Του Soner Cagaptay
Στις 28 Μαΐου, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Τούρκος ηγέτης «που δεν χάνει ποτέ τις εκλογές», κέρδισε τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Τουρκίας έναντι του αντιπάλου του, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Ο Ερντογάν βρίσκεται στο τιμόνι της Τουρκίας από το 2003, αρχικά ως πρωθυπουργός και στην συνέχεια, από το 2014, ως πρόεδρος. Η τελευταία του νίκη τού δίνει άλλη μια πενταετή προεδρική θητεία. Μαζί με ένα σάρωμα στις κοινοβουλευτικές εκλογές στις 14 Μαΐου που έδωσε στα υπέρ του Ερντογάν ακροδεξιά και δεξιά κόμματα μια σταθερή πλειοψηφία στο νομοθετικό σώμα της χώρας, η νίκη του χρίζει τον Ερντογάν ως αδιαμφισβήτητο σουλτάνο της Τουρκίας.
Αψηφώντας τις εκτιμήσεις πολλών Δυτικών παρατηρητών που είχαν προβλέψει ότι ο Ερντογάν θα είχε πρόβλημα να κρατηθεί, η σχετικά ομαλή πορεία του προς την επανεκλογή του έχει εγείρει εκτεταμένα ερωτήματα σχετικά με τις πηγές της ισχύος του. Μπροστά στην παρατεταμένη οικονομική αναταραχή, μια ολέθρια απάντηση σε έναν καταστροφικό σεισμό και μια πρόσφατα ενοποιημένη αντιπολίτευση, ο Ερντογάν παρά ταύτα προηγήθηκε άνετα στον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας. Στην συνέχεια, έχοντας εξασφαλίσει μια νέα πλειοψηφία για τον κυβερνώντα συνασπισμό του στο κοινοβούλιο και επιτιθέμενος αλύπητα στον Κιλιτσντάρογλου, ο Ερντογάν έφτασε στη νίκη. Επιπλέον, η συμμετοχή ήταν γενικά υψηλή και οι εκλογές φάνηκαν ελεύθερες αν όχι δίκαιες, δεδομένης της ικανότητας του Ερντογάν να καθορίζει τις συνολικές παραμέτρους στις οποίες διεξήχθησαν οι [εκλογικές] αναμετρήσεις. Μετά από 20 χρόνια ολοένα και πιο αυταρχικής διακυβέρνησης, ο Ερντογάν κατάφερε όχι μόνο να κρατηθεί στα αξιώματα αλλά και να αναδειχθεί δυνητικά ακόμα πιο δυνατός.
Τα τελευταία χρόνια, οι αναλυτές συχνά συνέκριναν την προσέγγιση του Ερντογάν στην εξουσία με εκείνη άλλων αντιφιλελεύθερων ηγετών στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες -συμπεριλαμβανομένου του Ούγγρου πρωθυπουργού, Βίκτορ Όρμπαν- οι οποίοι χρησιμοποίησαν ένα συνδυασμό θεσμικής μόχλευσης και λαϊκιστικών μέτρων για να διατηρήσουν ευρεία υποστήριξη και να χειραγωγήσουν το σύστημα υπέρ τους. Η Τουρκία δεν ήταν μια καθαρή απολυταρχία, έλεγε η θεωρία, αλλά μάλλον μια δημοκρατία που είχε πέσει στα χέρια ενός αυταρχικού ηγέτη, και προσπαθούσε να κάνει μια επιστροφή. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, εφόσον ο Ερντογάν θα μπορούσε να προσφέρει ευημερία στα μεσαία στρώματα της Τουρκίας – κάνοντας τους ευσεβείς, απλούς Τούρκους να νιώθουν ότι είναι το κέντρο της χώρας- και όσο μπορούσε να κρατά την αντιπολίτευση κατακερματισμένη και να αυστηροποιεί τον έλεγχο του δικαστικού συστήματος και των άλλων των κλάδων της κυβέρνησης, η εξουσία του θα ήταν ασφαλής. Τώρα, όμως, ο Ερντογάν φαίνεται ότι έφτασε σε διαφορετικό σημείο καμπής. Ενόψει των εκλογών του Μαΐου, δεν μπορούσε να υπολογίζει ούτε σε οικονομικές επιτυχίες ούτε σε διχασμένη αντιπολίτευση. Στα χαρτιά, οι Τούρκοι είχαν πολλούς λόγους να είναι δυσαρεστημένοι με τον αρχηγό τους και να απωθήσουν την αυταρχική διακυβέρνησή του. Δεν έγινε όμως αυτό.
