Η ψευδαίσθηση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων… Των Jude Blanchette – Christopher Johnstone

475

Των Jude Blanchette – Christopher Johnstone

Μπορεί να είναι μια συγκεχυμένη και απρόβλεπτη στιγμή στην παγκόσμια πολιτική, αλλά δεν λείπουν τα πλαίσια και τα αφηγήματα που υποτίθεται ότι εξηγούν ή τουλάχιστον χαρακτηρίζουν τις σημαντικές εξελίξεις. Για πολλούς παρατηρητές, η εισβολή του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Ουκρανία και η όλο και πιο επιθετική εκτόξευση απειλών από τον Κινέζο ηγέτη, Σι Τζινπίνγκ, σε όλο τον Ινδο-Ειρηνικό έχουν διαιρέσει τον κόσμο σε μπλοκ, παρασύροντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους σε έναν «νέο Ψυχρό Πόλεμο» που φέρνει την Ουάσινγκτον αντιμέτωπη με το Πεκίνο και τη Μόσχα. Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για μια εποχή ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα είναι οι κεντρικοί πρωταγωνιστές σε έναν παγκόσμιο αγώνα. Η τελευταία Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ αντανακλά αυτή την άποψη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «βρίσκεται σε εξέλιξη ένας ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για την διαμόρφωση του τι θα ακολουθήσει».

31072023-1.jpg
Περιπολία ενός υποβρυχίου βαλλιστικών πυραύλων των ΗΠΑ στη Μπουσάν, στη Νότια Κορέα, τον Ιούλιο του 2023. Woohae Cho / Reuters

Αλλά αυτά τα πλαίσια είναι υπεραπλουστευμένα και ξεπερασμένα: υπερτονίζουν τη μονομερή ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, υποτιμούν τις εξαρτήσεις των δύο χωρών, και παραβλέπουν την ζωτική σημασία των μεσαίων και μικρών δυνάμεων, καθώς και των εμπορικών οντοτήτων και άλλων μη κρατικών δρώντων. Παρόλο που ορισμένες πτυχές του Ψυχρού Πολέμου ισχύουν και σήμερα, όπως ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ δύο ισχυρών χωρών με δραματικά διαφορετικά πολιτικά συστήματα και ιδεολογίες, η ολοκλήρωση και η αλληλεξάρτηση που χαρακτηρίζουν το διεθνές σύστημα σε αυτόν τον αιώνα θέτει τους σημερινούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής σε ένα τοπίο πολύ διαφορετικό από εκείνο στο οποίο κινούνταν οι προκάτοχοί τους του εικοστού αιώνα.

Ο ανταγωνισμός που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι απλώς ένας διμερής ανταγωνισμός με μια άλλη μεγάλη δύναμη. Ούτε είναι αυτός που φέρνει αντιμέτωπα το ένα με το άλλο τα καθαρά οριοθετημένα αυταρχικά και δημοκρατικά μπλοκ. Αντίθετα, είναι ένας διαρκώς μεταβαλλόμενος ανταγωνισμός συνασπισμών και άτυπων και συχνά ad hoc ομάδων εταίρων που ενώνονται για να αντιμετωπίσουν ένα συγκεκριμένο ζήτημα ή σύνολο ζητημάτων. Όπως σημείωσαν οι Hal Brands και Zack Cooper [2] το 2020, αυτοί οι συνασπισμοί διαφέρουν ανάλογα με το εκάστοτε ζήτημα˙ οι εταίροι που συμμετέχουν στην γεωπολιτική εξισορρόπηση της αυξανόμενης στρατιωτικής ισχύος της Κίνας στον δυτικό Ειρηνικό μπορεί να είναι διαφορετικοί από εκείνους που συνεργάζονται για την διαφύλαξη και την προώθηση των προηγμένων τεχνολογιών. Ορισμένες ομάδες σχηματίζονται με φυσικό τρόπο, αποτελούμενες από πρόθυμους και ομοϊδεάτες εταίρους. Άλλες συγκεντρώνουν απρόθυμους εταίρους σε σχέσεις που διαμορφώνονται από ανάγκη ή ευκολία.

