Του Γιώργου Παπανικολάου
Διαβάζοντας τα όσα συμβαίνουν εντός και εκτός ΗΠΑ, λόγω της κεραυνοβόλας πολιτικής Τραμπ, σχεδόν όλοι αντιλαμβάνονται ότι δημιουργεί χαοτικές συνθήκες.
Πολύ λιγότεροι, ωστόσο, φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι το χάος δεν αποτελεί απλώς παρενέργεια του «απρόβλεπτου» χαρακτήρα και των ακατάπαυστων δηλώσεών του, όπως την προηγούμενη φορά. Τώρα, φαίνεται να είναι συστατικό στοιχείο μιας οργανωμένης «ριζοσπαστικής» πολιτικής και οικονομικής θεώρησης, που η ομάδα Τραμπ θέτει ταχέως σε εφαρμογή.
Ίσως εκείνος που περιέγραψε με μεγαλύτερη ακρίβεια τι επιχειρεί η νέα προεδρία να είναι ο γνωστός οικονομολόγος της Αριστεράς Μπράνκο Μιλάνοβιτς. Σε πρόσφατο άρθρο του προειδοποίησε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ κινείται με βάση το εγχειρίδιο του Μαρξ και του Λένιν για την εγκαθίδρυση μιας επανάστασης. Γκρεμίζει όσο πιο γρήγορα μπορεί τις προηγούμενες δομές, για να στήσει καινούργιες. Τόσο εντός όσο και εκτός των ΗΠΑ.
Το τι θα γινόταν στον χώρο της γεωπολιτικής το περιγράψαμε με αρκετή ακρίβεια σε προηγούμενο σχόλιο, πριν ακόμη ορκιστεί. Σειρά έχουν τα αμιγώς οικονομικά θέματα, που καθορίζουν εν πολλοίς τις υπόλοιπες πτυχές της πολιτικής Τραμπ και ενδέχεται να προκαλέσουν μεγαλύτερο διεθνές σοκ από τις γεωπολιτικές κινήσεις του.
Η μεγαλύτερη απειλή για τις ΗΠΑ
Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε με όλες τις προηγούμενες ηγεσίες, η προεδρία Τραμπ θεωρεί ότι ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος για τις ΗΠΑ είναι το τεράστιο και διαρκώς αυξανόμενο χρέος και τα δίδυμα ελλείμματα, δημοσιονομικό και εμπορικό.
Δεύτερος μεγαλύτερος κίνδυνος (που σχετίζεται με τον πρώτο) θεωρείται η σταδιακή αποβιομηχάνιση των ΗΠΑ και η σχεδόν πλήρης μετατροπή της (σε ποσοστό πάνω από 80%) σε οικονομία υπηρεσιών. Με δυσμενή αποτελέσματα, που φάνηκαν και στον αμυντικό τομέα, με τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Το αμερικανικό χρέος (36,22 τρισ. δολάρια) υπερδιπλασιάστηκε τα τελευταία 20 χρόνια από 60% σε σχεδόν 125% του ΑΕΠ, στο τέλος του 2024. Το δημοσιονομικό έλλειμμα έφτασε το 1,83 τρισ. δολάρια ετησίως (6,4% του ΑΕΠ) ενώ το εμπορικό έλλειμμα τα 918 δισ. δολάρια.
Το επιτελείο της προεδρίας πιστεύει ότι για την κατάσταση αυτή, που επικρατεί παρά την αδιαμφισβήτητη αναπτυξιακή δυναμικότητα της αμερικανικής οικονομίας, ευθύνεται μια σειρά από παράγοντες: Οι αλόγιστες κρατικές δαπάνες, το κόστος της διατήρησης της Pax Americana ανά τον κόσμο, αλλά και η ισχύς του δολαρίου (λόγω και του ρόλου του ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος), που μειώνει την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών προϊόντων.
Προκειμένου να ανατραπεί, υποστηρίζουν, θα πρέπει να μειωθούν δραστικά οι δαπάνες του κράτους (διαδικασία στην οποία πρωτοστατεί ο Έλον Μασκ), να αυξηθεί περισσότερο το μερίδιο της ιδιωτικής οικονομίας, να αυξηθούν τα έσοδα (αλλά μέσω δασμών και όχι φόρων, ώστε να ενισχύεται η ντόπια παραγωγή) και να μειωθεί το βάρος του χρέους.
