Η ευρωπαϊκή απάντηση στον ενεργειακό γόρδιο δεσμό… Του Γιάννη Μανιάτη

56

Του Καθ. Γιάννη Μανιάτη*

Η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά από μια αλληλουχία σοβαρών κρίσεων, καλούνται εκ νέου να λάβουν αποφάσεις στρατηγικής σημασίας καθοριστικές για το μέλλον μας.

Μεταξύ αυτών, κεντρική θέση έχουν οι πολιτικές που σχετίζονται με την ασφάλεια, την ανθεκτικότητα, την ενέργεια, το περιβάλλον και τη διατηρήσιμη οικονομική μεγέθυνση, που θα διαχέεται με δίκαιο τρόπο σε διευρυμένα στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι αλληλένδετες και αλληλοτροφοδοτούμενες (π.χ. κλίμα – ενέργεια – οικονομία) και, ταυτόχρονα, σε μεγάλο βαθμό οφείλονται σε χρόνιες αποτυχίες των ελίτ της Ευρώπης.

Για παράδειγμα, τα χαμηλά επίπεδα φυσικού αερίου (φ.α.) στις αποθήκες της Ευρώπης (40,6% στις 23/2/25, ενώ την ίδια μέρα το 2024 ήταν 64%) αποτελούν μεν συγκυριακό γεγονός (αυξημένη κατανάλωση τον φετινό χειμώνα), το οποίο όμως προκαλείται από τη συστηματική και πολύχρονη ενεργειακή εξάρτηση της Ε.Ε. από το ρωσικό φ.α. μέσω αγωγών και εσχάτως από το ακριβότερο υγροποιημένο φ.α. (LNG) των ΗΠΑ και άλλων, σε συνδυασμό με τη συνειδητή επιλογή μείωσης της παραγωγής ευρωπαϊκών υδρογονανθράκων.

Οι τελευταίες πολιτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις δημιουργούν νέες σταθερές. Βάσει των τελευταίων Ανακοινώσεων της Επιτροπής, διαφαίνεται ότι η Ε.Ε. θα εξακολουθήσει να εφαρμόζει πολιτικές απανθρακοποίησης, με μικρότερη ίσως ένταση και σίγουρα χωρίς τη συνδρομή των μεγάλων παγκόσμιων ρυπαντών (ΗΠΑ, BRICS). Ταυτόχρονα, η εκλογή Τραμπ αποτελεί σημείο καμπής για το διεθνές σύστημα προοιωνιζόμενη:

Περιορισμό του ρόλου των διεθνών οργανισμών (π.χ. αποχώρηση ΗΠΑ από συμφωνία για το Κλίμα και αμφισβήτηση του ρόλου του ΝΑΤΟ).

«Επανεθνικοποίηση» των οικονομικών και εμπορικών πολιτικών (προστατευτισμός, ανάπτυξη εγχώριων αλυσίδων αξίας, αναζήτηση πρώτων υλών).

Χρήση «σκληρής ισχύος» από τα κράτη αντί για «ήπια ισχύ», πεδίο όπου η Ε.Ε. είναι από τη θεσμική της κατασκευή ανίσχυρη (π.χ. οι ΗΠΑ περιορίζουν δραστικά τη διεθνή οικονομική βοήθεια και προτείνουν απλουστευτικές λύσεις σύνθετων μακροχρόνιων διεθνών προβλημάτων που βασίζονται στο «δίκαιο του ισχυρού» στη Γάζα και την Ουκρανία).

Από την παρουσίαση του σχεδίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενεργειακή μετάβαση. Η Ε.Ε. χρειάζεται πλέον έναν νέο οδικό ενεργειακό – κλιματικό – αναπτυξιακό χάρτη, που θα σέβεται την ισόρροπη προώθηση των κεντρικών στόχων της πολιτικής ενέργειας (πράσινη μετάβαση, ενεργειακή ασφάλεια, οικονομικότητα), τονίζει ο Γιάννης Μανιάτης.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ε.Ε. χρειάζεται έναν νέο οδικό ενεργειακό – κλιματικό – αναπτυξιακό χάρτη, που θα σέβεται την ισόρροπη προώθηση των κεντρικών στόχων της πολιτικής ενέργειας (πράσινη μετάβαση, ενεργειακή ασφάλεια, οικονομικότητα). Το πρόσφατο «Clean Industrial Deal», παρότι προτεραιοποιεί την ανταγωνιστικότητα, θα έπρεπε να περιλαμβάνει πιο συγκεκριμένα μέτρα άμεσης μείωσης του ενεργειακού κόστους. Η εξειδίκευση των μέτρων, με την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των παραπάνω στόχων, θα αποτελέσει ως συνήθως μια δύσκολη άσκηση για την Ε.Ε.

