Του Κωνσταντίνου Σταμπολή
Την ερχόμενη Δευτέρα (25/1/2021) η Ελλάδα προσέρχεται στις λεγόμενες «διερευνητικές επαφές» με την Τουρκία σε συνάντηση αντιπροσωπειών στην Κωνσταντινούπολη. Η συνάντηση έρχεται δήθεν ως αποκλιμάκωση μιας έντονης περιόδου αντιπαράθεσης τους τελευταίους μήνες, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στον ευρύτερο Αιγαιακό χώρο, με το ερευνητικό σκάφος Ορούτς Ρέις και τα συνοδεύοντα αυτό τουρκικά πολεμικά πλοία να έχουν κυριολεκτικά αλωνίσει την περιοχή εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας: δηλαδή νότια και νοτιοδυτικά της Ρόδου και του Καστελόριζου και μέχρι τη νότια και νοτιοανατολική πλευρά της Κρήτης, περιοχές στις οποίες η Ελλάδα επιθυμεί να ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα πλην όμως δεν τις έχει κατοχυρώσει ως όφειλε μέσω της επίσημης ανακήρυξης ΑΟΖ και την δημοσίευση σχετικών χαρτών (βλέπε σχετικό άρθρο μας «Σε αχαρτογράφητα ύδατα» στην ελληνική έκδοση του Foreign Affairs, Τεύχος 67, Δεκέμβριος 2020-Ιανουάριος 2021, σελ. 44-56).
Σε αντίθεση με προηγούμενες φορές που η Ελλάδα κάθισε στο ίδιο τραπέζι με την Τουρκία για να συζητήσει τις διαφορές στο Αιγαίο, σήμερα το όλο σκηνικό είναι τελείως διαφορετικό και εκ προμελέτης οριοθετημένο από την Άγκυρα, με την Αθήνα να προσπαθεί με μεγάλη δυσκολία να πείσει την διεθνή κοινότητα για τα δίκαιά της και για τις καλές της προθέσεις. Ο δε θόρυβος όσο και το αρνητικό κλίμα που έχει σκόπιμα καλλιεργηθεί από την Άγκυρα γύρω από την έναρξη του νέου γύρου Διερευνητικών Επαφών (προηγήθηκαν 60 γύροι μεταξύ 2003 και 2016) δίδουν την εσφαλμένη εικόνα ότι η Ελλάδα προσέρχεται (στην Κωνσταντινούπολη) σε διαπραγματεύσεις έχουσα υποστεί συντριπτική ήττα μετά από πολεμική σύρραξη στο Αιγαίο.
Η αντίθεση μεταξύ της προσέγγισης των δυο χωρών στον νέο γύρο επαφών δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο εμφανής. Με την Ελλάδα, μέσα από σχεδόν καθημερινές δηλώσεις και συνεντεύξεις τόσο του πρωθυπουργού όσο και του ΥΠΕΞ, Νίκου Δένδια, να έχει ξεκαθαρίσει ότι το μόνο θέμα για το οποίο είναι έτοιμη να συζητήσει είναι ο προσδιορισμός των «θαλασσίων ζωνών», δηλ. της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, και με την Τουρκική πλευρά να αποδέχεται φαινομενικά το προτεινόμενο από την Ελλάδα πλαίσιο διαλόγου, αλλά μέσω συστηματικών διαρροών και πολλαπλών δημοσιευμάτων να δηλώνει urbi et orbit ότι η ατζέντα των διερευνητικών επαφών θα περιλαμβάνει τα πάντα: από τις γκρίζες ζώνες, δηλ. την αμφισβήτηση επί της κυριότητας νήσων και βραχονησίδων, την αποστρατικοποίηση των νήσων του ανατολικού Αιγαίου, τον καθορισμό περιοχών έρευνας και διάσωσης, ασφαλώς τα χωρικά ύδατα (δηλ. αμφισβήτηση του δικαιώματος της Ελλάδας για επέκταση στα 12 ν.μ. βάσει του διεθνούς δικαίου), και ακόμα και θέματα που αφορούν τη μουσουλμανική μειονότητα στην Θράκη.