Σε αυτόν τον κόσμο των ad hoc ομάδων και συνασπισμών, η Ουάσιγκτον χρειάζεται μερικές φορές να συνεργαστεί με φορείς που δεν υποστηρίζουν -ή είναι ακόμη και εντελώς εχθρικοί- σε ορισμένα συμφέροντα ή αξίες των ΗΠΑ. Περιστασιακά, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν κίνητρα ή ακόμη και ευθεία πίεση για να φέρουν τους δρώντες σε ευθυγράμμιση με τους στόχους των ΗΠΑ. Αλλά αν αυτοί οι συνασπισμοί, οι ομαδοποιήσεις, και οι μεμονωμένες σχέσεις τυγχάνουν διαχείρισης με επιδεξιότητα και με σαφή στόχο, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στην οικοδόμηση μιας ανθεκτικής και σταθερής διεθνούς τάξης που θα διατηρεί την ευημερία για τους συμμάχους και τους εταίρους τους.

Αυτές οι νέες πραγματικότητες απαιτούν μια αλλαγή στην τακτική και την στρατηγική των ΗΠΑ -και, ίσως το πιο σημαντικό, μια νέα μακροπρόθεσμη νοοτροπία. Για αρχή, μια αποτελεσματική στρατηγική για τον Ινδο-Ειρηνικό θα απαιτήσει από την Ουάσινγκτον να δώσει αυξημένη προσοχή στις μεσαίες και μικρές δυνάμεις -στην Ευρώπη, στη Νοτιοανατολική Ασία, και σε ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο- οι οποίες θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην αντιμετώπιση των εξελισσόμενων δυνατοτήτων του Πεκίνου. Γενικότερα, για να ασκήσουν μια μεγάλη στρατηγική σε έναν κόσμο όχι μόνο στενών εταίρων και συμμάχων αλλά και σκόπιμων διμερών σχέσεων και ασταθών ad hoc συνασπισμών, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αισθάνονται άνετα να λειτουργούν στην σκοτεινή μεσαία ζώνη μεταξύ αλληλεξάρτησης και αυτονομίας, μεταξύ πολυπολικότητας και διαίρεσης σε μπλοκ, και με εταίρους των οποίων η προθυμία να ενταχθούν στην Ουάσινγκτον θα μετατοπίζεται από θέμα σε θέμα.

Μια προσέγγιση με επίκεντρο τους συνασπισμούς δεν σημαίνει απλώς προσφυγή στον μικρότερο κοινό παρονομαστή, αλλά μάλλον επικέντρωση στον συντονισμό και την βαθμονόμηση με βασικούς εταίρους για την διατήρηση ενός ισχυρού δικτύου ευθυγραμμισμένων φορέων που εστιάζουν σε ένα σύνολο σαφών στόχων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν υπήρξε γενικά αποτελεσματικός εφαρμοστής αυτής της προσέγγισης, αλλά αμφισβητείται στην Ουάσινγκτον του σήμερα, όπου ορισμένες φωνές υποστηρίζουν έναν πιο μονομερή, μηδενικού αθροίσματος ανταγωνισμό με την Κίνα που απαιτεί από τους εταίρους των ΗΠΑ να επιλέξουν πλευρά. Αυτή η στάση, ωστόσο, θα παρείχε χώρο στο Πεκίνο να κινηθεί μεταξύ και γύρω από τους εταίρους των ΗΠΑ, αφήνοντας έτσι τις Ηνωμένες Πολιτείες πιο απομονωμένες και τελικά λιγότερο ασφαλείς.

ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Η ανάγκη για μια νέα νοοτροπία δεν είναι πουθενά σαφέστερη από όσο στην Ταϊβάν. Για να είναι σε θέση να αποτρέψει καλύτερα και τελικά να υπερασπιστεί το νησί από μια πιθανή κινεζική επίθεση, ο αμερικανικός στρατός πρέπει να κοιτάξει πέρα από την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, όπου οι αμερικανικές βάσεις βρίσκονται δυσάρεστα εντός της εμβέλειας των κινεζικών πυραύλων. Με εξαίρεση την Αυστραλία, όπου η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ επεκτείνεται και η αμυντική συνεργασία βαθαίνει, τα μόνα άλλα μέρη όπου η Ουάσινγκτον μπορεί να αναζητήσει νέες ευκαιρίες είναι στη Νοτιοανατολική Ασία και στα νησιά του Ειρηνικού. Την τελευταία δεκαετία, η Σιγκαπούρη, μια πόλη-κράτος με πληθυσμό πέντε εκατομμυρίων, έχει γίνει αθόρυβα ένας σημαντικός εταίρος από αυτήν την άποψη. Αν και δεν είναι επίσημος σύμμαχος των ΗΠΑ, σήμερα εδραιώνει την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική Ασία, υποστηρίζοντας την εκ περιτροπής ανάπτυξη παράκτιων πολεμικών πλοίων, αεροσκαφών επιτήρησης -και, ίσως σύντομα, μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Η Σιγκαπούρη χρησιμεύει επίσης ως κόμβος εφοδιασμού και ανεφοδιασμού. Οι πρόσφατες συμφωνίες για την επέκταση της πρόσβασης, των ασκήσεων, και της εκπαίδευσης με τις Φιλιππίνες, και για την εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας με την Παπούα Νέα Γουινέα αντανακλούν επίσης την αναγκαία προσπάθεια των ΗΠΑ να διαφοροποιηθούν.

Από οικονομική άποψη, οι πολύπλοκες αλυσίδες εφοδιασμού και τα οικοσυστήματα καινοτομίας που στηρίζουν την ανάπτυξη και την παραγωγή προηγμένων τεχνολογιών οδηγούν σε πρωτοφανή διασυνοριακή ολοκλήρωση, με τις μικρές οικονομίες να διαδραματίζουν συχνά κρίσιμο ρόλο σε βασικούς κλάδους. Για την ανάπτυξη ασφαλέστερων αλυσίδων εφοδιασμού στην βιομηχανία ημιαγωγών, η Ουάσινγκτον επιδιώκει βαθύτερο συντονισμό με την Ολλανδία, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, και την Ταϊβάν. Και για να μειωθεί η εξάρτηση από την Κίνα για κρίσιμα ορυκτά, η Αυστραλία και η Ινδονησία -μαζί με άλλους πιθανούς εταίρους των ΗΠΑ στη Νότια Αμερική και την Αφρική- τοποθετούνται ως βασικές εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού. Πράγματι, ένας από τους λόγους για τους οποίους το Πεκίνο εργάζεται τόσο σκληρά για να πολιορκεί την Ευρώπη και τον παγκόσμιο Νότο είναι ότι η Κίνα κατανοεί πόσο ζωτικής σημασίας είναι οι παράγοντες αυτής της περιοχής για την διαμόρφωση του ευρύτερου στρατηγικού ανταγωνισμού.

Όλα αυτά δεν μειώνουν τα σημαντικά πλεονεκτήματα και την δύναμη που εξακολουθούν να διαθέτουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως ο ρόλος των μικρών [χωρών] είναι μεγάλος σε αυτόν τον ανταγωνισμό των συνασπισμών του 21ου αιώνα. Σκεφτείτε την περίπτωση της Ολλανδίας, η οποία, με πληθυσμό μικρότερο από 20 εκατομμύρια, φιλοξενεί μια και μόνη επιχείρηση, την ASML, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια παραγωγή ημιαγωγών. Η ASML είναι ο μοναδικός παγκόσμιος πάροχος της τελευταίας γενιάς εξοπλισμού φωτολιθογραφικής σάρωσης, κρίσιμης σημασίας για την κατασκευή λογικών τσιπ αιχμής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ευθυγράμμιση με την Ολλανδία -μαζί με την Ιαπωνία, έναν άλλο βασικό προμηθευτή εξοπλισμού κατασκευής ημιαγωγών- ήταν κρίσιμη για την επιτυχία των σαρωτικών ελέγχων των εξαγωγών που επέβαλε η κυβέρνηση Μπάιντεν τον Οκτώβριο του 2022, οι οποίοι περιορίζουν τα υλικά και την τεχνολογία που είναι διαθέσιμα στην κινεζική βιομηχανία ημιαγωγών. Η πρωτοποριακή προσπάθεια της Ουάσινγκτον να περιορίσει τις δυνατότητες της Κίνας σε μια κρίσιμη τεχνολογία εξαρτήθηκε έτσι από την υποστήριξη της δέκατης όγδοης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο και την συμμόρφωση μιας και μόνο ιδιωτικής εταιρείας.

