Του Αριστείδη Χατζή*
Στις πρώτες προγραμματικές δηλώσεις του, πριν από τέσσερα χρόνια, ο πρωθυπουργός είχε υποσχεθεί μια νέα αρχή στην πολιτική ζωή, το κλείσιμο του κύκλου της κρίσης, την απελευθέρωση των δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας, αξιοκρατία, μερίδιο όλων στην ευημερία, προστασία των εργαζομένων, βελτίωση της δημόσιας υγείας.
Η κυβέρνησή του σε κάποιους τομείς τα πήγε άσχημα (ζητήματα κράτους δικαίου), σε κάποιους άλλους άντεξε στην πίεση και απέδωσε ικανοποιητικά, αν και όχι όσο θα μπορούσε (υγεία, παιδεία, οικονομία), και σε άλλους τα πήγε πολύ καλά (θέση της Ελλάδας στον κόσμο, ψηφιοποίηση κράτους). Επένδυσε αρκετά στα συντηρητικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας. Πέτυχε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη του μέσου ελληνικού νοικοκυριού, που δεν θέλει άλλους μετανάστες, απεχθάνεται τους «μπαχαλάκηδες» και φοβάται τον Ερντογάν. Η κυβέρνηση έκανε επιτυχημένες κινήσεις στην εξωτερική πολιτική (κυρίως την τολμηρή αλλά ορθή στάση στο Ουκρανικό), έκανε εντυπωσιακούς εξοπλισμούς, προσπάθησε να εμποδίσει τις μεταναστευτικές ροές και επέτρεψε την αύξηση της αστυνομικής βίας. Επειτα από μια περίοδο διάλυσης, η επιστροφή ενός ισχυρού κράτους αντιμετωπίστηκε θετικά από τους ψηφοφόρους.
Η κατηγορία για ορμπανοποίηση δεν είναι απλώς υπερβολική, είναι ανόητη, αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως το κράτος δικαίου δέχτηκε μεγάλα πλήγματα (παρακολουθήσεις, ζητήματα δικαστικής ανεξαρτησίας, επαναπροωθήσεις). Αλλά, δυστυχώς, τα πλήγματα στο κράτος δικαίου αποτελούν τον κανόνα στην πρόσφατη πολιτική ιστορία από κυβερνήσεις που δεν τους αρκούσε η διακυβέρνηση, αλλά ήθελαν να ελέγξουν απολύτως και όλους τους αρμούς της εξουσίας. Αυτή η ισχυρή κυβέρνηση είχε απέναντί της μια αξιωματική αντιπολίτευση που πίστεψε πως θα μπορούσε να κάνει παρόμοια αντιπολίτευση με εκείνη της περιόδου 2010-15. Ή, μάλλον, χυδαιότερη από αυτήν. Διότι στον καιροσκοπισμό και στη δημαγωγία προστέθηκε μια πρωτοφανής τοξικότητα, που έγινε μπούμερανγκ.
Η κυβέρνηση ήταν, λοιπόν, επιτυχημένη, αλλά λιγότερο φιλελεύθερη απ’ όσο θα μπορούσε να είναι. Ομως, τι άλλο μετράει στην πολιτική εκτός από το αποτέλεσμα; Αλλά αυτή είναι μια θλιβερά μυωπική αντίληψη. Στην ελληνική πολιτική ζωή, δεν είναι ασυνήθιστο, ιδίως μετά το 1974, ένας πρωθυπουργός να κερδίζει δύο θητείες, να θριαμβεύει στη δεύτερη εκλογή. Η υστεροφημία του, ωστόσο, καθορίζεται πάντοτε από τον τρόπο που θα ολοκληρώσει τη δεύτερη θητεία του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να είναι ο ηγέτης ενός συντηρητικού κόμματος, αλλά από την αρχή της καριέρας του δηλώνει φιλελεύθερος. Τι θα πρέπει να κάνει, λοιπόν, στη δεύτερη θητεία του, ένας πραγματικός φιλελεύθερος;
1. Να θεραπεύσει τις πληγές του κράτους δικαίου. Να ελεγχθεί απολύτως το βαθύ κράτος, ιδίως η ΕΥΠ και η αστυνομία. Να προστατευθεί η δικαστική ανεξαρτησία. Να πάψει η διαπλοκή των ΜΜΕ με την κυβέρνηση.
2. Να αντιµετωπίζονται οι πρόσφυγες και οι μετανάστες με βάση τις αρχές του διεθνούς δικαίου και του ανθρωπισμού.
γ. Να αναγνωριστεί άµεσα ο πολιτικός γάμος των ομόφυλων ζευγαριών και να τους δοθεί το δικαίωμα στην τεκνοθεσία.
4. Να απελευθερωθεί η ελληνική οικονομία από την υπερρύθμιση και την υπερφορολόγηση. Να συγκρουστεί η κυβέρνηση με τα ισχυρά καρτέλ και τις πανίσχυρες ομάδες πίεσης, που εμποδίζουν το άνοιγμα των αγορών και νοθεύουν τον ανταγωνισμό, πλήττοντας τον καταναλωτή.
5. Να προστατεύσει τους οικονοµικά αδύναμους ενισχύοντας τη δημόσια παιδεία και την υγεία, εξασφαλίζοντας ισότητα ευκαιριών και μια κοινωνία αλληλεγγύης.
6. Να αναθεωρηθεί το ελληνικό Σύνταγμα και να καταργηθούν παρωχημένα άρθρα, όπως το χουντικής έμπνευσης άρθρο 16.
Η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι σπάνια στην ελληνική πολιτική ιστορία, αποτελεί μια μεγάλη παγίδα ακόμη και για τον ισχυρότερο χαρακτήρα. Από την άλλη, ωστόσο, έχει την εμπειρία και την ιστορική γνώση για να αντιληφθεί πως αυτή η κυριαρχία τού δίνει το δικαίωμα και την ευκαιρία να είναι τολμηρός, ριζοσπάστης, πραγματικός εκσυγχρονιστής, γνήσιος φιλελεύθερος. Μπορεί να βάλει τη σφραγίδα του σ’ έναν από τους θριάμβους της ελληνικής ιστορίας, όπως τους τυποποίησε ο Στάθης Καλύβας. Είμαι βέβαιος πως αυτό επιθυμεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά θα δούμε αν θα έχει την αντοχή να το πετύχει.
*Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή: kathimerini.gr