που ήταν πριν από την πανδημία.
Υπήρχαν ενδείξεις και πριν από την πανδημία ότι ένα «τρίτο κύμα» σε ό,τι αφορά τις οικονομικές αναλύσεις βρισκόταν εν τη γεννέσει του. Μερικοί οικονομολόγοι ανακάλυψαν νέες, εξαιρετικά λεπτομερείς ροές δεδομένων, όπως ανώνυμα φορολογικά αρχεία και πληροφορίες τοποθεσίας από κινητά τηλέφωνα. Η ανάλυση αυτών των τεράστιων συνόλων δεδομένων απαιτεί τη δημιουργία βιομηχανικών εργαστηρίων, ομάδων οικονομολόγων που ξεκαθαρίζουν και αξιολογούν τους αριθμούς. Η Σούζαν Αθέι, πρωτοπόρος στην εφαρμογή σύγχρονων υπολογιστικών μεθόδων στα οικονομικά, έχει περίπου 20 ερευνητές, που δεν είναι καθηγητές, στο εργαστήριό της στο Στάνφορντ (η ομάδα του κ. Τσέτι μπορεί να υπερηφανεύεται για παρόμοιους αριθμούς). Από τους 20 οικονομολόγους με τις περισσότερες αναφερόμενες νέες δημοσιεύσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τρεις διαχειρίζονται βιομηχανικά εργαστήρια.
Ακόμη περισσότερα δεδομένα προήλθαν από εταιρείες. Η Visa και η Square καταγράφουν μοτίβα δαπανών, η Apple και η Google παρακολουθούν τις μετακινήσεις μας και οι εταιρείες ασφαλείας γνωρίζουν πότε οι άνθρωποι μπαίνουν και βγαίνουν από κτίρια. «Οι υπολογιστές βρίσκονται στη μέση κάθε οικονομικής διευθέτησης, επομένως όλα καταγράφονται με ένα φυσικό τρόπο», λέει ο Τζον Λεβίν από το Graduate School of Business του Stanford. Ο Τζέιμι Ντάιμον, το αφεντικό της τράπεζας JPMorgan Chase, είναι ένας ιδιότυπος πρωταγωνιστής σε αυτή την εμφάνιση του «τρίτου κύματος των οικονομικών». Το 2015 βοήθησε στη δημιουργία ενός ινστιτούτου στην τράπεζά του το οποίο αξιοποίησε δεδομένα από το δίκτυό του για να αναλύσει ερωτήσεις σχετικά με τα οικονομικά των καταναλωτών και τις μικρές επιχειρήσεις.
Το δημοψήφισμα για το Brexit του Ιουνίου 2016 ήταν το πρώτο μεγάλο γεγονός κατά το οποίο τέθηκαν σε δοκιμασία τα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο. Η βρετανική κυβέρνηση και οι επενδυτές έπρεπε να αντιληφθούν αυτό το ασυνήθιστο σοκ πολύ πριν βγουν οι επίσημοι αριθμοί του ΑΕΠ της Βρετανίας. Έψαχναν σε ιστοσελίδες για ενδεικτικά σημάδια, όπως κρατήσεις εστιατορίων και τον αριθμό των σούπερ μάρκετ που προσφέρουν εκπτώσεις. Και κατέληξαν, σωστά, ότι, αν και η οικονομία επιβραδύνθηκε, απείχε πολύ από την καταστροφή που είχαν προβλέψει πολλοί οιωνοσκόποι.