Φυσικά, οι μακροχρόνιοι σύμμαχοι και οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικό πυλώνα της αμερικανικής στρατηγικής. Μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το φόρουμ του G-7 έχει υποστεί μια δραματική αναζωογόνηση και σήμερα χρησιμεύει ως ο κύριος τόπος συντονισμού της πολιτικής για την αντιμετώπιση της Μόσχας και την παροχή βοήθειας στην Ουκρανία. Σε πολλά ζητήματα που σχετίζονται με τον στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα, ο συντονισμός με το G-7 θα συνεχίσει να αποτελεί σημείο εκκίνησης για τις Ηνωμένες Πολιτείες- για παράδειγμα, όταν πρόκειται να εξεταστούν τα όρια στις επενδύσεις σε τομείς υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα. Τέτοια μέτρα θα είναι αποτελεσματικά, και θα αποφύγουν απώλειες για τις αμερικανικές επιχειρήσεις, μόνο αν και άλλες χώρες επιβάλουν παρόμοια μέτρα στους ίδιους τομείς -και η δημιουργία συνασπισμού θα ξεκινήσει με το G-7. Στον τομέα της άμυνας, το ΝΑΤΟ και οι δια συνθηκών συμμαχίες των ΗΠΑ στην Ασία, οι οποίες παρέχουν ένα σταθερό νομικό πλαίσιο για την στρατιωτική παρουσία και τις δραστηριότητες των ΗΠΑ, θα συνεχίσουν να αποτελούν το θεμέλιο της αμερικανικής στρατηγικής.

Αλλά η ευρύτερη δυναμική, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτώνται από κράτη και εμπορικούς εταίρους όλων των μεγεθών και συνθέσεων για την χάραξη μιας αποτελεσματικής και βιώσιμης πολιτικής για την Κίνα και μιας στρατηγικής για τον Ινδο-Ειρηνικό, θα διαδραματίζεται ξανά και ξανά σε όλο τον κόσμο και σε όλους τους κρίσιμους τομείς του στρατηγικού ανταγωνισμού. Είτε οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να οικοδομήσουν επιρροή σε όργανα καθορισμού προτύπων είτε να διασφαλίσουν μια αποτελεσματική αμυντική στάση που αποτρέπει την κινεζική επιθετικότητα, η επιτυχία θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της Ουάσινγκτον να συνεργάζεται και να ευθυγραμμίζεται με ένα ποικίλο φάσμα φορέων, συμπεριλαμβανομένων των μικρών και μεσαίων παικτών.

