Η Ευρώπη σε σταυροδρόμι – Ανταγωνιστικότητα ή στασιμότητα;… Του Χρήστου Κουπελίδη

21

Πώς η υπερβολική ρύθμιση, η χαμηλή ζήτηση και η έλλειψη καινοτομίας υπονομεύουν την ανάπτυξη στην ΕΕ.

Του Χρήστου Κουπελίδη*

Στο τελευταίο άρθρο του στους Financial Times ο Μάριο Ντράγκι είναι ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στις μέχρι σήμερα πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας επισημαίνει ότι τα εμπόδια στην εσωτερική αγορά και οι υπερβολικοί κανονισμοί πλήττουν σοβαρά την ανταγωνιστικότητα, ενώ η χαμηλή ζήτηση είναι πιο επιζήμια για την ανάπτυξη από οποιουσδήποτε δασμούς που θα μπορούσαν να επιβάλουν οι ΗΠΑ.

Η Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπίσει αυτά τα δύο προβλήματα αν θέλει να παραμείνει ανταγωνιστική. Η έλλειψη επενδύσεων, οι υπερβολικές ρυθμίσεις και η χαμηλή κατανάλωση δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο στασιμότητας

Εσωτερικά εμπόδια και “ρυθμιστικά βάρη”

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει ένα περίπλοκο σύστημα κανόνων και ρυθμίσεων που συχνά δημιουργούν μεγαλύτερα εμπόδια παρά ευκαιρίες για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Αυτά τα εμπόδια οδηγούν σε μια κατάσταση όπου η ίδια η ΕΕ εμποδίζει την ανταγωνιστικότητα των εταιρειών της, σαν να επιβάλλει «δασμούς στον εαυτό της», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μάριο Ντράγκι.

Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;

Περιορισμοί στον ανταγωνισμό: Πολλοί κανονισμοί προστατεύουν εδραιωμένες επιχειρήσεις από νέους ανταγωνιστές, δημιουργώντας μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις σε διάφορους τομείς. Αυτό περιορίζει την καινοτομία και αυξάνει τις τιμές.

Εμπόδια στη μεταποίηση: Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι ρυθμιστικοί περιορισμοί στην ΕΕ ισοδυναμούν με δασμούς 45% στη μεταποίηση. Αυτό καθιστά δυσκολότερη την παραγωγή και πώληση προϊόντων ακόμη και εντός της Ένωσης.

Εμπόδια στις υπηρεσίες: Στον τομέα των υπηρεσιών, οι ρυθμίσεις είναι ακόμα πιο ασφυκτικές, με επιπτώσεις παρόμοιες με δασμούς 110%. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις υπηρεσιών (όπως οι χρηματοοικονομικές ή τεχνολογικές εταιρείες) αντιμετωπίζουν εξαιρετικά υψηλά κόστη λειτουργίας.

Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (GDPR): Παρότι ο GDPR διασφαλίζει την προστασία των προσωπικών δεδομένων, έχει αυξήσει το κόστος συμμόρφωσης για τις ευρωπαϊκές εταιρείες τεχνολογίας, μειώνοντας τα κέρδη των μικρών επιχειρήσεων έως και 12%. Αυτό έχει περιορίσει την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών startups έναντι των αμερικανικών ή κινεζικών αντίστοιχων.

Διαφορετικοί κανόνες μεταξύ κρατών-μελών: Παρά την ύπαρξη της ενιαίας αγοράς, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις ρυθμίσεις μεταξύ των χωρών, γεγονός που δυσκολεύει την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών.

Ασθενής εγχώρια ζήτηση

Ο δεύτερος μεγάλος παράγοντας που επιβαρύνει την ευρωπαϊκή οικονομία είναι η χαμηλή εγχώρια ζήτηση, δηλαδή το γεγονός ότι οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις στην Ευρώπη ξοδεύουν λιγότερο απ’ όσο χρειάζεται για να τονωθεί η ανάπτυξη.