Ο νέος οδικός χάρτης θα μπορούσε να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

• Δραστική μείωση της ενεργειακής εξάρτησης και του δυσβάστακτου κόστους στην οικονομία και τους πολίτες. Σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής (26 Φεβρουαρίου), μετά την κρίση που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκαν σημαντικά σε όλες τις μεγάλες οικονομίες εκτός από τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, λόγω της μετατόπισης της ευρωπαϊκής κατανάλωσης φ.α. από το ρωσικό αέριο μέσω αγωγών σε LNG, τόσο η Ε.Ε. όσο και οι μεγάλες χώρες εισαγωγής (Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Κίνα και Ινδία), παρουσίασαν εκτίναξη των τιμών, ενώ οι τιμές στις ΗΠΑ δεν μεταβλήθηκαν δραστικά κατά την ίδια περίοδο. Αποδεδειγμένα, λοιπόν, η εξωτερική ενεργειακή εξάρτηση της Ε.Ε. (εισαγωγές 604 δισ. ή 3,5% του ΑΕΠ της Ε.Ε.) οδηγεί σε μειωμένα επίπεδα οικονομικής και πολιτικής ισχύος, με τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις, καθιστώντας επιτακτική την καλύτερη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών ενεργειακών πόρων και τεχνολογιών (ΑΠΕ, ενεργειακή απόδοση, άλλες τεχνολογίες -CCS- και οι ορυκτοί πόροι, όπως οι ανεκμετάλλευτοι υδρογονάνθρακες της χώρας μας).

• Τεχνολογική ουδετερότητα. Για χρόνια η Ε.Ε. επέβαλε περιορισμούς σε τεχνολογίες χρήσιμες για την ενεργειακή μετάβαση, που ταυτόχρονα θα εξασφάλιζαν την ενεργειακή ασφάλεια και την οικονομικότητα, όπως σε ορισμένα κράτη με ήδη λειτουργούντα πυρηνικά, οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMRs), το CCS και το φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο. Η ταχεία απόσυρση πυρηνικών (Γερμανία) και άνθρακα (Ελλάδα) σε συνδυασμό με τη μη ανάπτυξη δικτύων και αποθήκευσης ενέργειας για τις ΑΠΕ συνέβαλαν σε μια τρομακτική εκτίναξη του κόστους ενέργειας.

• Προστασία ενεργειακών υποδομών. Η κλιματική κρίση και οι κακόβουλες ή επιθετικές ενέργειες τρίτων έχουν καταστήσει τις ενεργειακές και άλλες υποδομές της Ε.Ε. εξαιρετικά ευάλωτες. Οι υποδομές χρειάζονται νέους σχεδιασμούς ασφάλειας, διαχείρισης και συντήρησης για να οχυρωθούν από επαναλαμβανόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα και πιθανές επιθέσεις, οι οποίες θα πρέπει να αναπτυχθούν και από την ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία.

• Ανάπτυξη εγχώριων αλυσίδων αξίας. Η Ε.Ε. πρέπει να ενεργήσει γρήγορα σύμφωνα με τις προτάσεις Ντράγκι – Λέτα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της. Κεντρικός στόχος, ιδίως για την Ελλάδα, που διαθέτει ορυκτό πλούτο και τεχνογνωσία, πρέπει να είναι η ανάπτυξη της παραγωγής, μεταποίησης και ανακύκλωσης κρίσιμων πρώτων υλών για την ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση (βασική προϋπόθεση, η μείωση του κόστους ενέργειας).

• Δίκαιος επιμερισμός κόστους – οφέλους. Σήμερα η ενεργειακή φτώχεια είναι μια διαρκής πρόκληση για την Ευρώπη (το 2023 το 10,6% στην Ε.Ε. και το 19,2% στην Ελλάδα δεν μπορούσε να θερμάνει επαρκώς το σπίτι του), ενώ οι τοπικές κοινωνίες που βρίσκονται σε μετάβαση (Δυτική Μακεδονία, Μεγαλόπολη), καλούνται να επιβιώσουν με υποσχέσεις και όχι με έργα. Η αντιμετώπιση της φτώχειας, η δίκαιη μετάβαση και η δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας δεν είναι μόνο ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και μεγάλη πρόκληση ενίσχυσης της ανθεκτικότητας της Δημοκρατίας έναντι του λαϊκισμού και ακραίων κομμάτων.

*O καθ. Γιάννης Μανιάτης είναι Ευρωβουλευτής, Αντιπρόεδρος Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D), πρώην Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής

Πηγή: euro2day.gr