Όμως, μια επιτυχημένη στρατηγική οικοδόμησης συνασπισμού θα απαιτήσει την πλοήγηση στις λειτουργικές και διαρθρωτικές πραγματικότητες που αντιμετωπίζουν αυτοί οι εταίροι, και μάλιστα με επιφυλάξεις και υπομονή. Ίσως το πιο σημαντικό, τα μέλη κάθε συνασπισμού ή ομάδας θα έχουν πιθανώς επίσης βαθιές οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα, με μικρό ενδιαφέρον να ενταχθούν σε ένα ρητά αντι-κινεζικό μπλοκ -και μικρή δυνατότητα να το κάνουν, δεδομένων των εσωτερικών πολιτικών πραγματικοτήτων. Αυτό ισχύει τόσο για τις μεγάλες όσο και για τις μικρές χώρες˙ ακόμη και η Ιαπωνία, αναμφισβήτητα η χώρα στην Ασία που ανησυχεί περισσότερο για την αυξανόμενη ισχύ της Κίνας, εξαρτάται βαθιά από την οικονομία της Κίνας για την δική της ευημερία. Το ίδιο ισχύει και για τις χώρες της Ένωσης Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (Association of Southeast Asian Nations, ASEAN), οι οποίες έχουν όλες βαθιές και αυξανόμενες οικονομικές σχέσεις με την Κίνα. Έτσι, εκτός από τις δικές τους αλληλεξαρτήσεις με την Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επηρεαστούν και θα περιοριστούν ως προς το πόσο μπορούν να πιέσουν την Κίνα από τις αλληλεξαρτήσεις των εταίρων του συνασπισμού τους. Αν και πολλές χώρες στην περιοχή τρέφουν βαθιές ανησυχίες για τις φιλοδοξίες της Κίνας, καμία δεν είναι πρόθυμη να ευθυγραμμιστεί ρητά εναντίον της, και οι περισσότερες είναι ακόμη και επιφυλακτικές σχετικά με το βαθμό στον οποίο μπορούν να επιτεθούν άμεσα κατά του Πεκίνου˙ οι εταίροι αυτοί θα συνεχίσουν να ακολουθούν στρατηγικές αντιστάθμισης που επιδιώκουν να εξισορροπήσουν την εμπλοκή μεταξύ των εξωτερικών δυνάμεων. Μια πρόσφατη έρευνα [3] διαπίστωσε ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων σε ολόκληρη την Ασία πιστεύει ότι οι συνέπειες του στρατηγικού ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας θα είναι αρνητικές˙ πάνω από το 60% πιστεύει ότι η εθνική ασφάλεια της χώρας τους θα τεθεί σε κίνδυνο. Και για τις χώρες που βρίσκονται κοντά στην Κίνα, η προοπτική σύγκρουσης είναι υπαρξιακή. Όπως δήλωσε ο πρόεδρος των Φιλιππίνων, Ferdinand Marcos, Jr., σε πρόσφατη συνέντευξή του [4] σχετικά με τις αμερικανοκινεζικές εντάσεις για την Ταϊβάν: «έμαθα ένα αφρικανικό ρητό: όταν οι ελέφαντες μάχονται, το μόνο που χάνει είναι το γρασίδι. Εμείς είμαστε το χορτάρι σε αυτήν την κατάσταση. Δεν θέλουμε να ποδοπατηθούμε».

Από την πλευρά της, η Κίνα αντιμετωπίζει επίσης ένα εξίσου πολύπλοκο γεωπολιτικό πεδίο. Ακόμα και με όλο το οικονομικό και στρατιωτικό του βάρος, το Πεκίνο εξαρτάται από βασικές διμερείς και εμπορικές σχέσεις για την τροφοδοσία της οικονομίας του και τον εκσυγχρονισμό του στρατού του. Η Κίνα είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, απαιτεί συνεχή πρόσβαση σε ένα παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα που ελέγχεται από τις ΗΠΑ, και βρίσκεται πολύ πίσω από την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και τα βασικά ευρωπαϊκά κράτη στον σχεδιασμό και την κατασκευή προηγμένων ημιαγωγών. Παρά τον λεονταρισμό του Πεκίνου για την ανωτερότητα του πολιτικού του συστήματος και την συζήτηση για αυτάρκεια, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα αντιμετωπίζει κρίσιμες εξαρτήσεις που δεν πρόκειται να εξαφανιστούν στο ορατό μέλλον. Αυτό εξηγεί την αμήχανη επιδίωξη της Κίνας για καλές σχέσεις με τις ευρωπαϊκές χώρες (που είναι μερικοί από τους μεγαλύτερους εμπορικούς και τεχνολογικούς εταίρους της) και τη Μόσχα (βασικός εταίρος σε θέματα ασφάλειας και ενέργειας), παρά το γεγονός ότι η σχέση της με την τελευταία απειλεί την σχέση της με τις πρώτες. Το Πεκίνο, όπως και η Ουάσινγκτον, έχει κολλήσει σε έναν κόσμο συμβιβασμών.

