Η μεταπολίτευση συνεχίζεται

253

του Κώστα Μποτόπουλου*

Πολλές- κατά τη γνώμη μου, υπερβολικά πολλές, πολύ καθυστερημένες και συχνά υποκριτικές- προσδοκίες εναποτέθηκαν, από το πολιτικό σύστημα περισσότερο από ότι από το κοινωνικό σώμα, στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Η ιστορική σημασία και της δίκης και της απόφασης δεν αμφισβητείται, αλλά δεν μπορεί, και δεν πρέπει, αν θέλουμε το συλλογικό κέρδος να μην είναι πρόσκαιρο, να λειτουργήσει ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ.

Αυτό που κυρίως έφθασε να διακυβεύεται στην ετυμηγορία της Τετάρτης 7 Οτωβρίου 2020- ας κρατήσουμε την ημερομηνία- ήταν ο χαρακτηρισμός ή μη της οργάνωσης ως «εγκληματικής» κατά το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα και η ανατροπή ή όχι της πρότασης της Εισαγγελέως της έδρας, που είχε θεωρήσει τις αποδειχθείσες εγκληματικές ενέργειες «μεμονωμένες και όχι βάσει κεντρικού σχεδιασμού». Η απροσδόκητη και, νομικά αλλά και με βάση τα πραγματικά γεγονότα, αστήρικτη αυτή πρόταση μονοπώλησε το ενδιαφέρον και έφερε σε δεύτερη μοίρα τα δύο γενικότερα, και ίσως κρισιμότερα, κοινωνικά αγαθά που διακυβεύονταν: από δικαστική άποψη, ούτε λίγο, ούτε πολύ, το κύρος της ελληνικής Δικαιοσύνης και από πλευράς πολιτικών συνεπειών τη θέση της Χρυσής Αυγής- και παρακλαδιών της που είχαν εν τω μεταξύ αρχίσει να εμφανίζονται- οριστικά εκτός του θεσμικά αποδεκτού τοπίου. Με την ετυμηγορία του δικαστηρίου, και παρότι μένουν ακόμα να ανακοινωθούν σημαντικά στοιχεία, φαίνεται ότι δόθηκε η καλύτερη για τη δικαιοσύνη αλλά και για τη δημοκρατία κατάληξη: η Χρυσή Αυγή έχει πλέον και επίσημα τη στάμπα της «εγκληματικής οργάνωσης», πρώην βουλευτές θεωρήθηκαν συνένοχοι εγκλημάτων, ενώ έγινε αντιστοίχηση της δικαστικής με την πολιτική και τη διάχυτη κοινωνική ερμηνεία των γεγονότων. Μπορεί το αποτέλεσμα αυτό να το χρωστάμε στους τρεις δικαστές της έδρας- Μαρία Λεπενιώτη, Ανδρέα Ντόκο, Γεσθημανή Τσουλφόγλου- δεν θα είχε όμως καταστεί δυνατό χωρίς το θάρρος των πολιτικών που έσπασαν το απόστημα- Σαμαράς, Δένδιας-, των ανακριτών που ετοίμασαν τον φάκελο της κατηγορίας ξεπερνώντας τον σκόπελο του κουκουλώματος- Ευτέρπη Κουτζαμάνη, Ιωάννα Κλάπα, Μαρία Δημητροπούλου, Ισίδωρος Νογιάκος, Χαράλαμπος Βουρλιώτης- και βέβαια χωρίς το ανθρώπινο και ηθικό ανάστημα της Μάγδας Φύσσα. Η Δικαιοσύνη, θυμάται πάντα το μάθημα του πατέρα μου, έχει πρόσωπο και όνομα που του οφείλεται μνημόνευση.

Όμως αυτή η δίκη και το αποτέλεσμά τους δεν κλείνουν κανένα κύκλο. Αλίμονο αν, επειδή στο τέλος όλοι «συσπειρωθήκαμε», ξεχνούσαμε ή νομίσαμε ότι ξεμπερδέψαμε με μια σειρά από γεγονότα και τάσεις. Την εκλογική, αλλά και κοινωνική απήχηση που κάποια απέκτησε, και επί αρκετό διάστημα διατήρησε, η Χρυσή Αυγή, παρότι δεν έκρυψε ποτέ το χαρακτήρα της. Την έμμεση αλλά σαφή χρήση της από πολλές πολιτικές δυνάμεις, τόσο σε εξωκοινοβουλευτικό- στις πλατείες των «Αγανακτισμένων», αλλά και μέσω υπόγειων καναλιών εξουσίας- όσο και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο- για τη σύμπηξη «ευρύτερων πλειοψηφιών» σε ζητήματα όπως η απλή αναλογική, η οποία εφόσον περνούσε, θα δημιουργούσε ακριβώς τις συνθήκες για να μη φύγει ποτέ από τη Βουλή η Χρυσή Αυγή. Την αποδοχή, σχεδόν «κανονικοποίηση», από ένα σημείο και πέρα, από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και από τον «άνθρωπο της διπλανής πόρτας». Την απίστευτη καθυστέρηση -πεντέμισι χρόνια- της Δικαιοσύνης, την οποία κάθε άλλο παρά αντιπάλεψε ανυποχώρητα το πολιτικό σύστημα.

Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι επήλθε ξεκαθάρισμα, όχι όμως κάθαρση. Συλλογική ανακούφιση, που δεν δικαιολογεί λήθη. Γύρισμα σελίδας, όχι αλλαγή κεφαλαίου. Η νέα μεταπολίτευση θα έρθει όταν ξεριζωθεί όχι μόνο η ίδια η Χρυσή Αυγή, αλλά ο σπόρος που έσπειρε στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία. Ο σπόρος των «λύσεων» μέσω βίας, της χυδαιότητας, της αντιμετώπισης των αντίπαλων ως προδοτών και της πατρίδας ως λάφυρου, της περιφρόνησης των θεσμών και του κράτους δικαίου, δηλαδή της δημοκρατίας. Τίποτα από αυτά δεν μοιάζει οριστικά ξεπερασμένο, σε μια χώρα χτυπημένη από απανωτές κρίσεις και ασυμφιλίωτη με τον εαυτό της και τον ορθό λόγο.

*συνταγματολόγος