Τα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο θα μπορούσαν να παρέμεναν μια εξειδικευμένη αναζήτηση για περισσότερο αν δεν εμφανιζόταν η πανδημία. Οι κινεζικές εταιρείες παράγουν εδώ και καιρό αναλυτικά δεδομένα υψηλής συχνότητας για τα πάντα: από τις επισκέψεις στον κινηματογράφο μέχρι τον αριθμό των ποτηριών μπύρας που πίνουν οι άνθρωποι καθημερινά. Τα στατιστικά στοιχεία για την μπύρα και τον κινηματογράφο είναι μια χρήσιμη διασταύρωση με τα επίσημα στοιχεία που μερικές φορές είναι δυσνόητα. Οι Κινέζοι παρατηρητές στράφηκαν σε αυτά τον Ιανουάριο του 2020, όταν ξεκίνησαν τα lockdown στην επαρχία Χουμπέι. Οι αριθμοί έδειξαν ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο οδεύει προς ύφεση. Και κατέστησαν σαφές στους οικονομολόγους σε άλλα μέρη του πλανήτη πόσο χρήσιμα θα μπορούσαν να είναι τέτοια δεδομένα.
Τεράστια δεδομένα και γρήγορη ενημέρωση
Στις πρώτες μέρες της πανδημίας η Google άρχισε να δημοσιεύει ανώνυμα δεδομένα σχετικά με τις μετακινήσεις των ανθρώπων. Αυτό βοήθησε τους ερευνητές να παράγουν ένα καθημερινό μέτρο της σοβαρότητας των αποκλεισμών (βλέπε διάγραμμα 3). Το OpenTable, μια πλατφόρμα κρατήσεων, άρχισε να δημοσιεύει καθημερινές πληροφορίες για κρατήσεις εστιατορίων. Το Γραφείο Απογραφής της Αμερικής εισήγαγε γρήγορα μια εβδομαδιαία έρευνα για τα νοικοκυριά, ρωτώντας τους ερωτήσεις που κυμαίνονταν από το καθεστώς απασχόλησής τους μέχρι το αν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν το ενοίκιο.
Τον Μάιο του 2020 οι Χοσέ Μαρία Μπαρέρο, Νικ Μπλουμ και Στίβεν Ντέιβις, τρεις οικονομολόγοι, ξεκίνησαν μια μηνιαία έρευνα για τις αμερικανικές επιχειρηματικές πρακτικές και τις εργασιακές συνήθειες. Οι Αμερικανοί σε ηλικία εργασίας πληρώνονται για να απαντήσουν σε ερωτήσεις σχετικά με το πόσο συχνά σκοπεύουν να επισκεφτούν το γραφείο, ή πώς θα προτιμούσαν να χαιρετήσουν έναν συνάδελφο τους στη δουλειά. «Οι άνθρωποι συχνά συμπληρώνουν μια έρευνα κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού τους διαλείμματος», λέει ο κ. Μπλουμ, από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. «Κάθονται εκεί με ένα σάντουιτς, απαντούν σε μερικές ερωτήσεις και με τον τρόπο αυτό βγάζουν το μεσημεριανό τους».
Η ζήτηση για έρευνα και επεξεργασία στοιχείων για την κατανόηση μιας μπερδεμένης οικονομικής κατάστασης εκτινάχθηκε. Η πρώτη ανάλυση της αμερικανικής ενίσχυσης για την ασφάλιση ανεργίας ύψους 600 δολαρίων, που εφαρμόστηκε τον Μάρτιο του 2020, δημοσιεύτηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Η βρετανική κυβέρνηση γνώριζε μέχρι τον Οκτώβριο του 2020 ότι ένα πρόγραμμα για την επιδότηση γευμάτων σε εστιατόρια τον Αύγουστο του 2020 είχε πιθανώς ενισχύσει τις λοιμώξεις από τον Covid. Πολλά φαινομενικά αυτονόητα πράγματα σχετικά με την πανδημία – όπως ότι η οικονομία κατέρρευσε τον Μάρτιο του 2020, ότι οι φτωχοί έχουν υποφέρει περισσότερο από τους πλούσιους ή ότι η στροφή προς την εργασία από το σπίτι αποδεικνύεται καλύτερη από το αναμενόμενο – φαίνονται προφανή μόνο λόγω της ταχείας οικονομικής έρευνας.