Από τα Μπαϊντενόμικς στα Ντρακονόμικς
Αυτοί είναι και οι βασικοί στόχοι του Σκοτ Μπέσεντ που ανέλαβε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, έχοντας πλούσια προηγούμενη θητεία, όχι ως καθηγητής αλλά ως διαχειριστής Hedge Funds. Για μεγάλο διάστημα ήταν δίπλα στους διάσημους Τζορτζ Σόρος και Στάνλεϊ Ντρακενμίλερ, ενώ αποτελεί «πνευματικό παιδί» του τελευταίου, διατηρώντας μαζί του διαρκείς στενές σχέσεις.
Προσεχώς, στην άλλη θέση-κλειδί της αμερικανικής οικονομίας, στην προεδρία της FED, αναμένεται να βρεθεί το δεύτερο «πνευματικό παιδί» του Ντρακενμίλερ, ο Κέβιν Γουόρς, με πολύ βαρύ βιογραφικό, κάνοντας τους Financial Times να γράψουν για επικράτηση των… «Ντρακονόμικς» στη νέα οικονομική τάξη των ΗΠΑ.
Μια νέα τάξη που, θεωρητικά τουλάχιστον, υπόσχεται να είναι εικονοκλαστική και ευέλικτη, όπως ο διάσημος Ντρακενμίλερ (που μαζί με τον Σόρος και τον Μπέσεντ οδήγησαν στην υποτίμηση τη βρετανική λίρα το 1992), ο οποίος σημειωτέον προειδοποιεί εδώ και 10 χρόνια για τη «βόμβα» του αμερικανικού χρέους, ζητώντας περικοπές ακόμη και στην υγεία και την κοινωνική ασφάλιση.
Σύμφωνα με πληροφορίες και φήμες που κάνουν τον γύρο των διεθνών αγορών, χωρίς όμως να είναι ιδιαίτερα αναλυτικές, προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση του κινδύνου του χρέους και των ελλειμμάτων, αλλά και η ασφαλής μείωση της ισοτιμίας του δολαρίου, χωρίς να χάσει την κυρίαρχη διεθνή θέση του, εκπονήθηκε το λεγόμενο «σύμφωνο του Μαρ-α-Λάγκο» (από το τοπωνύμιο της έδρας του Ντόναλντ Τραμπ). Ένα σχέδιο το οποίο απαρτίζεται από ορθόδοξα έως και εντελώς ανορθόδοξα στοιχεία.
Το «σύμφωνο του Μαρ-α-Λάγκο»
Περιληπτικά, λέγεται ότι περιλαμβάνει τα εξής:
Την ενεργή «διαχείριση πόρων» του αμερικανικού κράτους, από την τιμολόγηση του χρυσού που διαθέτει σε τρέχουσες τιμές (τώρα είναι αποτιμημένος στα 42,22 δολάρια αντί για την τρέχουσα τιμή των 2.900 δολαρίων), έως την αξιοποίηση της τεράστιας ακίνητης περιουσίας του, προκειμένου να αυξηθεί το ενεργητικό, αλλά και να υπάρξουν περιθώρια παροχής ενεχύρων (collaterals), σε ειδικές εκδόσεις του χρέους. Σχεδιάζεται, με άλλα λόγια, ο σχηματισμός ενός είδους «κρατικού υπερταμείου» σαν αυτό που απέκτησε υποχρεωτικά η Ελλάδα στο πλαίσιο των μνημονίων.
Την επιβολή δασμών, όχι μόνο ως μέσο αύξησης των εσόδων αλλά και ως διαπραγματευτικό εργαλείο πίεσης (μαζί με την απειλή απόσυρσης της αμερικανικής αμυντικής ομπρέλας), για την «εθελοντική» συμμετοχή τρίτων κρατών στην αναδιοργάνωση μέρους του αμερικανικού χρέους (reprofiling), με την έκδοση perpetual bonds (διάρκειας έως και 100 χρονών) με συγκεκριμένους, συμφέροντες για τις ΗΠΑ, όρους.
Την ελεγχόμενη υποτίμηση του δολαρίου στα πρότυπα μιας προηγούμενης συμφωνίας που είχε γίνει το 1985 και πήρε την ονομασία «συμφωνία Πλάζα» (από το όνομα του ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης στο οποίο υπεγράφη), όταν οι ΗΠΑ έπεισαν τη Βρετανία, την Ιαπωνία, τη Γερμανία και τη Γαλλία να προχωρήσουν από κοινού σε υποτίμηση του αμερικανικού νομίσματος, έναντι των εθνικών τους νομισμάτων.
