Από ό,τι φαίνεται, μόνο ένα μικρό ποσοστό των οικογενειών στην Ελλάδα ακολουθούν αυτούς τους κανόνες. Από όλες τις σχετικές έρευνες τεκμηριώθηκε ότι ένα πρότυπο ζωής με μεγαλύτερη κατανάλωση ενεργειακά πυκνών και πλούσιων σε λιπαρά τροφίμων (γλυκά, σακχαρούχα ροφήματα, σνακ), μικρότερη κατανάλωση φρούτων, χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, μικρότερη διάρκεια ύπνου και κατανάλωση χρόνου σε καθιστικές ασχολίες (τηλεόραση και άλλες οθόνες) είναι πιο συχνό σε παχύσαρκα παιδιά -πράγμα που, βέβαια, ισχύει και σε άλλες χώρες. Επιπλέον, το κοινωνικό περιβάλλον των παιδιών παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονέων, το είδος των τροφίμων που υπάρχουν διαθέσιμα στο σπίτι, οι επιρροές από το εκπαιδευτικό περιβάλλον και από τους συνομηλίκους (ειδικά στην εφηβεία), η έκθεση σε διαφημιστικά μηνύματα από τα ΜΜΕ, η πρόσβαση σε αθλητικούς χώρους ή σε αθλητικό εξοπλισμό, η εγγύτητα σε ανοιχτούς χώρους παιχνιδιού και άθλησης, το είδος των καταστημάτων τροφίμων στη γειτονιά αλλά και ο ρόλος άλλων ανθρώπων που συνεισφέρουν στη φροντίδα των παιδιών (παππούδες, γιαγιάδες) είναι όλοι εξαιρετικά σημαντικοί παράγοντες. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, σύμφωνα με έρευνα του 2010 (Moschonis et al., 2011) τα παιδιά τα οποία φροντίζουν κυρίως οι γιαγιάδες/παππούδες έχουν 53% μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν υπέρβαρα ή παχύσαρκα σε σχέση με αυτά που τα φροντίζουν κυρίως οι γονείς. Και, βεβαίως, υπάρχουν και πιο άμεσες συσχετίσεις. Όπως θα περίμενε κανείς, η παχυσαρκία των γονέων αυξάνει την πιθανότητα να γίνουν παχύσαρκα και τα παιδιά. Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ότι το 22,3% των παιδιών που έχουν γονείς με φυσιολογικό βάρος είναι παχύσαρκα ή υπέρβαρα -ένα ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από αυτό που συναντάμε σε άλλες χώρες σε παρόμοιες έρευνες (μόνο 6,5% σε Βέλγιο & Φινλανδία, ας πούμε).
Ένα σοβαρό αλλά ελάχιστα γνωστό πρόβλημα, δε, είναι η υποεκτίμηση του βάρους των παιδιών από τους γονείς τους. Το 88% των γονέων με παιδιά προσχολικής ηλικίας που είναι υπέρβαρα και το 55,8% των γονέων με παιδιά που είναι παχύσαρκα θεωρούν ότι το παιδί τους έχει φυσιολογικό σωματικό βάρος. Κάτι που βεβαίως δεν είναι μόνο ελληνικό χαρακτηριστικό -εμφανίζεται συχνά και σε άλλες χώρες.
Αλλά αυτοί δεν είναι οι μόνοι παράγοντες που επηρεάζουν το αν ένα παιδί θα γίνει υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Υπάρχουν και άλλοι, που δρουν από πολύ, πολύ νωρίτερα. Από ό,τι έχει τεκμηριωθεί απο πολλές έρευνες, παράγοντες όπως το υπερβάλλον σωματικό βάρος της μητέρας πριν από την εγκυμοσύνη, η υπέρμετρη αύξηση βάρους της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και το κάπνισμα της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (ενεργητικό ή παθητικό) παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη του παιδιού. Ένα παιδί είναι 2,6 φορές πιθανότερο να γίνει παχύσαρκο όταν η μητέρα του είναι παχύσαρκη πριν από την εγκυμοσύνη. Το 35% των Ελληνίδων μητέρων αυξάνουν το βάρος τους υπέρμετρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης -τα παιδιά τους έχουν διπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν παχυσαρκία από τα υπόλοιπα.
Το 11,5% των Ελληνίδων μητέρων δηλώνουν ότι κάπνιζαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Σύμφωνα με την έρευνα Feel4Diabetes, τα παιδιά που γεννιούνται από μητέρες που κάπνιζαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν 2,6 μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκα. Η συσχέτιση αυτή τεκμηριώνεται ακόμα και για το παθητικό κάπνισμα.
Μετά τη γέννηση, δε, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το αν ένα παιδί θα γίνει υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Βρέφη που γεννήθηκαν με βάρος υψηλότερο του φυσιολογικού έχουν 1,8 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκα ως παιδιά. Περίπου 10% των Ελληνίδων μητέρων θηλάζουν αποκλειστικά τους πρώτους έξι μήνες -τα παιδιά που τρέφονται έτσι σε αυτό το διάστημα έχουν 2 φορές μικρότερη πιθανότητα να γίνουν παχύσαρκα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Επιπλέον, τα παιδιά που αυξάνουν το σωματικό τους βάρος υπερβολικά γρήγορα στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής τους -πάνω από 1 στα 3 παιδιά στην Ελλάδα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία- έχουν τετραπλάσια πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας σε επόμενα στάδια.
Όλοι αυτοί οι “περιγεννητικοί” παράγοντες λειτουργούν συνδυαστικά. Κανένας από μόνος του δεν καθορίζει αποφασιστικά το τι θα συμβεί στο μέλλον ενός παιδιού, αλλά όλοι μαζί διαμορφώνουν ένα περιβάλλον στο οποίο οι πιθανότητες ένα παιδί να γίνει παχύσαρκο αυξάνονται ή μειώνονται ανάλογα με ό,τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τους πρώτους μήνες ζωής του. Έχει αναπτυχθεί ένας δείκτης που συνυπολογίζει την επίπτωση αυτών των παραγόντων, ο οποίος περιγράφεται αναλυτικά στο Κεφάλαιο 2 της μελέτης (σ. 79).
Όπως ισχύει και για τους υπόλοιπους παράγοντες, αν και ο ρόλος των περιγεννητικών παραγόντων είναι σημαντικός, δεν είναι ο μόνος, και γι’ αυτό η απόδοση ευθυνών σε μητέρες ή σε γονείς (ή σε γιαγιάδες, ή παππούδες) απομονώνοντας κάθε έναν από αυτούς τους παράγοντες ξεχωριστά είναι αναποτελεσματική και άδικη. Όλα τα επόμενα στάδια της ζωής του ανθρώπου, με κρισιμότερη την εφηβεία και το διάστημα μετά την ενηλικίωση, επηρεάζουν επίσης το φαινόμενο με πολύπλοκους και αλληλοσυμπληρώμενους τρόπους.
Αξίζει, δε, να κρατάμε και αυτά τα στοιχεία στο μυαλό μας:
- Τα παχύσαρκα παιδιά έχουν πέντε φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνουν παχύσαρκοι ενήλικες απ’ ό,τι τα παιδιά με φυσιολογικό σωματικό βάρος.
- Το 70% των παχύσαρκων εφήβων εξακολουθούν να είναι παχύσαρκοι και μετά τα 30.
Αλλά, παράλληλα,
- Το 70% των παχύσαρκων ενηλίκων δεν ήταν παχύσαρκοι ως παιδιά.
|