Η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα σύγχρονο κανονιστικό πλαίσιο και ικανή δημόσια διοίκηση, με γρήγορες αποφάσεις και αποτελεσματικές λειτουργίες. Αυτά είναι και τα βασικά αιτήματα των φορέων επιχειρηματικότητας της χώρας από το κράτος και τη δημόσια διοίκηση
του Γιώργου Μέργου*
Οι «οριζόντιες» μεταρρυθμίσεις είναι κρίσιμες για την άρση των εμποδίων και την δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Όμως, οι μεγαλύτερες ευκαιρίες για ανάπτυξη παρουσιάζονται σε εξωστρεφείς κλάδους που μπορούν να ωφεληθούν τα μέγιστα από την αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η επιτροπή Πισσαρίδη έχει επισημάνει τις εξής προτεραιότητες για την ανάπτυξη της οικονομίας: εξωστρέφεια, επενδύσεις, τεχνολογία, ψηφιοποίηση, πράσινη ανάπτυξη, μείωση φόρων, αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων και κοινωνική συνοχή, που εξειδικεύονται σε 15 άξονες δράσης. Μια γενική παρατήρηση που αφορά ολόκληρο τον παραγωγικό ιστό της χώρας είναι ότι παρά την δεκαετή δημοσιονομική κρίση και τρία μνημόνια, η προώθηση των μεταρρυθμίσεων βρίσκει ακόμα σημαντικές αντιστάσεις. Αν και η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν εξαιρετικά μεγάλη, η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια της οικονομίας θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερη, με προφανή οφέλη για όλους τους κλάδους, αν προχωρούσαν οι μεταρρυθμίσεις στην λειτουργία του δημοσίου τομέα και στην αγορά εργασίας. Κεντρικοί στόχοι του αναπτυξιακού «σχεδίου Πισσαρίδη» είναι η ενίσχυση της παραγωγικότητας και των εξαγωγών, η διασύνδεση παραγωγής και τεχνολογίας με την προώθηση των μεταρρυθμίσεων σε κρίσιμους τομείς, όπως η δημόσια διοίκηση, η παιδεία, η υγεία και η δικαιοσύνη.
Η υψηλή ανεργία που άφησε πίσω της η δημοσιονομική κρίση είναι κυρίως διαρθρωτική και συνδέεται με τα προβλήματα στη λειτουργία της αγοράς εργασίας και τις αδυναμίες στην ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου. Το ποσοστό απασχόλησης παραμένει χαμηλό σε σύγκριση με τις άλλες χώρες και υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στην εξεύρεση εργαζομένων με επιθυμητές δεξιότητες. Αυτό πιθανότατα συνδέεται και με τις γνωστές αδυναμίες της τεχνικής εκπαίδευσης.
Σημαντική αιτία της μειωμένης ανταγωνιστικότητας της οικονομίας είναι η επάρκεια του θεσμικού πλαισίου και της δημόσιας διοίκησης. Οι βαθύτερες αιτίες των δίδυμων ελλειμμάτων έχουν θεσμικά, πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Αυτές είναι οι χρόνιες αιτίες που αναπαράγουν παθογένειες. Οι παθογένειες αυτές δεν έχουν σχέση με την κρίση, αλλά απλά έκαναν την Ελλάδα πιο ευάλωτη στην κρίση και τελικά την οδήγησαν στην αδυναμία αναχρηματοδότησης του χρέους της και στα μνημόνια. Η ποιότητα της δημόσιας διοίκησης και των υπηρεσιών προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις είναι προβληματική.
Η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα σύγχρον κανονιστικό πλαίσιο και ικανή δημόσια διοίκηση, με γρήγορες αποφάσεις και αποτελεσματικές λειτουργίες. Αυτά είναι και τα βασικά αιτήματα των φορέων επιχειρηματικότητας της χώρας από το κράτος και την δημόσια διοίκηση. Η σημερινή κρίση της COVID- 19 ήδη προώθησε την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και της εκπαίδευσης σε βαθμό που ήταν αδιανόητος πριν έξι μήνες. Αυτό απέδειξε ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις και οι αλλαγές που χρειάζεται η οικονομία στην φορολογία, την αγορά εργασίας, στο ασφαλιστικό σύστημα και στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια είναι ρεαλιστικές και εφικτές. Η διεθνής αναγνώριση της επιτυχημένης αντιμετώπισης της πανδημίας του COVID- 19 αποτελεί απόδειξη ότι η δημόσια διοίκηση μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και σημαντική αναβάθμιση του brand name της χώρας διεθνώς και οικονομική παρακαταθήκη, συμβάλλοντας στην κατεύθυνση της εξωστρέφειας της οικονομίας.