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που ο «διάλογος» δεν επιστατείται από τις ΗΠΑ αλλά γίνεται με την παρότρυνση της ΕΕ και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Πλην όμως, το πλαίσιο που έχει επιλεγεί, (δηλαδή συζήτηση επί της διαδικασίας) δεν υπόσχεται άμεσα αποτελέσματα αφού εξυπηρετεί κυρίως την στρατηγική της Τουρκίας η οποία για λόγους τακτικής επιχειρεί (προσωρινά) φιλοευρωπαϊκή στροφή έως τον Μάρτιο οπότε και η ΕΕ θα συζητήσει σοβαρά την επιβολή κυρώσεων. Το υιοθετηθέν μοντέλο απευθείας διαλόγου, με τους Ευρωπαίους στην άκρη «απαθείς και ουδέτερους», είναι a priori ναρκοθετημένο αφού σε περίπτωση που ναυαγήσουν οι συνομιλίες θα χρεωθεί στην Ελλάδα η ευθύνη. Γι’ αυτό, όπως έχουμε επανειλημμένα, μέσω δημοσιευμάτων μας, παρατηρήσει, η Ελλάδα δεν έχει ουδένα απολύτως λόγο να είναι επισπεύδουσα σε «διάλογο» σε αυτή την φάση.
Η Τουρκία του 2021 δεν είναι ασφαλώς η ίδια χώρα που ήτο το μακρινό 2003 όταν ξεκίνησε ο πρώτος γύρος επαφών με αρκετή τότε δόση αισιοδοξίας για την εξεύρεση ενός modus vivendi στο Αιγαίο. Υπάρχουν δύο ειδοποιοί διαφορές. Πρώτον, η σημερινή Τουρκία μετά από 15 χρόνια αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης και κοσμογονικών πολιτικών αλλαγών στο εσωτερικό της έχει ενστερνισθεί πολύ ισχυρές γεωστρατηγικές επιδιώξεις καθώς υπό την σημαία του νεο-ισλαμισμού, και με την διαρκή κινητοποίηση του στρατιωτικού της μηχανισμού, ευρίσκεται σε φάση γεωγραφικής επέκτασης (βλέπε Συρία, Αρμενία), εποικισμού (Λιβύη, Σομαλία, Αιθιοπία) και προσάρτησης (Βόρειος Κύπρος) και εξάσκηση γεωπολιτικής επιρροής στον ευρύτερο Μεσογειακό χώρο αλλά και στην Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Απώτερος στόχος, καθώς θα πλησιάζει στην επέτειο των 100 ετών από την ίδρυση του Τουρκικού κράτους το 2023, η ανάδειξη της ισλαμικής Τουρκίας ως μεγάλης και ανεξάρτητης περιφερειακής δύναμης, με ταυτόχρονη ίδρυση της Τουρκικής Ομοσπονδίας υπό τη μορφή κοινοπολιτείας και της δημιουργίας ζώνης ελεύθερου εμπορίου και οικονομικών συναλλαγών (βλέπε Energia.gr – Ενεργειακό Στίγμα, 17/10/2020, Η Ενέργεια Αποτελεί την Βάση του Nεο-οθωμανικού Oράματος του Ερντογάν).
Δεύτερον, μέσα από μια πρωτοφανή κινητοποίηση τα τελευταία δύο χρόνια, και έχοντας επενδύσει σοβαρά ποσά (σχεδόν 1,5 δισ. ευρώ) σε έρευνες υδρογονανθράκων, η Τουρκία έχει καταφέρει να αμφισβητήσει έμπρακτα και σε διαρκή βάση τόσο τα κυπριακά όσο και τα ελλαδικά κυριαρχικά δικαιώματα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο: στην Κύπρο με την διεξαγωγή σεισμικών ερευνών αλλά και γεωτρήσεων εντός της ΑΟΖ της Μεγαλονήσου, στην δε Ελλάδα μέσω της διεξαγωγής εκτενών σεισμικών ερευνών επί της υφαλοκρηπίδας της και εντός της υφιστάμενης, πλην μη δηλωθείσας, ΑΟΖ της (βλέπε έρευνες Ορούτς Ρέις νότια και νοτιοδυτικά της Ρόδου και του Καστελόριζου το καλοκαίρι του 2020), όπως επίσης με την Άγκυρα να έχει προχωρήσει ακόμα ένα βήμα πιο πέρα με τον προσδιορισμό δικής της ΑΟΖ , υφαρπάζοντας μεγάλο μέρος της Ελληνικής τοιαύτης, και «νομιμοποιώντας» την μέσω του τουρκο-λιβυκού μνημονίου (Δεκέμβριος 2019) που έχει κατατεθεί επίσημα στα Ηνωμένα Έθνη.