Είναι πιο δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί ο αντίκτυπος των μελετών αυτών στην πολιτική. Μερικοί οικονομολόγοι χλευάζουν την ιδέα ότι η έρευνά τους έχει επηρεάσει τον τρόπο που οι πολιτικοί αντιμετωπίζουν την πανδημία. Πολλές μελέτες που χρησιμοποιούν δεδομένα σε πραγματικό χρόνο υποδεικνύουν ότι το Πρόγραμμα Προστασίας Paycheck, μια προσπάθεια διοχέτευσης χρημάτων σε αμερικανικές μικρές επιχειρήσεις, απέδιδε λιγότερο από όσο αναμενόταν. Ωστόσο, οι λομπίστες των μικρών επιχειρήσεων εξασφάλισαν ότι οι πολιτικοί δεν θα το ξεφορτωθούν για μήνες. Ο Τάιλερ Κόουεν, του Πανεπιστημίου Τζορτζ Μέισον, επισημαίνει ότι η πιο σημαντική συνεισφορά οικονομολόγων κατά τη διάρκεια της πανδημίας περιελάμβανε τη σύσταση πρώιμων δεσμεύσεων για την αγορά εμβολίων – με βάση παλαιότερη έρευνα και όχι δεδομένα σε πραγματικό χρόνο.
Ωστόσο, ο κ. Φόλκεντερ λέει ότι η προαναφερθείσα ειδική υποστήριξη για εστιατόρια επηρεάστηκε από την αδύναμη ανάκαμψη του κλάδου, που παρατηρείται στα δεδομένα του OpenTable. Έρευνα του κ. Τσέτι στις αρχές του 2021 διαπίστωσε ότι οι οικονομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2020 αύξησαν τις δαπάνες των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα, αλλά δεν αύξησαν αισθητά τις δαπάνες των πλουσιότερων νοικοκυριών. Η διαπίστωση αυτή επηρέασε την απόφαση να τεθούν αυστηρότερα όρια εισοδήματος στις επιταγές οικονομικής αρωγής που στάλθηκαν τον Μάρτιο.
Σε άλλη βάση η οικονομική κουβέντα
Όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (Fed), τον Μάιο του 2020 οι περιφερειακές Τράπεζες του Ντάλας και της Νέας Υόρκης και ο Τζέιμς Στοκ, οικονομολόγος του Χάρβαρντ, δημιούργησαν έναν δείκτη δραστηριότητας χρησιμοποιώντας δεδομένα από την SafeGraph, έναν πάροχο δεδομένων που παρακολουθεί την κινητικότητα χρησιμοποιώντας ping σε κινητά τηλέφωνα. Η Τράπεζα του Σεν Λούις χρησιμοποίησε στοιχεία από τη δική της βάση δεδομένων για να παρακολουθεί καθημερινά την πορεία της αγοράς εργασίας. Και οι δύο μελέτες αποκάλυψαν πτώση της οικονομικής δραστηριότητας προτού αυτή εμφανιστεί στα επίσημα στοιχεία. Αυτό βοήθησε την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να προαναγγείλει γρηγορότερα μια πολιτική τόνωσης της ρευστότητας.
Η ταχύτερη γνώση των δεδομένων συνέβαλε επίσης στον καθορισμό του πλαισίου για τη διεξαγωγή της όλης συζήτησης για την οικονομία. Όλοι συνειδητοποίησαν ότι ο κόσμος βρισκόταν σε βαθιά ύφεση πολύ νωρίτερα από το 2007-09. Στις επισκοπήσεις του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία το 2009, το 40% των στοιχείων αναφοράς είχαν δημοσιοποιηθεί το 2008. Στην επισκόπηση που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2020, αντίθετα, περισσότερες από τις μισές αναφορές αφορούσαν εργασίες που είχαν δημοσιευθεί την ίδια χρονιά.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com
Πηγή: ot.gr