Η εκτίμηση ότι η γερμανική οικονομία ακολουθεί τον ιταλικό δρόμο, δεν προοιωνίζει θετικές εξελίξεις και για την Ευρώπη, η οποία ήδη γνωρίζει σημαντικές οικονομικές δυσκολίες.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη βρίσκονται σε φάση οικονομικής στασιμότητας και κάποιες εξαιρέσεις που παρατηρούνται επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ως φαίνεται δε, αυτή η κατάσταση στασιμότητας και αβεβαιότητας θα έχει διάρκεια, με σοβαρές πολιτικές και κοινωνικής συνέπειες. Χωρίς κίνδυνο να πέσουμε έξω μπορούμε να πούμε ότι στην Ευρώπη, τα περίφημα ένδοξα χρόνια του κράτους προνοίας «έπιασαν ταβάνι».
Και ένας από τους λόγους αυτής της σοβαρής εξέλιξης είναι η στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας, η οποία για μια μακρά περίοδο ήταν η ατμομηχανή της Ευρώπης. Ακόμα χειρότερα, δεν είναι λίγες οι ενδείξεις που οδηγούν στη διαπίστωση ότι η γερμανική οικονομία «ιταλοποιείται», φαινόμενο που τα χρόνια της ευφορίας στην Ε.Ε. δεν απασχόλησε όσο θα έπρεπε τους αρμόδιους των οικονομικών πολιτικών.
Σήμερα λοιπόν, η γερμανική οικονομία είναι «αγκυλωμένη», υποφέρει από ανυπόφορες γραφειοκρατικές διαδικασίες και βλέπει πολλές μεσαίες επιχειρήσεις της χώρας να «μεταναστεύουν», ακόμα και εκτός Ευρώπης.
Όμως, το τι συμβαίνει όταν μια ανεπτυγμένη βιομηχανική χώρα αποτυγχάνει να προσαρμοστεί σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, φαίνεται αδρά στην περίπτωση της Ιταλίας.
Η γειτονική μας χώρα, όπως και άλλες δυτικές χώρες, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γνώρισε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Ε.Ο.Κ.) και χάρη στο δυναμισμό αρκετών επιχειρηματιών της απέκτησε καλές βάσεις στις διεθνείς αγορές.
Όπως και η Γερμανία, του τέλους της δεκαετίας του 1950, η Ιταλία εκείνη την εποχή, κατάφερε να μειώσει το χάσμα που τη χώριζε από την οικονομία των ΗΠΑ, που ήταν και μέτρο σύγκρισης για τη Δυτική Ευρώπη. Όμως, η θετική αυτή εξέλιξη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παίρνει τέλος και με την είσοδο στον 21ο αιώνα, το χάσμα αυξάνεται. Το ίδιο συμβαίνει όμως και με τις άλλες αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Ενώ η Ιταλία από το 1950 και μετά και έως το 1980 είχε καλύψει το χάσμα που τη χώριζε από αυτές, η συνέχεια δεν είναι το ίδιο θετική.
Η ιταλική οικονομία από την αρχή της δεκαετίας του 1980 υποχωρεί και οι κάποιες εξαγωγικές επιδόσεις της οφείλονται στις επιδοτήσεις των εξαγωγών της και τις υποτιμήσεις της λιρέττας. Παρ’ όλα αυτά η Ιταλία συμμετέχει στην ευρωζώνη ως ιδρυτικό μέλος της και για μια περίοδο επωφελείται από την αδυναμία του ευρώ έναντι του δολλαρίου. Η κατάσταση αυτή στηρίζει την παραγωγή της, αποθαρρύνει τις εισαγωγές, ενισχύει τις θέσεις των Ιταλών εργαζομένων και αναστέλλει προσωρινά την αύξηση του ιταλικού δημοσίου χρέους.