Το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου υποδηλώνει ότι η Τουρκία έχει πλέον πλησιάσει περισσότερο σε μια ευρασιατική απολυταρχία παρά σε μια αντιφιλελεύθερη ευρωπαϊκή δημοκρατία. Ένας λόγος είναι ότι η προσέγγιση του Ερντογάν στην εκλογική εξουσία μοιάζει ολοένα και περισσότερο με εκείνη ενός εντελώς διαφορετικού είδους ηγέτη: του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν. Ακριβώς όπως έκανε ο Πούτιν στην Ρωσία, ο Ερντογάν μπόρεσε να ρυθμίσει τις παραμέτρους των εκλογών πολύ πριν από την ψηφοφορία. Κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, συνέλαβε βασικούς ηγέτες της αντιπολίτευσης και ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών˙ δαιμονοποίησε τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως Δυτικούς υποστηρικτές, πραξικοπηματίες, και συμμάχους τρομοκρατών˙ και έπαιξε το ομοφοβικό χαρτί. («Η αντιπολίτευση είναι όλη LGBTQ», είπε κάποια στιγμή ο Ερντογάν, θυμίζοντας πολύ τον Ρώσο πρόεδρο).
Και με ελαφρώς λιγότερη σκληρότητα από αυτήν που χρησιμοποιούσε ο Πούτιν για να φιμώσει τον ηγέτη της ρωσικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι [2], ο Ερντογάν παραμέρισε επίσης τη μοναδική φιγούρα που θα μπορούσε να τον νικήσει, τον δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος κατηγορήθηκε για «προσβολή εκλογικών αξιωματούχων» και αντιμετωπίζει μια δικαστική υπόθεση που απειλεί να τον απαγορεύσει από την πολιτική. (Ως αποτέλεσμα, ο Ιμάμογλου δεν είχε άλλη επιλογή από το να μείνει εκτός κούρσας για να αποφύγει μια γενική απαγόρευση που θα τον έδιωχνε επίσης από το γραφείο του δημάρχου). Ο Ερντογάν, εν τω μεταξύ, χαρακτήρισε την αντιπολίτευση «τσούλες» και επιτέθηκε στον αντίπαλό του τον Κιλιτσντάρογλου ως ότι είναι «πονηρός, ανήθικος, και ανάξιος, καθώς και προδότης».
Εξίσου δραματικά, ο Ερντογάν άσκησε τον σχεδόν απόλυτο έλεγχο των τουρκικών μέσων ενημέρωσης για να αλλάξει την εστίαση των ίδιων των εκλογών, απαγορεύοντας ουσιαστικά οποιαδήποτε συζήτηση για κρίσιμα ζητήματα όπως ο σεισμός, η οικονομία, και η κυβερνητική διαφθορά. Ουσιαστικά, όπως ο Πούτιν, ο Ερντογάν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει τα πλεονεκτήματά του ως νυν [ηγέτης], τον έλεγχό του επί των πληροφοριών, και την ικανότητά του να συσχετίζεται με το εθνικό αυτοκρατορικό μεγαλείο σε τέτοιον βαθμό που τα συνηθισμένα εκλογικά ζητήματα δεν είχαν σημασία.
Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν έχει περάσει μεγάλο μέρος των τελευταίων επτά ετών καλλιεργώντας στενότερους δεσμούς με την Ρωσία και μιμούμενος τις στρατηγικές του Πούτιν για την διατήρηση της εξουσίας. Δεδομένου ότι ο Ερντογάν πέρασε τα πρώτα του χρόνια στην εξουσία, γνωστός ως μετριοπαθής ηγέτης που θα κυριαρχούσε στους στρατηγούς της Τουρκίας και θα έφερνε την χώρα στην Ευρώπη -και δεδομένης της θέσης της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ- η έκταση της πρόσφατης κλίσης του προς την Ρωσία είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή. Φυσικά, ο Ερντογάν ήταν ένας έξυπνος πολιτικός στρατηγιστής πολύ πριν από τις τρέχουσες εκλογές και η προσέγγισή του στην εξουσία δανείζεται επίσης από άλλες πηγές. Ωστόσο, η επανεκλογή του, παρά τις ισχυρές πιθανότητες, θα μπορούσε να σηματοδοτήσει ένα κρίσιμο ορόσημο: ο Ερντογάν θα μπορούσε τώρα να είναι στην εξουσία για πολλά ακόμη χρόνια, και ο αυξανόμενος ρόλος του Ρώσου προέδρου ως υποστηρικτή και μοντέλου ίσως να περιέχει βασικές γνώσεις για το τι θα σημαίνει η νέα θητεία του Ερντογάν για το μέλλον της Τουρκίας.
Η ΛΥΣΗ ΠΟΥΤΙΝ
Αν και η στροφή του Ερντογάν προς τον Πούτιν έχει αναπτυχθεί σταδιακά, η προέλευσή της εντοπίζεται στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 στην Τουρκία. Αυτή ήταν μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές της θητείας του Ερντογάν, ένα σημείο δραματικής αβεβαιότητας που χρησιμοποίησε ο Πούτιν για να φέρει τον ηγέτη της Τουρκίας πιο κοντά του. Τη νύχτα της 15ης Ιουλίου 2016, συνωμότες εντός των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας προσπάθησαν να ανατρέψουν τον Ερντογάν και να πάρουν τον έλεγχο της χώρας. Ο Ερντογάν, ο οποίος παραλίγο να χάσει την ζωή του, κράτησε την εξουσία και ανέκτησε τον έλεγχο, αλλά συγκλονίστηκε βαθιά. Μόλις δύο εβδομάδες αργότερα, ο Πούτιν τον κάλεσε στην Αγία Πετρούπολη για συνάντηση. Και για τους δύο ηγέτες, η συνάντηση ήταν τέτοια που άλλαζε το παιχνίδι.
Για πολλούς παρατηρητές, η συνάντηση προκάλεσε έκπληξη: πίσω στην οθωμανική εποχή, η Ρωσία ήταν η ιστορική εχθρός της Τουρκίας και εκείνη την στιγμή ο Ερντογάν και ο Πούτιν βρίσκονταν στις αντίθετες πλευρές ενός βάναυσου πολέμου δια πληρεξουσίων στην Συρία, με τον Ερντογάν να υποστηρίζει τις δυνάμεις που προσπαθούσαν να εκδιώξουν το καθεστώς Άσαντ και τον Πούτιν να έχει στείλει ρωσικές δυνάμεις για να τον προστατεύσουν. Επιπλέον, θα χρειαζόταν πολύ περισσότερος χρόνος για τους ηγέτες των συμμάχων της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ ώστε να απευθύνουν στον Ερντογάν μια παρόμοια πρόσκληση μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Όμως ο Πούτιν είδε μια σπάνια ευκαιρία να φλερτάρει τον Τούρκο ηγέτη, γνωρίζοντας ότι ο Ερντογάν ήταν ευάλωτος και χρειαζόταν υποστήριξη. Συγκεκριμένα, η συνάντηση πρόσφερε μια ευκαιρία στον Πούτιν να δημιουργήσει μια σφήνα μεταξύ της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, οι χώρες που διαθέτουν τους δύο μεγαλύτερους στρατούς του ΝΑΤΟ. Αλλά πρόσφερε επίσης πλεονεκτήματα στον Ερντογάν, ο οποίος προσπαθούσε με αγωνία να υποστηρίξει την εξουσία του μετά το πραξικόπημα.