ΣΟΒΑΡΕΥΤΕΙΤΕ

Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες παλεύουν με ένα ρευστό διεθνές σύστημα, θα πρέπει να ακολουθούν μερικές βασικές αρχές. Πρώτον, σε έναν κόσμο στον οποίο λίγες χώρες είναι πρόθυμες να ευθυγραμμιστούν ρητά εναντίον της Κίνας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να είναι προσεκτικές όταν παρουσιάζουν στους εταίρους τους επιλογές μηδενικού αθροίσματος, περιορίζοντας αυτές τις στιγμές σε περιπτώσεις όπου η ρητή ευθυγράμμιση εναντίον της Κίνας είναι απολύτως απαραίτητη για την προστασία ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ. Πρέπει να ορίσουν στενά εκείνα τα στοιχεία του στρατηγικού ανταγωνισμού με την Κίνα που απαιτούν περισσότερο την συνεργασία από τους άλλους, και σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να επιστρατεύσουν όλο το βάρος της αμερικανικής διπλωματίας και πειθούς. Αλλά κατά τα άλλα, η Ουάσινγκτον πρέπει να δώσει στις κυβερνήσεις των εταίρων το περιθώριο να καθορίσουν τις σχέσεις τους με την Κίνα με τρόπους που συνάδουν με τα συμφέροντα και τις τοπικές πραγματικότητες. Εδώ, η διακηρυγμένη προσέγγιση της κυβέρνησης Μπάιντεν στον τεχνολογικό ανταγωνισμό -δημιουργώντας έναν «ψηλό φράχτη» γύρω από μια «μικρή αυλή» προηγμένων τεχνολογιών με στρατιωτικές εφαρμογές- έχει νόημα αν εφαρμοστεί δυναμικά. Αλλά η Ουάσινγκτον πρέπει να αντισταθεί στην πίεση από το εσωτερικό της να επεκτείνει αδιάκοπα τον κατάλογο των ελεγχόμενων τεχνολογιών και άλλα μέτρα που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της προόδου της Κίνας, για τον απλούστατο λόγο ότι όσο ψηλότερος είναι ο φράχτης, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να οικοδομηθεί και να διατηρηθεί ένας συνασπισμός. Σε ορισμένες τεχνολογίες-κλειδιά, όπως οι ημιαγωγοί, αξίζει να ασκηθεί σημαντική πίεση στις χώρες-εταίρους και τους εμπορικούς φορείς να ακολουθήσουν το παράδειγμα των ΗΠΑ, αλλά θα υπάρξουν και άλλες τεχνολογίες και δράσεις -όπως ο έλεγχος των εξερχόμενων επενδύσεων- όπου η Ουάσινγκτον ίσως χρειαστεί να βαθμονομήσει με σύνεση την προσέγγισή της για να διατηρήσει την ακεραιότητα και την αποτελεσματικότητα του ευρύτερου συνασπισμού και να αποφύγει να βλάψει τα συμφέροντα των αμερικανικών εμπορικών δρώντων.