Μια ακόμη παρατήρηση που αφορά ολόκληρο τον παραγωγικό ιστό της χώρας είναι ότι η οικονομία χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό των οικονομικών μονάδων, δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον και αδυναμίες στις λειτουργίες της φορολογικής διοίκησης, του ασφαλιστικού συστήματος και της αγοράς εργασίας. Το μικρό μέγεθος επιχειρήσεων χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία στο σύνολό της, σε όλους τους τομείς, στη μεταποίηση, στις υπηρεσίες, στον τουρισμό, αλλά και στον πρωτογενή τομέα. Η Ελλάδα ευρίσκεται στην κορυφή της Ευρώπης στην αυτοαπασχόληση, μάλιστα με διαφορά (29,5%) έναντι της Ιταλίας που ακολουθεί (21,5%) και κατά πολύ σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (14%). Το 90% σχεδόν των ελληνικών επιχειρήσεων, σε όλους τους κλάδους, (μεταποίηση, υπηρεσίες, τουρισμός και πρωτογενής τομέας) σύμφωνα με στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ απασχολεί μέχρι 10 εργαζομένους. Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες του φαινομένου και θα ήταν σκόπιμο να γίνουν ενδελεχείς μελέτες για την αντιμετώπισή του. Η παρούσα κρίση πιθανότατα θα οδηγήσει σε αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης αφού μεγάλος αριθμός παραγωγικών μονάδων ευρίσκεται στα όρια της επιβίωσης. Όμως, η Ελλάδα χρειάζεται μια ενεργητική πολιτική που θα οδηγήσει σε μεγέθυνση των οικονομικών μονάδων, την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ μονάδων στην αλυσίδα αξίας, την αύξηση των επενδύσεων και την προώθηση της τεχνολογικής τους αναβάθμισης. Μόνο μεγάλες παραγωγικές μονάδες, τεχνολογικά και οργανωτικά σύγχρονες, μπορούν να ανταγωνισθούν στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και να δημιουργήσουν σύγχρονες δομές, με πλήρη συμμόρφωση ταυτόχρονα στην φορολογική, εργατική και περιβαλλοντική νομοθεσία. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Μεγάλη ευκαιρία για την αναθεώρηση του παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας αποτελούν το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Next Generation EU», οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ. Οι πόροι αυτοί μετατρέπουν την τεράστια πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη λόγω της πανδημίας σε ευκαιρία ανασυγκρότησης της οικονομίας. Σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής οι τέσσερις πρώτοι δικαιούχοι αυτής της στήριξης θα είναι η Ιταλία ακολουθούμενη από την Ισπανία, την Πολωνία και την Ελλάδα. Η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει 22,6 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις και 9,4 δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια για τη διευκόλυνση της ανάκαμψης από την ύφεση λόγω της πανδημίας, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας και την στήριξη επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, σύμφωνα με τις προτεραιότητες που προσδιορίζονται στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Η αξιοποίηση αυτής της μοναδικής ευκαιρίας που μαζί με τα 19 δισ. ευρώ του επόμενου ΕΣΠΑ ξεπερνούν τα 50 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 28% του ΑΕΠ, πρέπει να αξιοποιηθούν στην κατεύθυνση της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου, της προώθησης των μεταρρυθμίσεων, της ενδυνάμωσης της ικανότητας της δημόσιας διοίκησης.
Τέλος, η κοινή γνώμη στην Ελλάδα, για πολλές δεκαετίες, δεν ήταν φιλική προς τις έννοιες του κέρδους και της επιχειρηματικότητας. Αλλά χωρίς φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον και χωρίς κέρδος δεν υπάρχει επιχειρηματικότητα ούτε οικονομία. Είναι αναγκαία η δημιουργία ενός περιβάλλοντος σταθερού και φιλικού προς την επιχειρηματικότητα γενικά, που θα ενισχύει μέσο- και μακροπρόθεσμα καινοτομικά εγχειρήματα, ειδικότερα από τις ΜμΕ ολόκληρου του παραγωγικού ιστού. Χρειάζεται σταθερό φορολογικό πλαίσιο, ασφάλεια και ταχύτητα δικαίου, προβλεψιμότητα των διοικητικών αποφάσεων, περιορισμός του διοικητικού κόστους των επιχειρήσεων, σύγχρονη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Ο επιτυχής χειρισμός της υγειονομικής κρίσης της COVID- 19, η συνεχής ενημέρωση του κοινού από επιτροπή ειδικών επιστημόνων και η δημιουργία εμπιστοσύνης μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για την προώθηση του νέου παραγωγικού προτύπου, την στήριξη των μεταρρυθμίσεων από τον πληθυσμό και τη δημιουργία υγιούς επιχειρηματικού περιβάλλοντος με αλλαγή νοοτροπίας και στερεοτύπων δεκαετιών.
*ομότιμος καθηγητής Οικονομίας , ΕΚΠΑ, πρώην Γεν. Γραμματέας Υπουργείου Οικονομίας, Οικονομικών