Μάλιστα, οι δύο ηγέτες είχαν περισσότερα από λίγα κοινά σημεία. Αμφότεροι είχαν έρθει για πρώτη φορά στην εξουσία γύρω στις αρχές του νέου αιώνα —ο Πούτιν το 1999, ο Ερντογάν το 2003— και αμφότεροι είχαν αρχικά θεωρηθεί ως μετριοπαθείς προσωπικότητες που θα μπορούσαν να ενσωματώσουν τις χώρες τους με την Ευρώπη και την Δύση. Αλλά καθοριστικά για τη μετέπειτα επιδίωξή τους για ανεξέλεγκτη εξουσία, αμφότεροι οι ηγέτες είχαν επίσης αναλάβει καθήκοντα μετά από μια δεκαετία αναταραχής στις χώρες τους. Η άνοδος του Πούτιν ήρθε μετά από χρόνια ρωσικής οικονομικής κατάρρευσης και τον αιματηρό πόλεμο της Τσετσενίας [3], μια εποχή κατά την οποία η Ρωσία κατέβηκε στο επίπεδο δύναμης τρίτης διαλογής. Στην Τουρκία, ο Ερντογάν ανέβηκε στην πρωθυπουργία μετά από τρεις οικονομικές κρίσεις, τη μαζική διαφθορά μεταξύ των ελίτ, και τις συγκρούσεις μεταξύ των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας και του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) που είχαν στοιχίσει χιλιάδες ζωές.
Τόσο ο Πούτιν όσο και ο Ερντογάν είχαν υποσχεθεί να τερματίσουν το πολιτικό χάος και να προσφέρουν ευημερία, για το οποίο αρχικά είχαν τεράστια δημοτικότητα. Ωστόσο, αφού έφεραν νέα σταθερότητα και ανάπτυξη στις χώρες τους, αμφότεροι είχαν αναπτύξει έντονη προτίμηση για την ισχύ -για τις χώρες τους και για τους εαυτούς τους. Έτσι, για τον Ερντογάν, ευάλωτο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, ο Πούτιν ήταν ένας ισχυρός ηγέτης που μπορούσε να προσφέρει όχι μόνο κρίσιμη υποστήριξη σε μια περίοδο σημαντικής αβεβαιότητας στην Τουρκία αλλά και προσωπική ασφάλεια σε περίπτωση παρόμοιας απόπειρας πραξικοπήματος στο μέλλον.
Κρισίμως για τον Πούτιν, η συνάντηση του 2016 άνοιξε τον δρόμο στην Ρωσία να φέρει την Τουρκία πιο κοντά στην δική της εξωτερική πολιτική. Οι δύο χώρες συνήψαν μια σειρά συμφωνιών —πρώτα στην Συρία και στην συνέχεια στην Λιβύη και τον Νότιο Καύκασο, όπου η Μόσχα και η Άγκυρα είχαν επίσης εμπλακεί σε πολέμους δια πληρεξουσίων. Στην Συρία, για παράδειγμα, ο Ερντογάν συμφώνησε να σταματήσει τις εντατικές στρατιωτικές εκστρατείες κατά του καθεστώτος Άσαντ, στρέφοντας την προσοχή του τουρκικού στρατού στις κουρδικές Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG), του εταίρου των Ηνωμένων Πολιτειών στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS), προς μεγάλη οργή Αμερικανών στελεχών χάραξης πολιτικής, ειδικά στο Πεντάγωνο.
Μετά την συνάντηση του 2016, ο Ερντογάν δεσμεύτηκε επίσης να αγοράσει το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας S-400 από την Ρωσία, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτή η αγορά θα οδηγούσε σε πρόσθετη ρήξη των τουρκο-αμερικανικών δεσμών. (Στην πραγματικότητα, οι κυρώσεις του Κογκρέσου που προέκυψαν ουσιαστικά πάγωσαν την στρατιωτική συνεργασία των ΗΠΑ με την Τουρκία). Έτσι ο Πούτιν μπόρεσε να δημιουργήσει τα δύο βασικά προβλήματα στην σχέση Ουάσιγκτον-Άγκυρας —τις YPG και τους S-400— που συνεχίζουν να εμποδίζουν τους δεσμούς ΗΠΑ-Τουρκίας μέχρι σήμερα και που πολλοί αναλυτές θεωρούν πλέον ότι είναι ανεπίλυτοι.
Ο ΤΣΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ
Αλλά η αυξανόμενη συνεργασία με την Ρωσία έδωσε επίσης στον Ερντογάν ένα νέο πρότυπο οργάνωσης της διακυβέρνησής του στο εσωτερικό. Ο Πούτιν θα γινόταν μια νέα πηγή οικονομικής υποστήριξης για το καθεστώς Ερντογάν —μόνο τον τελευταίο χρόνο, η Ρωσία παρείχε στην Τουρκία δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε μετρητά και αναβολές πληρωμών. Αλλά ο Ερντογάν άρχισε επίσης να αντιγράφει απευθείας το στυλ διακυβέρνησης του Πούτιν. Πρώτον, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, ο Ερντογάν ήταν έτοιμος να λάβει νέα σκληρά μέτρα για να εξαλείψει τυχόν απειλές για την εξουσία του, στρατηγικές που ο Πούτιν είχε από καιρό εφαρμόσει στην Ρωσία. Έτσι, ο Ερντογάν χρησιμοποίησε εξουσίες έκτακτης ανάγκης για να πραγματοποιήσει μια ευρεία καταστολή της κοινωνίας, στοχεύοντας όχι μόνο ύποπτους πραξικοπηματίες, αλλά και κεντρώους, φιλελεύθερους, αριστερούς, σοσιαλιστές, Κούρδους εθνικιστές, ακόμη και συντηρητικούς που του εναντιώθηκαν.
Στην συνέχεια, το 2017, ο Ερντογάν ξεκίνησε ένα δημοψήφισμα -την πρώτη στημένη [εκλογική] κούρσα της βασιλείας του- για να αλλάξει το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας από κοινοβουλευτική δημοκρατία σε προεδρικό σύστημα, μια κίνηση που θα του έδινε περισσότερες σαρωτικές εκτελεστικές εξουσίες. Ακόμη και με τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που του έδινε η θέση του˙ ωστόσο, δεν μπόρεσε να κερδίσει αυτό το δημοψήφισμα δίκαια. Μετά το κλείσιμο της κάλπης και ενώ η καταμέτρηση βρισκόταν σε εξέλιξη, το εκλογικό συμβούλιο της χώρας, λαμβάνοντας γραμμή από τον Ερντογάν, δήλωσε ότι παρόλο που μόνο τα ψηφοδέλτια με σφραγίδα του συμβουλίου καταμετρώντο ως έγκυρα μέχρι εκείνη την στιγμή στις τουρκικές εκλογές, και τα ψηφοδέλτια χωρίς σφραγίδα μπορούσαν πλέον να καταμετρηθούν -και ότι 2,4 εκατομμύρια ψηφοδέλτια χωρίς σφραγίδα που είχαν εμφανιστεί ξαφνικά θα μπορούσαν να προστεθούν στην τελική καταμέτρηση. Ως αποτέλεσμα, ο Ερντογάν «κέρδισε» το δημοψήφισμα με διαφορά 1,7 εκατομμυρίων ψήφων.