Έναντι του δυναμισμού και της αναπάντητης (από την διεθνή κοινότητα) προκλητικότητας της Τουρκίας, η Ελλάδα προσέρχεται στον «διάλογο» εκούσα άκουσα και μάλλον αποδυναμωμένη αφού επί του πεδίου έχει να επιδείξει μόνο περιορισμένα «εδαφικά κέρδη». Ναι μεν απέκρουσε επιτυχώς την υποκινούμενη από την Άγκυρα μεταναστευτική εισβολή στον Έβρο (Φεβρουάριος 2020) και παρενόχλησε συστηματικά την τουρκική αρμάδα στην θαλάσσια ζώνη μεταξύ Κύπρου, Ρόδου και Κρήτης (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2020), πλην όμως δεν απέτρεψε την Τουρκία από την διεξαγωγή συστηματικών ερευνών εντός της εν δυνάμει Ελληνικής ΑΟΖ. Η δε πολυδιαφημισμένη αλλά στην ουσία κολοβή (και πρακτικά μη εφαρμόσιμη) συμφωνία οριοθετήσης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου κάθε άλλο παρά εμπόδισε την Άγκυρα από το να συνεχίσει τις έκνομες ενέργειές της σε όλη την ανωτέρω θαλάσσια περιοχή.
Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο, και πρόσφατα στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι ότι η μεν Τουρκία δραστηριοποιείται στην περιοχή βάσει ενός καλά οργανωμένου σχεδίου που έχει στο επίκεντρό του τις έρευνες υδρογονανθράκων και άρα εκ των πραγμάτων έχει συγκεκριμένους στόχους, ενώ η Ελλάδα χωρίς στην ουσία να έχει οριοθετημένες και γνωστές σε όλους θαλάσσιες ζώνες, δηλαδή ΑΟΖ, δίδει μάχη χαρακωμάτων προσπαθώντας να πείσει την διεθνή κοινότητα για την τουρκική προκλητικότητα και τις έκνομες ενέργειες. Η δε απαξίωση, από την κυβέρνηση, του ρόλου και της σημασίας των υδρογονανθράκων υπό την επήρεια των πράσινων οραμάτων του ευρωπαϊκού κονκλαβίου, και υπό τα έωλα επιχειρήματα προοδευτικών οικονομολόγων περί δήθεν παγιδευμένων και οικονομικά ασύμφορων να αναπτυχθούν κοιτασμάτων (stranded assets), έχει οδηγήσει την ελληνική πλευρά σε βασικά λάθη στρατηγικής. Για αυτό και έχει απεμπολήσει την οριοθέτηση νότια της Κρήτης, καθ’ όλο το μήκος της (από το πλέον ανατολικό έως το πλέον δυτικό άκρο), που πραγματοποιήθηκε με τον πλέον επίσημο τρόπο το 2011 και το 2014 στο πλαίσιο των διεθνών διαγωνισμών που διεξήχθησαν τότε για έρευνες υδρογονανθράκων.
