Οι επιπτώσεις στην οικονομία από τον υψηλό δημόσιο δανεισμό
Του Γιώργου Αλογοσκούφη*
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η ελληνική οικονομία έχει επηρεαστεί αρνητικά από αλλεπάλληλες κρίσεις. Τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007-2009, την κρίση χρέους του 2010, η οποία οδήγησε στη μεγάλη καθίζηση της περιόδου 2010-2016, την κρίση της πανδημίας του κορονοϊού, 2020-2022 και τώρα τις επιπτώσεις ενός αβέβαιης διάρκειας πολέμου που ξεκίνησε με την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Οι κρίσεις του παρελθόντος δεν είχαν μόνο προσωρινές επιπτώσεις. Επηρέασαν και επηρεάζουν τόσο τις μεσοχρόνιες αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας, όσο και το εξωτερικό δημόσιο χρέος, την αχίλλειο πτέρνα της ελληνικής οικονομίας.
Το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων για την αντιμετώπιση των τελευταίων κρίσεων θα οδηγήσει ενδεχομένως σε μεγάλη εκ νέου άνοδο του δημοσίου χρέους όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο. Οι πόροι που προβλέπει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Fund), ασφαλώς θα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση κάποιων από τις επιπτώσεις των τελευταίων κρίσεων τόσο στην πραγματική οικονομία όσο και στο δημόσιο χρέος των δημοσιονομικά ευάλωτων κρατών-μελών όπως η Ελλάδα, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι επαρκούν.
Το πρόβλημα παραμένει: Πως θα αντιμετωπίσουμε τις αρνητικές μεσοχρόνιες επιπτώσεις της ανόδου του δημοσίου χρέους.
Η αύξηση του δημόσιου δανεισμού για τη στήριξη της οικονομίας είναι ασφαλώς βραχυχρόνια η ενδεδειγμένη λύση. Ωστόσο, η αύξηση του δανεισμού δεν αποτελεί παρά μετάθεση του προβλήματος για το μέλλον. Αργά ή γρήγορα έρχεται η στιγμή που πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της αποπληρωμής του χρέους που δημιουργείται, ή τουλάχιστον της μείωσής του σε σχέση με το ΑΕΠ.
Από τις τρεις εναλλακτικές μεθόδους αντιμετώπισης του υψηλού δημόσιου χρέους, η Ελλάδα βίωσε τη λιτότητα κυρίως στην περίοδο μεταξύ 2010 και 2018. Η διεθνής ύφεση της περιόδου 2008-2009 οδήγησε σε αύξηση του χρέους, και η λιτότητα της περιόδου 2010-2018 οδήγησε σε δραματική συρρίκνωση του ΑΕΠ, άνοδο της ανεργίας και αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Λόγω της μεγάλης και μακράς ύφεσης που προκλήθηκε, το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε ακόμη παραπάνω.
Η Ελλάδα βίωσε και τη δεύτερη λύση, την αναδιάρθρωση και μερική διαγραφή του χρέους της το 2012. Παρά τα προβλήματα, τα αποτελέσματά της υπήρξαν κάπως καλύτερα, καθώς υπήρξε μία προσωρινή ανακοπή στην ανοδική πορεία του χρέους και μειώθηκε το κόστος εξυπηρέτησής του. Είναι ωστόσο αμφίβολο κατά πόσον κάτι τέτοιο μπορεί να επαναληφθεί στις σημερινές συνθήκες και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο.
Η τρίτη λύση, αυτή της ‘ήπιας προσαρμογής’ του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε βάθος χρόνος είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο μειώθηκε το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, της Βρετανίας και των άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών σε σχέση με το ΑΕΠ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτός είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα σταθεροποίησε το λόγο χρέους προς ΑΕΠ στην περίοδο 1994-2007. Ωστόσο, η λύση αυτή έχει μία σημαντική προϋπόθεση. Για ένα μεγάλο διάστημα τα (ονομαστικά) επιτόκια των κρατικών ομολόγων θα πρέπει να είναι χαμηλότερα από το άθροισμα του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ και του πληθωρισμού. Στη μεταπολεμική περίοδο αυτό επετεύχθη διεθνώς μέσω της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης και της λεγόμενης ‘χρηματοπιστωτικής καταστολής’ (financial repression). Η τελευταία βασίστηκε σε ελεγχόμενες χρηματαγορές και περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων ώστε να διατηρηθούν τα επιτόκια χαμηλά. Στην περίπτωση της Ελλάδας στην περίοδο 1994-2007 αυτό επετεύχθη μέσω της μείωσης των επιτοκίων και την ανάκαμψης που προκλήθηκε από την προοπτική της ένταξης στην ευρωζώνη και κατόπιν από την ίδια την ένταξη. Σήμερα αυτό μπορεί να επιτευχθεί αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν οδηγηθεί σε σημαντική αύξηση των πραγματικών επιτοκίων στην προσπάθεια της να αντιμετωπίσει την αύξηση του πληθωρισμού και αν υιοθετηθούν νέα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της οικονομικής δραστηριότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ελλάδα άλλωστε έχει διασφαλίσει από το 2012 χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης μεγάλου μέρους του επίσημου εξωτερικού της χρέους για αρκετά χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό η κυβέρνηση να μην απεμπολήσει λόγω των κρίσεων τη μεταρρυθμιστική αναπτυξιακή πολιτική στη βάση της οποίας εξελέγη. Ιδιαίτερα καθώς μπαίνουμε σε μία νέα προεκλογική περίοδο. Μία δυναμική και διατηρήσιμη ανάκαμψη μετά την κρίση θα βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό και την αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους. Είναι όμως το ίδιο σημαντικό, όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας να συμβάλλουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό στην προώθηση όχι μόνο των άμεσων μέτρων στήριξης της οικονομίας εν μέσω της τελευταίας κρίσης, αλλά και των μεταρρυθμίσεων που είναι απαραίτητες μεσοχρόνια για μία δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
*καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, και πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.
**Το άρθρο αυτό βασίζεται και επεκτείνει την ανάλυση στο πρόσφατο βιβλίο του, Πριν και Μετά το Ευρώ: Οι Κύκλοι της Μεταπολίτευσης και η Ελληνική Οικονομία, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2021.