Η συνταγματική αλλαγή τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο του 2018 και έδωσε στον Ερντογάν νέες εξουσίες, καθιστώντας τον ταυτόχρονα αρχηγό κράτους, αρχηγό της κυβέρνησης, αρχηγό του κυβερνώντος κόμματος, αρχηγό της αστυνομίας (μια πανεθνική δύναμη στην Τουρκία), και αρχηγό του στρατού ως αρχιστράτηγος. Ακριβώς όπως ο Πούτιν είχε αποκτήσει σαρωτικές εκτελεστικές εξουσίες στην Ρωσία, ο Ερντογάν είχε γίνει πλέον ο πιο ισχυρός εκλεγμένος ηγέτης της Τουρκίας μετά την πρώτη ελεύθερη και δίκαιη ψηφοφορία της χώρας το 1950 -στην πραγματικότητα ένας νέος Σουλτάνος. Πιο συμβολικά, όπως ο Πούτιν, ο οποίος όλο και περισσότερο εμφανίζει τον εαυτό του ως διάδοχο των μεγαλύτερων τσάρων της Ρωσίας, ο Ερντογάν άρχισε επίσης να αγκαλιάζει τα στολίδια ενός αυτοκρατορικού αρχηγού κράτους. Ήδη το 2014, είχε εγκαταλείψει το Cankaya, ένα ανεπιτήδευτο συγκρότημα επαύλεων και το παραδοσιακό γραφείο των προέδρων της Τουρκίας πριν από αυτόν, υπέρ του Bestepe, ενός τεράστιου παλατιού 1.200 δωματίων και γραφείων στην Άγκυρα. Και συνέχισε να επαναχρησιμοποιεί τα ανάκτορα της Οθωμανικής εποχής της Κωνσταντινούπολης ως κυβερνητικά γραφεία, σε μια προσπάθεια να αναδειχθεί ως νεο-οθωμανός ηγέτης της Τουρκίας.
Εκτός από την ενίσχυση της εξουσίας του, η συναναστροφή του Ερντογάν με τον Πούτιν είχε ήδη σημαντικές συνέπειες τόσο για την Ρωσία όσο και για την Δύση. Από το 2016, ο Πούτιν έχει διευκολύνει τέσσερις τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Συρία για να υπονομεύσει το συριακό παρακλάδι του PKK, τις YPG —βοηθώντας στην δημιουργία μιας άποψης μεταξύ των ελίτ ασφαλείας της Τουρκίας και του κοινού ότι η Ρωσία είναι καλύτερος και πιο ειλικρινής εταίρος της Τουρκίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εν τω μεταξύ, η στρατιωτική επιτυχία του Ερντογάν κατά των YPG στην Συρία βοήθησε την εικόνα του στο εσωτερικό, όπου πολλοί θεωρούν το PKK ως θανάσιμη απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Σε αντάλλαγμα, ο Ερντογάν έχει προσφέρει στον Πούτιν μια χείρα βοηθείας στον πόλεμο της Ουκρανίας. Αν και η Άγκυρα έχει υποστηρίξει στρατιωτικά την Ουκρανία -τα τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη βοήθησαν να αποτραπεί η πτώση του Κιέβου στα χέρια της Ρωσίας κατά την αρχική blitzkrieg φάση του πολέμου- ο Ερντογάν έχει διατηρήσει τους δεσμούς με τη Ρωσία ανοιχτούς οικονομικά. Με το να μην συμμετάσχει στις κυρώσεις υπό τις ΗΠΑ κατά της Ρωσίας, ο Ερντογάν παρείχε στον Πούτιν πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και επέτρεψε στους ολιγάρχες του, στους οποίους πλέον απαγορεύονται οι διακοπές στην γαλλική Ριβιέρα, να παρεπιδημούν στην τουρκική Ριβιέρα.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ;