Παρόμοια προσοχή πρέπει να δοθεί σε θέματα που αφορούν την Ταϊβάν. Παρόλο που οι χώρες είναι όλο και πιο πρόθυμες να εκφράσουν την γνώμη τους υπέρ της ειρήνης και της σταθερότητας στα Στενά της Ταϊβάν (όπως καταδεικνύει η κοινή δήλωση που εξέδωσαν ο [πρόεδρος των Φιλιππίνων], Μάρκος, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, τον Μάιο), η πολιτική ή υλική υποστήριξη της ίδιας της Ταϊβάν είναι άλλο θέμα -ακόμη και για μια χώρα όπως η Ιαπωνία, η οποία λόγω της γεωγραφικής της εγγύτητας θα επηρεαζόταν σε μεγάλο βαθμό από μια σύγκρουση εκατέρωθεν των Στενών. Η Ουάσινγκτον πρέπει να συνεχίσει να ηγείται σε αυτό το θέμα και να ενισχύσει την υποστήριξη προς την Ταϊβάν για την αντιμετώπιση του κινεζικού καταναγκασμού, την διεύρυνση του διεθνούς χώρου της Ταϊβάν, και την αύξηση της οικονομικής ολοκλήρωσης και ανθεκτικότητας. Αλλά για να διευρύνουν τον συνασπισμό των φορέων που υποστηρίζουν την ευημερία και την ασφάλεια της Ταϊβάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εξισορροπήσουν την ανάγκη για αποφασιστική δράση απέναντι στην επιθετικότητα του Πεκίνου με την κατανοητή απροθυμία πολλών μεσαίων και μικρών δυνάμεων να εμπλακούν σε μια σύγκρουση μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου για την Ταϊβάν. Αν η Ουάσινγκτον θέλει πραγματικά να αποτρέψει το Πεκίνο, θα χρειαστεί έναν μεγάλο, συνεκτικό, και αξιόπιστο συνασπισμό εταίρων που μπορούν -με τον τρόπο τους- να σηματοδοτήσουν στο Πεκίνο το σημαντικό διπλωματικό, οικονομικό, και στρατιωτικό κόστος που θα πληρώσει για την πραγματοποίηση στρατιωτικής επίθεσης στα Στενά της Ταϊβάν. Και, κυρίως, όσο πιο σταθερή και προβλέψιμη είναι η προσέγγιση της Ουάσινγκτον σε θέματα που άπτονται των Στενών, τόσο περισσότερο θα δώσει στα σημερινά και μελλοντικά μέλη του συνασπισμού την αυτοπεποίθηση και τον πολιτικό χώρο να ευθυγραμμιστούν με τις προσπάθειες των ΗΠΑ.

Αν και οι στενές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν προτεραιότητα για τις περισσότερες χώρες της περιοχής, οι περισσότερες βλέπουν επίσης σημαντικά υλικά οφέλη στην συνεργασία με το Πεκίνο. Αν η οικονομία της Κίνας συνεχίσει να υποχωρεί, η εικόνα αυτή μπορεί να είναι διαφορετική σε μια δεκαετία από τώρα. Αλλά προς το παρόν, αυτή είναι μια πραγματικότητα που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αποφύγουν. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει επομένως να δώσει κίνητρα για την συμμετοχή στους συνασπισμούς των οποίων ηγείται, με θετικές παροτρύνσεις που προωθούν τα εθνικά συμφέροντα των αμερικανών εταίρων. Σε αυτόν τον τομέα, η πολιτική των ΗΠΑ υπολείπεται τον τελευταίο καιρό: αν και πολλές χώρες της περιοχής εκτιμούν την ανανεωμένη εστίαση της αμερικανικής ασφάλειας στον Ινδο-Ειρηνικό -συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης των συμμαχιών με την Αυστραλία, την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες, και τη Νότια Κορέα-, η απουσία μιας επιτακτικής περιφερειακής οικονομικής ατζέντας υπονομεύει την επιρροή των ΗΠΑ. Το Οικονομικό Πλαίσιο του Ινδο-Ειρηνικού (Indo-Pacific Economic Framework), το οποίο ξεκίνησαν οι ΗΠΑ, είναι ένας φτωχός ανταγωνιστής των εκτεταμένων επενδυτικών και εμπορικών δεσμών που προσφέρει η Κίνα. Η υπόσχεση για αυξημένη πρόσβαση στην αμερικανική αγορά, μέσω νομικά δεσμευτικών εμπορικών συμφωνιών, εξακολουθεί να είναι το πιο πειστικό εργαλείο που έχει στην διάθεσή της η Ουάσινγκτον για να κινητοποιήσει την συνεργασία και να ενθαρρύνει τους εταίρους να λάβουν αποφάσεις στο εσωτερικό τους, τις οποίες διαφορετικά θα απέφευγαν. Ένα βασικό στοιχείο της στρατηγικής των ΗΠΑ πρέπει να περιλαμβάνει ανανεωμένες δεσμεύσεις στο πολυμερές εμπορικό σύστημα και προθυμία διαπραγμάτευσης ουσιαστικών συμφωνιών πρόσβασης στην αγορά. Βέβαια, βραχυπρόθεσμα, η προσέγγιση αυτή αντιμετωπίζει σκληρούς εσωτερικούς πολιτικούς αντίθετους ανέμους, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να πείσουν τους εταίρους τους να θυσιάσουν οικονομικές και εμπορικές ευκαιρίες στην Κίνα χωρίς να προσφέρουν τα δικά τους απτά κίνητρα.

