Του Σπυρίδωνα Κίντζιου*
Με την ευκαιρία των εγκαινίων της εμβληματικής έκθεσης «ΤΟ ΒΗΜΑ: 100 ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ» στο Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, είχα την τύχη να πάρω στα χέρια μου το αφιέρωμα με τα εμβληματικά πρωτοσέλιδα της ιστορικής εφημερίδας. Καθώς το ξεφύλλιζα, το βλέμμα μου στάθηκε στο τεύχος της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου 1973 και την παρουσίαση των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα γεγονός το οποίο δεν γνώριζα: η Σύγκλητος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, σε έκτακτη συνεδρίασή της την προηγούμενη μέρα, ομόφωνα και με τη σύμφωνη γνώμη του Συλλόγου των Τακτικών Καθηγητών, είχε αποκλείσει κάθε σκέψη επέμβασης της Αστυνομίας προς εκκένωση του χώρου επικαλούμενη τόσο την κατάλυση του ασύλου όσο και το ενδεχόμενο αιματηρών επεισοδίων (ως προς το τελευταίο, η απόφαση της Συγκλήτου ήταν προφητική). Ακόμα μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον είχε η ανακοίνωση της τότε ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ότι «ως εκ του νόμου εποπτεύουσα αρχή των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων είναι αποφασισμένο να σεβασθή απαρεγκλίτως την ανεξαρτησίαν των Ιδρυμάτων, συνεπώς δε και την απόφασιν της Συγκλήτου». Ασχέτως των τραγικών όσο και ηρωικών ιστορικών γεγονότων τα οποία ακολούθησαν, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να σταθούμε στο γεγονός ότι τόσο η απόφαση της Συγκλήτου του ΕΜΠ όσο και η ανακοίνωση του υπουργείου έγιναν υπό το καθεστώς της δικτατορίας.
Ερχόμαστε στο σήμερα, με την ακαδημαϊκή επικαιρότητα να κυριαρχείται αφενός μεν από την προοπτική εισόδου της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας σε επιλεγμένα ΑΕΙ της χώρας και από την άλλη από την κλιμάκωση των αντιδράσεων σε κάθε απόπειρα επιβολής της τάξης στον χώρο των Πανεπιστημίων, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τα απαράδεκτα γεγονότα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Θεωρώ ότι ο ρόλος της Αστυνομίας στο πλαίσιο μίας δημοκρατικής και συνταγματικά θωρακισμένης Πολιτείας είναι θεσμικά αποσαφηνισμένος και ξεκάθαρος: οφείλει να επέμβει όπου υπάρχει παρανομία. Από την άλλη πλευρά, δεν προβλέπεται η προληπτική κατασταλτική παρουσία της. Οσον αφορά τα Πανεπιστήμια και τις διοικήσεις τους, ως αυτοδιοίκητοι φορείς έχουν την άμεση ευθύνη – νομική, πρακτική και ηθική – για την προστασία του Δημόσιου Χώρου και των πολιτών στα όρια της δικαιοδοσίας τους. Τόσο προσωπικά όσο και απηχώντας τις αποφάσεις της Συγκλήτου του Ιδρύματος το οποίο εκπροσωπώ, πιστεύω ότι οι αποφάσεις και τα ανάλογα μέτρα φύλαξης και προστασίας από κάθε πιθανό κίνδυνο, συμπεριλαμβανόμενων των φυσικών καταστροφών, παραβατικών ενεργειών και εργασιακών ατυχημάτων, ανήκουν πρώτιστα στα ίδια τα Πανεπιστήμια. Αλλωστε, στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα ΑΕΙ της χώρας έχουν ήδη εκπονήσει και επικαιροποιήσει αναλυτικά σχέδια προστασίας, υπό την ευρύτερη και πληρέστερη έννοια, των πανεπιστημιουπόλεων τους. Τα σχέδια αυτά είναι αντίστοιχα των Πανεπιστημίων της Ευρώπης και της Αμερικής, επομένως δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση ελληνική «πατέντα» ή πρωτοτυπία. Ωστόσο απαιτείται η χρηματοδότηση τους από την Πολιτεία προκειμένου να καταστούν λειτουργικά και αποτελεσματικά. Οποιαδήποτε άλλη πρωτοβουλία είναι σε λάθος κατεύθυνση.
Τέλος, ο σεβασμός του Δημόσιου Χώρου, μία αξία σε διαχρονικό έλλειμα στη χώρα μας, πρέπει να μας απασχολήσει από τα πρώιμα στάδια ανατροφής μας ως Πολίτες, τόσο μέσα στα Πανεπιστήμια όσο και έξω από αυτά. Είναι μία αρετή που μπορεί μόνο να οικοδομηθεί σταδιακά από την οικογένεια, το σχολείο και την κοινωνία και όχι να επιβληθεί με τη βία.
*πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: tanea.gr