Της Μαριέττας Γιαννάκου*
Το 2021 σηματοδοτεί ίσως την αρχή του τέλους της πανδημίας, αλλά δεν πρόκειται να είναι λιγότερο απαιτητικό από το 2020. Οι κίνδυνοι παραμένουν πολλοί και απρόβλεπτοι, ορισμένους εκ των οποίων θα προσπαθήσω να επισημάνω.
Κατ’ αρχάς, οι συνέπειες της πανδημίας δεν θα εξαφανιστούν ως διά μαγείας με την έναρξη των εμβολιασμών, ούτε γνωρίζουμε οι μεταλλάξεις του ιού τι επιπτώσεις θα έχουν.
Η αγορά εργασίας έχει πλέον μετασχηματιστεί, εντείνοντας έτσι τις κοινωνικές ανισότητες, διευρύνοντας παράλληλα το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, αφήνοντας πίσω ένα τεράστιο δημόσιο χρέος και ένα ακόμα μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ ισχυρών και αδύναμων επιχειρήσεων.
Οι αναπόφευκτα διαφορετικές ταχύτητες ανάκαμψης, τόσο εντός μιας οικονομίας όσο και μεταξύ των οικονομιών διαφορετικών χωρών, θα προκαλέσουν πιθανόν θυμό και δημόσια αναταραχή με τους λαϊκιστές να καραδοκούν.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ –για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο–, δεν έχουν ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Χτυπημένες όσο καμία άλλη χώρα, το 2021 τις βρίσκει διχασμένες πολιτικά και οικονομικά ευάλωτες. Και μπορεί ο κ. Τραμπ να έχασε, ο «τραμπισμός» όμως διατηρεί τις δυνάμεις του, όπως είδαμε με την εισβολή οπαδών-υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο. Ο κ. Μπάιντεν θα αντιμετωπίσει μια αντιπολίτευση αποφασισμένη να τον δυσκολέψει, δοκιμάζοντας τη βιωσιμότητα της εσωτερικής πολιτικής και την αξιοπιστία της επικείμενης εξωτερικής πολιτικής που φαίνεται να επιστρέφει στην πολυμέρεια και τη διπλωματία.
Αναφορικά με την κλιματική αλλαγή μπορεί το μοτίβο να περιλαμβάνει συνεργασία για την προστασία του πλανήτη, κοινούς στόχους για την εκπομπή ρύπων έως το 2050, προώθηση της πράσινης και κυκλικής οικονομίας κ.τ.λ., στην πραγματικότητα όμως σημαίνει μεγάλα κόστη για επιχειρήσεις και επενδυτές, ενώ απαιτείται και συντονισμός μεταξύ των κρατών. Μέχρι στιγμής και παρά τις φιλόδοξες προσπάθειες της Ε.Ε., δεν φαίνεται να συγκροτείται ομάδα κρατών που να αναλαμβάνει την ευθύνη αυτή, γεγονός που εντείνει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Ένα άλλο μεγάλο ερώτημα είναι αν ΗΠΑ και Κίνα καταλήξουν σε εμπορική συμφωνία. Η απάντηση φαίνεται να είναι αρνητική, αφού ο κ. Μπάιντεν δεν έχει την πολυτέλεια να φανεί ήπιος απέναντι στην Κίνα, υπό τον φόβο ότι θα χάσει στήριξη σε πολιτείες-κλειδιά πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές. Και η Κίνα, υπό τον κ. Σι Τζινπίνγκ, έχει ανακοινώσει ότι θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί από την αμερικανική τεχνολογία και τις αμερικανικές εφοδιαστικές αλυσίδες ως το 2035.
Και η Ε.Ε.; Με τα σημερινά δεδομένα, η κ. Μέρκελ δεν θα είναι υποψήφια καγκελάριος τον Σεπτέμβριο, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό ηγεσίας στην Ένωση. Τι θα γίνει με Ουγγαρία και Πολωνία απέναντι στους υπόλοιπους 25 σε θέματα κράτους δικαίου; Πώς θα συμπεριφερθούν οι φειδωλές χώρες απέναντι στην οικονομική διακυβέρνηση; Θα είναι ο Ολλανδός πρωθυπουργός κ. Ρούτε συμμέτοχος σε ένα κοινό ευρωπαϊκό όραμα μαζί με τον κ. Μακρόν και τη νέα ηγεσία της Γερμανίας; Πώς θα συμπεριφερθεί ο κ. Μακρόν στη σωρεία προκλήσεων και συγκεκριμένα απέναντι στην Τουρκία όταν αυτή απειλεί να αποσταθεροποιήσει την Ε.Ε. με ακόμα μία μεταναστευτική κρίση και με τις κινήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στρατιωτική σύγκρουση;
Ενα άλλο μεγάλο θέμα για το διεθνές σύστημα αποτελούν οι ευρωατλαντικές σχέσεις, οι ευρωατλαντικοί δεσμοί. Χωρίς τη διατλαντική συμμαχία, προβλήματα θα ανακύψουν τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ε.Ε. Κατά την άποψή μου μία περισσότερο αυτόνομη στρατηγική της Ενωσης σε θέματα άμυνας δεν σημαίνει υποβάθμιση του ΝΑΤΟ ούτε υπονομεύει τη διατλαντική σχέση, αντίθετα θα συμβάλει αποφασιστικά στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενότητας.
Η πανδημία τέλος ανέδειξε και δύο άλλους μεγάλους κινδύνους: Τη ροή των ψηφιακών πληροφοριών και την κυβερνοασφάλεια. Το 2021, μια επιβράδυνση ή και διακοπή της ροής ευαίσθητων δεδομένων πέρα από τα σύνορα των χωρών θα διαταράξει τα επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται σε ελεύθερες ροές πληροφοριών. Παράλληλα, λόγω της αυξανόμενης ψηφιοποίησης και διασύνδεσης (τηλεργασία, εξ αποστάσεως εκπαίδευση, online εμπόριο/συναλλαγές κ.τ.λ.) οι κίνδυνοι της κυβερνο-ασφάλειας είναι περισσότεροι και πιο δύσκολο να ελεγχθούν.
Στο διά ταύτα, το 2020 ήταν μία χρονιά αυξημένης υγειονομικής, οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Το επόμενο έτος φαίνεται να είναι και αυτό απρόβλεπτο, λαμβανομένων υπόψη των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της πανδημίας, της άνισης οικονομικής ανάκαμψης και της εύθραυστης γεωπολιτικής.
*βουλευτής Επικρατείας της Ν.Δ., αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ.