Η επάνοδος της διπλωματίας… Του Δημήτρη Κούρκουλα

241

ΤΑ ΝΕΑ  1 Ιουνίου 2021

Του Δημήτρη Κούρκουλα

Ένας από τους πιο διαπρεπείς αμερικανούς διπλωμάτες, που σήμερα ηγείται της CIA, ο Ουίλιαμς Μπερνς – όχι ο δικός μας Νίκολας Μπερνς – είχε πει ότι η τελειότητα βρίσκεται σπάνια στο μενού της διπλωματίας. Πράγματι η διπλωματία ποτέ δεν οδηγεί σε απολύτως ικανοποιητικά αποτελέσματα, είναι εξ ορισμού μια διαδικασία συμβιβασμού.

Η δεκαετία του ’90, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, υπήρξε η χρυσή εποχή της σύγχρονης διπλωματίας με σημαντικές επιτυχίες: συμφωνία για την επανένωση της Γερμανίας, συμφωνία του Οσλο για το Μεσανατολικό, συμφωνία του Ντέιτον για τον τερματισμό του βοσνιακού πολέμου και η ίδρυση, το 1995, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Η ευφορία των διπλωματικών θριάμβων δεν διήρκεσε για πολύ: η ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή κατέρρευσε, η Συνθήκη του Ντέιτον τερμάτισε την αιματοχυσία αλλά δημιούργησε ένα δυσλειτουργικό κράτος, ενώ οι κανόνες του παγκόσμιου εμπορίου που θεσπίσθηκαν από τον ΠΟΕ άρχισαν να καταπατούνται από τους ίδιους τους εμπνευστές τους. Ακολούθησε η τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους και η αμερικανική αντίδραση που δεν άφηνε πολλά περιθώρια στη διπλωματία.

Τα τελευταία 20 χρόνια η μείωση της αίγλης και της αποτελεσματικότητας της διπλωματίας είναι ραγδαία. Στο ναδίρ φθάσαμε επί προεδρίας Τραμπ που διακρίθηκε για τον αυθάδη βανδαλισμό των κανόνων της διεθνούς διπλωματίας. Η πίστη ότι μια ορθολογική διαχείριση των αντιτιθέμενων συμφερόντων μπορεί να οδηγήσει σε αμοιβαία αποδεκτές λύσεις, όπως συνέβη με τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν – στο οποίο πρωτοστάτησε η ΕΕ αλλά συνέβαλε και η Αμερική του Ομπάμα – άρχισε να εξατμίζεται. Ορισμένοι έσπευσαν να προαναγγείλουν το τέλος της διπλωματίας Στις διεθνείς σχέσεις κυριάρχησε η καχυποψία, η δαιμονοποίηση του αντιπάλου και η συστηματική επιβολή κυρώσεων. Η εκφρασμένη βούληση της νέας αμερικανικής διοίκησης να συνεργαστεί στενά με τους ευρωπαίους εταίρους στα διεθνή θέματα δημιουργούν βάσιμες ελπίδες επανόδου της διπλωματίας.

Δεν γνωρίζουμε αν το κίνητρο για τη μερική έστω επιστροφή του προέδρου Ερντογάν σε «διπλωματικές μεθόδους» συνδέεται με τις γενικότερες μετατοπίσεις στη διεθνή σκηνή, αν συνδέεται με τις οικονομικές δυσκολίες της Τουρκίας, την εσωτερική πίεση που διογκώνεται λόγω καταγγελιών διαφθοράς ή με κάτι άλλο. Ούτε μπορούμε να προβλέψουμε αν αυτή η στροφή σε πιο συνετές πρακτικές θα έχει συνέχεια ή αν θα διακοπεί απότομα και απροειδοποίητα. Ενα είναι σίγουρο: η επιστροφή σε ένα πιο ήρεμο κλίμα είναι προς το συμφέρον της χώρας μας. Η έμφαση στην οικονομική διπλωματία, όπου το κοινό συμφέρον των δύο χωρών είναι πασιφανές, είναι ο ορθός προσανατολισμός.

Όσοι ανυπομονούν και εξανίστανται διότι οι διερευνητικές επαφές Ελλάδας – Τουρκίας που ξεκίνησαν το 2002 δεν έχουν οδηγήσει ακόμα σε συμφωνία, έπειτα από 62 γύρους, ας οπλιστούν με υπομονή. Σημασία δεν έχει πόσοι γύροι θα γίνουν ακόμα. Σημασία έχει να μη σταματήσουν χωρίς συμφωνημένη συνέχεια.

Ίσως ορισμένοι συμπολίτες μας να δυσανασχετούν ακούγοντας το «Αγαπητέ φίλε Μεβλούτ» μετά από όσα συνέβησαν την περασμένη χρονιά. Ας αναλογισθούν ότι οι διπλωματικές φιλίες δεν υπόκεινται στους ίδιους κανόνες και τις ίδιες αρχές που διέπουν τις διαπροσωπικές σχέσεις. Στην καθημερινή χρήση της γλώσσας η λέξη «διπλωματία» έχει παραφθαρεί και σημαίνει ορισμένες φορές «υποκρισία». Προφανώς οι χρήστες της γλώσσας αγνοούν τις βασικές αρχές της διπλωματίας.