Μια από τις πιο ικανές δημοσιογράφους των Financial Times αφιέρωσε ολόκληρο άρθρο για τις πληροφορίες αυτής της πτυχής του σχεδίου, διακρίνοντας τα εμπόδια στην επιτυχία του αλλά και το ενδεχόμενο να προχωρήσει το εγχείρημα παρά τις δυσκολίες.
Η συμφωνία Πλάζα είχε γίνει τότε με συμμάχους που είχαν αμοιβαία συμφέροντα, αλλά και μεγάλη αμυντική εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Η Κίνα και άλλες μεγάλες χώρες δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμφωνήσουν, όπως και οι Ευρωπαίοι εταίροι των ΗΠΑ, που βρίσκονται ήδη σε αναταραχή από τις γεωπολιτικές κινήσεις του Τραμπ.
Αρκετοί στόχοι του σχεδίου μοιάζουν αλληλοσυγκρουόμενοι (επιβολή δασμών και υποτίμηση, μείωση φόρων και περιορισμός δημοσιονομικού ελλείμματος) ενώ ενδέχεται η προσπάθεια «εκφοβισμού» των άλλων κρατών, για να συναινέσουν στη βούληση των ΗΠΑ, να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα. Ουδείς λοιπόν μπορεί να πει σήμερα αν το σχέδιο θα εφαρμοστεί στην ολότητά του, ακόμη δε περισσότερο, πόσες πιθανότητες επιτυχίας μπορεί να έχει.
Ο «πόνος» που έρχεται για οικονομίες και αγορές
Το σίγουρο όμως είναι ότι η νέα διοίκηση Τραμπ προτίθεται να δοκιμάσει τα σχέδιά της, χωρίς να φοβάται την αντίδραση της Wall Street, υποσχόμενη «βραχυπρόθεσμο πόνο, για μακροπρόθεσμο κέρδος». Αυτό ο νέος υπουργός Οικονομικών το έχει ήδη ξεκαθαρίσει με διάφορες δηλώσεις του. Άλλες θα είναι αυτή την περίοδο οι προτεραιότητες, όπως ο εξορθολογισμός του κράτους και η ενίσχυση της πραγματικής (και όχι της χρηματιστικής) οικονομίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Μπέσεντ επισήμανε πρόσφατα την «εγγενή ανισορροπία που δημιουργείται στο σύστημα των ΗΠΑ, όταν το 10% του πληθυσμού πραγματοποιεί το 50% της κατανάλωσης». Μεγάλο μέρος του ευρύτερου οικονομικού σχεδίου του Τραμπ αφορά και την αναδιανομή του πλούτου, γεγονός που ίσως δυσαρεστήσει κάποιους από τους πολυδισεκατομμυριούχους υποστηρικτές του.
Αν θα προκύψει μακροπρόθεσμο κέρδος για τις ΗΠΑ, θα το διαπιστώσουμε στην πορεία. Ο «πόνος» όμως στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου έχει ήδη ξεκινήσει, κρίνοντας από τη συμπεριφορά των αμερικανικών χρηματιστηρίων το τελευταίο διάστημα, αλλά και από το σφιχτό χρονοδιάγραμμα που υποχρεωτικά έχει ο Τραμπ, μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές το Νοέμβριο του 2026. Αν έως τότε δεν έχει πετύχει αποτελέσματα που θα ικανοποιήσουν τους πολίτες, η πλειοψηφία στο Κογκρέσο θα χαθεί.
Στο μεσοδιάστημα, δεδομένης της κυρίαρχης θέσης των ΗΠΑ όχι μόνο στο αμυντικό αλλά και στο οικονομικό διεθνές σύστημα, ιδίως δε στα χρηματοοικονομικά, το πιθανότερο είναι ότι θα υπάρξουν μεγάλες αναταράξεις για τις οικονομίες και τις αγορές διεθνώς, από την «επανάσταση» Τραμπ.
Αφενός, διότι ασπαζόμενος το «Πρώτα η Αμερική», επιδιώκει να μεταφέρει αυτά που θεωρεί ως «αδικαιολόγητα βάρη» για την οικονομία των ΗΠΑ, σε τρίτες χώρες, κι αφετέρου, επειδή πολύ σπάνια μια επανάσταση, είτε επιτύχει είτε αποτύχει, είναι αναίμακτη.
Πηγή: euro2day.gr