Όπως έχουμε επισημάνει κατ´ επανάληψη (βλέπε λχ. άρθρο μας στην Καθημερινή, Εθνικά Συμφέροντα και Έρευνες Υδρογονανθράκων Πάνε Μαζί, 11 Αυγούστου 2019) η αξιοποίηση του πολύ υπαρκτού και αξιόλογου υδρογονανθρακικού δυναμικού που διαθέτει η χώρα έχει διττή σημασία. Αφ´ ενός η ανακάλυψη και παραγωγή θα μπορέσει να εξασφαλίσει τις σημαντικές ποσότητες φυσικού αερίου που έχει ανάγκη η χώρα (με την κατανάλωση να έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 50% τα τελευταία τέσσερα χρόνια ενώ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω καθώς η χώρα κινείται σε τροχιά απολιγνιτοποίησης) ενισχύοντας παράλληλα την ενεργειακή ασφάλεια, και αφ´ ετέρου η απαιτούμενη συστηματική έρευνα υποχρεώνει την Ελλάδα να οριοθετήσει θαλάσσια τεμάχια, να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 νμ (όπου αυτό είναι γεωγραφικά εφικτό) και να ορίσει ΑΟΖ. Ας μην ξεχνάμε ότι από το 2011 η Ελλάδα έχει ορίσει άτυπα τα εξωτερικά όρια της ΑΟΖ της στην Δυτική Ελλάδα και νότια της Κρήτης και από το 2014, στο πλαίσιο του Β Διεθνούς Γύρου Παραχωρήσεων, έχει οριοθετήσει επίσημα θαλάσσια ερευνητικά τεμάχια στην ίδια περιοχή.
Όμως, η σημερινή επίσημη θέση της κυβέρνησης στο πλαίσιο της επικείμενης διαπραγμάτευσης εμφανίζεται να αγνοεί παντελώς την ανωτέρω πραγματικότητα. Κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα στον καθορισμό της τμηματικής ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, αφού δεν ελήφθη καθόλου υπ’ όψη η ήδη υπάρχουσα επίσημη οριοθέτηση δυτικά της συμφωνηθείσας γραμμής. Ουσιαστικά η ελληνική αντιπροσωπεία μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιανουαρίου με την ουρά υπό τα σκέλη αφού ακόμα και στο θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 νμ στην ηπειρωτική χώρα αυτή παραδόξως σταμάτησε στο Ακρωτήριο Ταίναρο, με την κυβέρνηση να θεωρεί ότι η συμπερίληψη της Αττικής, της Στερεάς, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης -για να μην ομιλήσουμε για την Κρήτη- θα θεωρείτο προκλητική ενέργεια έναντι της Τουρκίας: το διαχρονικό φοβικό σύνδρομο των Αθηνών σε όλο του το μεγαλείο!
Με την κυβέρνηση να έχει βάλει για καλά στην άκρη το θέμα της αξιοποίησης των υδρογονανθράκων -παρά το γεγονός ότι έχει 13 ενεργές παραχωρήσεις και παραχωρησιούχους μερικές από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες του κόσμου- στο πλαίσιο μιας κακώς εννοούμενης «πράσινης ανάπτυξης», και η οιαδήποτε αναφορά στις έρευνες να προκαλεί έντονη δυσφορία σε πολλά κυβερνητικά στελέχη, η Ελλάδα έχει υποσκάψει τις όποιες προοπτικές διεκδίκησης εθνικού θαλάσσιου χώρου σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο αφού στην πράξη στερείται σοβαρών κινήτρων.
Ας μην έχουμε λοιπόν αυταπάτες ότι προσερχόμενοι σε τέτοιου είδους συναντήσεις (με λάθος σχήμα διαπραγμάτευσης) και με αυτό το υπόβαθρο θα καταφέρουμε να διασφαλίσουμε επ’ ωφελεία μας οριοθέτηση. Έχοντας απέναντι μια αναθεωρητική και κινούμενη επιθετικά Τουρκία, εκτός πλαισίου του Διεθνούς Δικαίου, η Ελλάδα θα έπρεπε προ πολλού να έχει υιοθετήσει τελείως διαφορετική στρατηγική εγκαταλείποντας την μέχρι σήμερα πιστά ακολουθούμενη από όλες τις κυβερνήσεις -μηδέ της παρούσας εξαιρουμένης- κατευναστική πολιτική.
Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition
Πηγή: foreignaffairs.gr