Του Πέτρου Βενέτη
Εκεί που τρίβαμε τα μάτια μας από θαυμασμό για την απλοποίηση των συναλλαγών με το δημόσιο και μάλιστα σε θέματα πρωτόγνωρα, όπως οι περιορισμοί για την αντιμετώπιση της πανδημίας, με ένα απείθαρχο και εν πολλοίς ανεξοικείωτο κοινό, ξαναχτύπησε η «σιδηρά χειρ», της παλιάς γνωστής γραφειοκρατίας.
Δεν ξέρω ποια και πόσο σοβαρή ήταν η αφορμή, αλλά η λύση να επιδεικνύονται μαζί με τη βεβαίωση του Εργάνη και τα λοιπά προσωπικά στοιχεία από το TAXIS, είναι η κλασσική περίπτωση του «ταλαιπωρώ τους νομιμοταγείς πολίτες, για να πιάσω τους λίγους πονηρούς, που νομίζουν ότι θα με πιάσουν Κώτσο».
Διερωτώμαι:
Αφού η βεβαίωση του Εργάνη δίνεται μόνο σε πραγματικά εργαζόμενους, η ανησυχία είναι μήπως κινούνται χωροταξικά πέρα από τις ανάγκες της δουλειάς τους ;
Μα πόσοι εργαζόμενοι θα την «κοπανήσουν» και θα σουλατσάρουν ασκόπως, εν ώρα εργασίας και σε άσχετες περιοχές;΄
Και ποιες είναι αυτές οι περιοχές;
Εργολάβοι, μηχανικοί, εργοδηγοί που δουλεύουν σε δύο και τρεις οικοδομές κι έχουν αλλού τα σπίτια τους και τα γραφεία, που εντάσσονται;
Επιχειρηματίες που είναι αλλού το σπίτι, αλλού τα γραφεία κι αλλού τα εργοστάσια, τι χαρτιά θα χρειαστούν;
Το καημένο το όργανο, που μέχρι τώρα έκανε έναν έλεγχο απλό και εύκολο, θα πρέπει να ψάχνει σε τρία έντυπα, να κάνει τις διασταυρώσεις του και να κρίνει, πριν αποφασίσει.
Δηλαδή ολόκληρη διαδικασία, που χρειάζεται χρόνο και νομική…επεξεργασία.
Θα μου πείτε, ότι μέσα στην αγωνία να συγκρατηθεί η μετάδοση του ιού, δικαιολογούνται και αστοχίες.
Το δικό μου πρόβλημα δεν είναι το αν είναι σωστή ή λάθος απόφαση.
Η ανησυχία μου είναι η φύση της απόφασης.
Αυτή που θυμίζει άλλες εποχές.
Με ανησυχεί η πιθανότητα της επέλασης τω παλιών μανδαρίνων.