Η Ουάσινγκτον πρέπει επίσης να δείξει μεγαλύτερη επίγνωση των εσωτερικών πολιτικών καταστάσεων που αντιμετωπίζουν οι εταίροι της. Το γεγονός ότι ορισμένοι συνασπισμοί και μεμονωμένοι εταίροι λένε άλλα κατ’ ιδίαν και άλλα δημοσίως είναι συχνά λιγότερο ένδειξη δειλίας και περισσότερο αντανάκλαση των πολιτικών και οικονομικών πραγματικοτήτων που περιορίζουν τις ανοιχτά αντικινεζικές δράσεις. Κατ’ ιδίαν, αξιωματούχοι σε όλο τον Ινδο-Ειρηνικό εκφράζουν βαθιά ανησυχία για τις προθέσεις και την συμπεριφορά της Κίνας και χαιρετίζουν τις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να αντιμετωπίσουν την κακοήθη επίδραση του Πεκίνου στην περιφερειακή τάξη. Αλλά οι δημόσιες εκφράσεις αυτών των ανησυχιών προκαλούν πολιτικά, διπλωματικά, και οικονομικά πλήγματα από το Πεκίνο. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες, μια οικονομική και στρατιωτική υπερδύναμη, μπορούν να αντέξουν σχεδόν κάθε είδους πίεση που μπορεί να ασκήσει η Κίνα, οι περισσότερες άλλες χώρες δεν έχουν την πολυτέλεια να ενεργούν με τέτοια αυτοπεποίθηση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να βοηθήσουν στην οικοδόμηση της ανθεκτικότητας των μελών του συνασπισμού που αντιμετωπίζουν τον οικονομικό εξαναγκασμό του Πεκίνου. Αλλά μέχρι να σφυρηλατηθεί μια τέτοια εργαλειοθήκη, πρέπει να παραμείνουν ευαίσθητες στους πρακτικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι μικρότερες οικονομίες.

Η Ουάσινγκτον μπορεί να βοηθήσει τους ηγέτες των σημερινών και των επίδοξων μελών του συνασπισμού με το να προσαρμόζει την ρητορική και τις ενέργειές της ώστε να αντικατοπτρίζουν την εσωτερική πραγματικότητα των εταίρων της. Η διατύπωση των αμερικανικών δράσεων στον Ινδο-Ειρηνικό αποκλειστικά με όρους στρατηγικού ανταγωνισμού με την Κίνα θα καταστήσει δυσκολότερη, όχι ευκολότερη, την δημιουργία δυναμικής στην περιοχή. Μια πρόσφατη κοινή δήλωση που εκδόθηκε από τους ηγέτες των χωρών που απαρτίζουν τον Τετραμερή Διάλογο για την Ασφάλεια (Quad) -Αυστραλία, Ινδία, Ιαπωνία, και Ηνωμένες Πολιτείες- αποτελεί μια αποτελεσματική εκδήλωση αυτής της πιο ισορροπημένης προσέγγισης. Το κείμενο των περίπου 3.000 λέξεων περιγράφει τα σχέδια των Quad για την εμβάθυνση της συνεργασίας στον Ινδο-Ειρηνικό -και η Κίνα δεν αναφέρεται ποτέ. Σε έναν κόσμο όπου η Ουάσινγκτον πρέπει να κατασκευάσει επιδέξια πολλούς διαφορετικούς συνασπισμούς για να αποκρούσει τον κινεζικό αναθεωρητισμό και να υποστηρίξει μια ελεύθερη και ανοικτή τάξη, θα είναι συχνά σοφό να μην λέμε δυνατά το σιωπηλό μέρος.

Πηγή: foreignaffairs.gr