Όλα αλλάζουν όμως όταν η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ ανακάμπτει και η Ιταλία δανείζεται εκ νέου. Με την κρίση του 2007 η Ιταλία γίνεται στην ουσία ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης και το γεγονός αυτό επηρεάζει δραματικά και την πορεία της Ελλάδας.
Οι Ιταλοί οικονομολόγοι Λορέντζο Κολόνιο και Τζιανπάολο Γκάλι, σε μια εντυπωσιακή διαχρονική μελέτη τους,, αναλύουν τη μεταπολεμική πορεία της ιταλικής οικονομίας και υπογραμμίζουν ότι τα χρόνια της οικονομικής ευφορίας, υπήρξαν μοιραία για τη σημερινή κατάσταση της..
Ανυπόφορη γραφειοκρατία, αργή δικαιοσύνη, άκαμπτη αγορά εργασίας, υπανάπτυκτο τραπεζικό σύστημα και φτωχή εκπαίδευση, είναι σήμερα τα κύρια εμπόδια για τη μετάβαση της Ιταλίας από την παραδοσιακή βιομηχανία στη νέα βιομηχανική επανάσταση.
Κατά τον γερμανικής καταγωγής Αμερικανό οικονομολόγο και συγγραφέα Γκερτ Ρίχτερ, η σημερινή Γερμανία, ακολουθεί τον ιταλικό δρόμο. «Η συνεχής και επίμονη διάβρωση του γερμανικού οικονομικού μοντέλου και η αδυναμία -η απροθυμία- των διαδοχικών κυβερνήσεων να αλλάξουν πορεία υποδηλώνουν ότι η Γερμανία μπορεί να απειληθεί σήμερα με αυτό που καταδίκασε την Ιταλία στη δεκαετία του 1980 – μια αποτυχία προσαρμογής σε έναν πολύ αλλαγμένο κόσμο, λόγω των επιβλητικών διαρθρωτικών αγκυλώσεων.
Αν δεν αλλάξει τίποτα, η εθνική χρεοκοπία πλανάται και θα μπορούσε να αποφευχθεί μόνο με μια νέα πλημμύρα χρημάτων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι συνέπειες θα ήταν η αύξηση του πληθωρισμού και η κατάρρευση του νομίσματος – με λίγα λόγια, οι τουρκικές συνθήκες.
Η κατάσταση θυμίζει το 2002, όταν η Γερμανία αποκαλούνταν ο «άρρωστος της Ευρώπης». Τότε, η κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ απάντησε με «Ατζέντα 2010». Σήμερα, η Γερμανία βρίσκεται για άλλη μια φορά σε ένα σταυροδρόμι – όχι μόνο πολιτικά με την ανάκαμψη που εξήγγειλε ο καγκελάριος Scholz, αλλά και οικονομικά.
Η Γερμανία πρέπει να επανατοποθετηθεί ως προς τον ενεργειακό εφοδιασμό. Το κράτος πρέπει επίσης να μειώσει τη γραφειοκρατία και να εκσυγχρονίσει τις δημόσιες υποδομές.
Η γερμανική βιομηχανία πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει την τελευταία πρόκληση στους τομείς της ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης.
Και η γερμανική κοινωνία και πολιτική πρέπει να αντιμετωπίσουν τη γήρανση του πληθυσμού, να μεταρρυθμίσουν το εκπαιδευτικό σύστημα και να αντιμετωπίσουν τη μεταναστευτική κρίση.
«Αν όλα αυτά δεν γίνουν σε χρόνο ρεκόρ, η ΕΕ θα βρεθεί παγιδευμένη οικονομικά και γεωπολιτικά και χωρίς ατμομηχανή, ο εκτροχιασμός θα είναι αναπόφευκτος», τονίζει ο Γ.Ρίχτερ και ίσως τα λόγια του να μην είναι δωρεάν προφητεία.Σήμερα μάλιστα που ο νέο γερμανικός εθνικισμός διεκδικεί πρωτεύοντα ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας, με το γνωστό βεβαρυμένο παρελθόν.