Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και διεθνή χρηματοοικονομική εμπειρία έχει αλλά και με ευχέρεια μπορεί να παρακολουθεί τον διεθνή οικονομικό Τύπο. Κατά συνέπεια όχι μόνον είναι ενήμερος των τεκταινόμενων στη διεθνή οικονομία, αλλά μπορεί να κάνει και ασφαλέστερες εκτιμήσεις ως προς τις λειτουργίες και τους πιθανούς προσανατολισμούς της. Ιδιαίτερα δε στη σημερινή λόγω COVID-19 κρίσιμη συγκυρία. Στο πλαίσιο
της οποίας η εκτύπωση και κυκλοφορία χρήματος, παγκοσμίως, αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της.
Γνωρίζει προφανώς ο κύριος πρωθυπουργός τον βαθμό υποχρέωσης της παγκόσμιας οικονομίας και βλέπει ότι η Ελλάδα ως προς τη σχέση χρέους/ΑΕΠ είναι ίσως η πρώτη στον κόσμο σε κατά κεφαλήν δημόσιο και ιδιωτικό χρέος.
Αμφότερα έχουν ξεπεράσει τα 530 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι κάθε Έλληνας οφείλει με το καλημέρα πάνω από 50.000 ευρώ, ήτοι ανέτως περισσότερες από δύο φορές το ετήσιο εισόδημά του. Στη βάση αυτών των δεδομένων, ποια έννοια έχει η πρόσφατη πρωθυπουργική ανακοίνωση ότι η Ελλάδα δανείζεται με πολύ χαμηλό επιτόκιο; Αποτελεί ειδική επίδοση επιτυχίας; Αν αυτό νομίζει ο κ. πρωθυπουργός, τότε ας προσέξει πολύ. Η παγίδα του χρέους τον περιμένει ορθάνοιχτη και μπορεί ξαφνικά να τον καταπιεί. Και τούτο διότι ο φθηνός δανεισμός της χώρας δεν οφείλεται στην αξιοπιστία της, στον βαθμό που υπονοεί ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο έμπειρος περί τα χρηματοοικονομικά οικονομολόγος Θεοδόσης Μπουντουράκης, η βασικότερη πηγή του ελληνικού φθηνού δανεισμού είναι το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Η τελευταία, ως γνωστόν, έχει μειώσει το βασικό επιτόκιο στο -0,50% και στην ουσία τιμωρεί την αποταμίευση, στη βάση μιας κεϋνσιανής λογικής ενίσχυσης της κατανάλωσης. Με διαφορετικά λόγια, αντί να πληρώνει κάποιο τόκο στους αποταμιευτές, τους βάζει να πληρώνουν πρόστιμο! Εκτός και αν ρίξουν την αποταμίευση τους στην αγορά.
Κατά τον Θεοδ. Μπουντουράκη, η ΕΚΤ, με την τακτική της, κάνει τα τραπεζικά δάνεια φθηνότερα, ώστε να παρακινείται ο πολίτης να καταναλώσει. Και το ερώτημα είναι όμως, να καταναλώνει τι ακριβώς; Άμεσα ή διαρκή για παράδειγμα καταναλωτικά αγαθά και ποια συγκεκριμένα; Στο επίπεδο αυτό το πράγματα περιπλέκονται. Διότι η κατανάλωση αρκετών αγαθών στον αναπτυγμένο κόσμο όπως προκύπτει από σωρεία μελετών και ερευνών αγοράς, έχει κορεστεί. Παράλληλα όμως αλλάζει και η φύση της κατανάλωσης, γεγονός που «διαφεύγει της προσοχής» αρκετών πολιτικών και οικονομολόγων. Μήπως, λοιπόν, τα αρνητικά επιτόκια αντί την κατανάλωση ευνοούν και προάγουν την προσοδοθηρία; Μήπως το χρήμα αυτό αντί να πηγαίνει στην κατανάλωση τροφοδοτεί χρηματοοικονομικές φούσκες;
Μήπως, λόγου χάρη, το χρήμα που η ΕΚΤ ρίχνει στην αγορά μέσω διαφόρων μηχανισμών επαναγοράς ομολόγων, αντί να ανεβάζει την κατανάλωση επενδύεται στην αγορά ομολόγων ανεβάζοντας τις τιμές τους και πιέζοντας τις αποδόσεις τους;
Το ίδιο συμβαίνει και με τα Χρηματιστήρια τα οποία έχουν ανέβει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μεγάλης επενδυτικής φούσκας. Και όσο μεν τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά και το χρήμα ρέει άφθονο στην αγορά, ελέω ΕΚΤ, η φούσκα συντηρείται. Τι θα γίνει όμως αν κάποια στιγμή εμφανισθεί πληθωρισμός και θα πρέπει να αυξηθούν τα επιτόκια; Τότε η φούσκα θα σκάσει και όποιος προλάβει θα μπει στο τρένο…
Όσο για τους «άλλους», όπως ο Γκοντό, θα περιμένουν τον επόμενο συρμό, ίσως επ’ αόριστον.
Ας σημειωθεί επίσης ότι σε σύγκριση με το λεγόμενο περιθώριο των ομολόγων έναντι του γερμανικού bund, που φέρει μηδενικό επενδυτικό κίνδυνο, η Ελλάδα δανείζεται ακριβότερα από ό,τι οι άλλες μεσογειακές χώρες. Δεν συντρέχει συνεπώς λόγος να επαιρόμεθα για τον ευνοϊκό δανεισμό, όσο και αν αυτός είναι θετικός στην παρούσα φάση της πανδημίας. Από την άλλη πλευρά η ενίσχυση της δανειακής ψυχολογίας σε μια χώρα απελπιστικά υπερχρεωμένη, με επτά πτωχεύσεις στο παθητικό της μέσα σε 200 χρόνια και ασθενή παραγωγική βάση, είναι ό,τι το χειρότερο, όταν απαιτείται γενναία μεταρρυθμιστική αντίληψη.
Κατά τα άλλα, υπό το φως τελευταίων εξελίξεων στο μέτωπο της κακοκαιρίας, που έπληξε τη χώρα, θεωρούμε ατυχές να προβάλλεται η αξιοπιστία ενός πελατειακού κράτους, το οποίο με αφορμή μια προαναγγελθείσα χιονόπτωση, άφησε χωρίς ρεύμα και νερό επί δύο με τρεις ημέρες κάποιες χιλιάδες συμπολίτες μας. Και αυτό συνέβη μόλις 25 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας! Όλα τα είχε η Μαριορή τα φθηνά δανεικά της έλειπαν…
*(Από τη Ναυτεμπορική)
Πηγή: energia.gr