Γιατί υπάρχει χαμηλή ζήτηση;

Υψηλή φορολογία και εισφορές: Σε πολλές χώρες της ΕΕ, οι φόροι εισοδήματος και οι ασφαλιστικές εισφορές είναι υψηλές, μειώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Αυτό σημαίνει λιγότερες αγορές και χαμηλότερη κατανάλωση.
Αβεβαιότητα και έλλειψη επενδύσεων: Τα συχνά μεταβαλλόμενα φορολογικά και ρυθμιστικά πλαίσια αποθαρρύνουν τις επενδύσεις, καθώς οι επιχειρήσεις δεν είναι σίγουρες για το μέλλον.

Σκληρές δημοσιονομικές πολιτικές: Μετά την κρίση του 2008, πολλές ευρωπαϊκές χώρες εφάρμοσαν αυστηρές πολιτικές λιτότητας που μείωσαν τις δημόσιες δαπάνες, περιορίζοντας περαιτέρω τη ζήτηση.

Γηράσκων πληθυσμός: Η γήρανση του πληθυσμού σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος των πολιτών είναι συνταξιούχοι, οι οποίοι καταναλώνουν λιγότερο σε σχέση με τους νεότερους. Αυτό μειώνει τη συνολική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες.
Χαμηλή ανάπτυξη μισθών: Σε πολλές χώρες της ΕΕ, οι μισθοί αυξάνονται αργά, κάτι που περιορίζει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.

Πώς επηρεάζει η χαμηλή ζήτηση την οικονομία;

Οι επιχειρήσεις έχουν λιγότερα κίνητρα να επενδύσουν, καθώς δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Η ανάπτυξη της ΕΕ παραμένει χαμηλή και δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ ή την Κίνα, όπου η εσωτερική αγορά είναι πολύ πιο δυναμική. Η ανεργία μπορεί να παραμένει υψηλή, καθώς οι εταιρείες δεν επεκτείνονται αρκετά για να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.

Υπάρχουν λύσεις;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις στην οικονομία της λόγω υπερβολικής ρύθμισης, χαμηλής εσωτερικής ζήτησης και περιορισμένης καινοτομίας. Η απλοποίηση των κανονισμών και η μείωση των διοικητικών εμποδίων είναι απαραίτητες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Η εναρμόνιση των κανονισμών μεταξύ των κρατών-μελών, η μείωση της γραφειοκρατίας και του κανονιστικού κόστους, καθώς και η αναθεώρηση αυστηρών πολιτικών θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων.

Η χαμηλή εσωτερική κατανάλωση αποτελεί τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη, καθιστώντας την Ευρώπη υπερβολικά εξαρτημένη από τις εξαγωγές. Για την τόνωση της ζήτησης απαιτούνται αυξημένες δημόσιες επενδύσεις, στήριξη της αγοραστικής δύναμης των πολιτών και ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Παράλληλα, η υψηλή φορολογία αποτρέπει τις επενδύσεις και μειώνει την κατανάλωση. Η μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων μπορεί να ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα.

Η δημιουργία μιας πραγματικά ενιαίας αγοράς αποτελεί βασική προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη, με την άρση διοικητικών και ρυθμιστικών περιορισμών που εμποδίζουν τη διασυνοριακή επιχειρηματική δραστηριότητα. Επιπλέον, η ΕΕ υστερεί σε επενδύσεις στην τεχνολογία σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η αύξηση της χρηματοδότησης για έρευνα και ανάπτυξη, η στήριξη των startups και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου καινοτομίας μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στη βελτίωση της τεχνολογικής ανταγωνιστικότητας.

Αν η ΕΕ δεν εφαρμόσει άμεσα αυτές τις μεταρρυθμίσεις, κινδυνεύει να χάσει τη θέση της ως οικονομική δύναμη, μένοντας πίσω από ανταγωνιστές, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα.

*Ο Χρήστος Κουπελίδης είναι Οικονομολόγος – Σύμβουλος Επιχειρήσεων. Συνεργάτης της Products & Investment – Business Management Consulting και πρώην Διευθυντής Εισηγμένων Εταιρειών του Χρηματιστηρίου Αθηνών.