Η επόμενη μέρα της ελληνικής αγροτικής Οικονομίας… Tων Ναπολέοντα Μαραβέγια και Γιάννη Δούκα

268

Των Ναπολέοντα Μαραβέγια και Γιάννη Δούκα*

Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα η ελληνική αγροτική οικονομία φαίνεται να υφίσταται λιγότερες απώλειες από την πανδημία σε σύγκριση με άλλους τομείς και κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι η εστίαση και η διανομή τροφίμων βρίσκονται στο «μάτι του κυκλώνα», η παραγωγή των αγροτικών προϊόντων και των τροφίμων δεν μειώθηκε.

Η κατανάλωση των νοικοκυριών στράφηκε σε κάποιο βαθμό από τα εστιατόρια προς το φαγητό στο σπίτι και συνεπώς στα καταστήματα τροφίμων. Βεβαίως, η μεγάλη μείωση των ξένων τουριστών που επισκέφθηκαν τη χώρα μας το 2020 είχε σημαντική αρνητική συνέπεια στην εστίαση και συνεπώς σημειώθηκε μείωση της ζήτησης αγροδιατροφικών προϊόντων από τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια. Γενικότερα, η μείωση της εγχώριας κατανάλωσης, αφενός μείωσε τις εισαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων και αφετέρου έστρεψε την εγχώρια παραγωγή προς τις εξαγωγές με θετικό αποτέλεσμα την ισοσκέλιση του εμπορικού ισοζυγίου αγροδιατροφικών προϊόντων το 2020 για πρώτη φορά μετά την ένταξή μας στην ΕΕ (1981).

Η αγροτική Οικονομία της χώρας μας είχε ήδη υποστεί τις συνέπειες της δεκαετούς σχεδόν οικονομικής κρίσης, τόσο στο επίπεδο του όγκου παραγωγής όσο και των εισοδημάτων των αγροτών που παρέμειναν σε στασιμότητα. Στο επίπεδο των επενδύσεων, το ύψος του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου στον αγροτικό τομέα, όχι μόνο δεν αυξήθηκε, αλλά μειώθηκε κατά 10% στην περίοδο της κρίσης 2009-2016. Αυτή η εξέλιξη υπονόμευσε την παραγωγική ικανότητα της ελληνικής γεωργίας για το μέλλον. Λίγες εκμεταλλεύσεις κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους, καθώς οι ακαθάριστες επενδύσεις φθάνουν μόνο στο 16% του αγροτικού ΑΕΠ έναντι 35% στον μ.ό. της ΕΕ27.

Είναι συνεπώς αναμενόμενο, αύξηση παραγωγικότητας μηδενική στα χρόνια της κρίσης (2009-2016) έναντι αύξησης κατά 2,5% ετησίως στην ΕΕ28. Έτσι τα εισοδήματα των ελλήνων αγροτών εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από τις ενισχύσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Πράγματι, οι ενισχύσεις αυτές ως ποσοστό του αγροτικού ΑΕΠ έφθασαν στο 40% περίπου (έναντι 30% στον μ.ό. της ΕΕ) και διατήρησαν το αγροτικό εισόδημα χωρίς απώλειες στην κρίσιμη περίοδο.

Όμως, μόνο η αύξηση της παραγωγικότητας εξασφαλίζει εισοδήματα στους αγρότες, χωρίς να εξαρτώνται υπέρμετρα από τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις. Εξάλλου, Οι ενισχύσεις αυτές είναι μειωμένες στην περίοδο 2021-2027 και μπορεί να περικοπούν στο μέλλον μέχρι και 40%, όταν ισχύσει η «εξωτερική σύγκλιση» δηλαδή η αναλογική κατανομή των άμεσων ενισχύσεων της ΚΑΠ μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ.

Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης έχει αντιληφθεί την ανάγκη να υπάρξει μία μεγάλη προσπάθεια από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και βέβαια από τους ίδιους τους αγρότες για την παραγωγική αναβάθμιση της ελληνικής αγροτικής οικονομίας, ξεκινώντας από τη βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου, μέσω της επαγγελματικής εκπαίδευσης – μόνο 3% των αγροτών μας διαθέτει τέτοια εκπαίδευση – και την ενίσχυση των επενδύσεων.

Απαιτούνται παρεμβάσεις με την ενίσχυση της ΚΑΠ και του Ταμείου Ανάκαμψης για τη μείωση του κόστους παραγωγής, την κατάρτιση των αγροτών σε καινοτομικές και περιβαλλοντικά φιλικές μεθόδους παραγωγής, την ορθολογική διαχείριση των εκμεταλλεύσεων με χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, την αναβάθμιση των μηχανισμών συμβουλευτικής στήριξης των αγροτών, την ενίσχυση των επιχειρηματικών ατομικών και συλλογικών πρωτοβουλιών (ομάδων παραγωγών και συνεταιρισμών) και την ανάπτυξη των πιο δυναμικών κλάδων του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα, ακολουθώντας τις τάσεις της εγχώριας και της διεθνούς αγοράς.

*καθηγητής Ευρωπαϊκής Οικονομίας στο ΕΚΠΑ, πρώην υπηρεσιακός υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης& Τροφίμων και εκλεγμένος επίκουρος καθηγητής Οικονομίας στο ΕΚΠΑ