Εν μέσω αυτής της αυξανόμενης συνεργασίας με τη Ρωσία, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Ερντογάν κατάφερε να δημιουργήσει ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα στις εκλογές του Μαΐου. Οι τακτικές που χρησιμοποίησε -ελέγχοντας ποιοι υποψήφιοι θα κατέβαιναν [στις εκλογές] εναντίον του και κυριαρχώντας στον χώρο της ενημέρωσης με ψευδείς ειδήσεις- βγαίνουν από το σενάριο του Πούτιν. Σήμερα, σχεδόν τόσοι Τούρκοι πολίτες πιστεύουν ότι ο Ερντογάν έχει κάνει την Τουρκία βιομηχανικό-στρατιωτικό γίγαντα και ότι, όπως λέει, «οι τρομοκράτες του ΡΚΚ υποστηρίζουν τον Κιλιτσντάρογλου» όσο και οι Ρώσοι που πιστεύουν ότι ο Πούτιν «απο-ναζιστοποιεί» την Ουκρανία και ότι έχει αποκαταστήσει την χαμένη αυτοκρατορική δόξα της Ρωσίας. Όπως ο Πούτιν, ο Ερντογάν έχει κάνει την εκλογική διαδικασία τόσο στρεβλή υπέρ του νυν κυβερνήτη που δεν έχει πλέον σημασία πόσο ελεύθερη είναι η ψήφος. Οι προκαθορισμένες συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθησαν οι εκλογές κατέστησαν σχεδόν αδύνατη την εκλογή άλλου εκτός του σουλτάνου της Τουρκίας —ακόμα και ενόψει μιας ευρείας αντιπολίτευσης και των αυξανόμενων οικονομικών προβλημάτων.
Σε αυτό το στάδιο, ο Ερντογάν και ο Πούτιν έχουν έναν ολοένα και πιο ακατάλυτο δεσμό. Για τον Πούτιν, ο Ερντογάν είναι ένας ομοϊδεάτης ηγέτης μέσω του οποίου μπορεί να αμφισβητήσει έμμεσα την διεθνή υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τάξη πραγμάτων, είτε ασκώντας κριτική στον ρόλο των ΗΠΑ στον πόλεμο της Ουκρανίας είτε βάζοντας εμπόδια στην σκανδιναβική επέκταση του ΝΑΤΟ. Για τον Ερντογάν, ο Ρώσος ηγέτης παρείχε ένα μοντέλο για τον τρόπο εξάλειψης της εγχώριας αντιπολίτευσης και απόκτησης σχεδόν απόλυτης εξουσίας. Εν τω μεταξύ, το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας έχει έρθει πιο κοντά στο ρωσικό από όσο ποτέ στο παρελθόν, όσον αφορά στις κινήσεις του προς ένα ολοένα πιο συγκεντρωτικό εκτελεστικό κράτος. Αυτό συμβαίνει παρά τις συνεχιζόμενες γεωστρατηγικές διαμάχες μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας, που κυμαίνονται από την σύγκρουση στην Κύπρο, όπου η Ρωσία και η Τουρκία ήταν παραδοσιακά σε αντίθετες πλευρές, μέχρι την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία [4], την οποία η Τουρκία θεωρεί απαράδεκτη. Αλλά ακόμη και με αυτά τα άλυτα ζητήματα, ο Πούτιν γνωρίζει ότι με τον Ερντογάν έχει κάνει μια ασφαλή επένδυση: για τον Ρώσο πρόεδρο, όσο περισσότερο ο Ερντογάν κινείται προς μια αυταρχική κατεύθυνση, τόσο πιο πιθανό είναι η Τουρκία να είναι ευέλικτος εταίρος του Κρεμλίνου. Η αυταρχική στροφή της Τουρκίας και ο άξονας της εξωτερικής πολιτικής προς την Ρωσία είναι οι δίδυμοι πυλώνες του Ερντογάν.
Η εκλογική νίκη του Ερντογάν σημαίνει ότι θα συνεχίσει να ευνοεί τη Μόσχα διεθνώς, διατηρώντας ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με την Ρωσία και παρέχοντας στον Πούτιν και στους ολιγάρχες του ζωτικούς τρόπους για να παρακάμψουν τις κυρώσεις. Ο Πούτιν εκμεταλλεύτηκε την βασική ανασφάλεια του Ερντογάν το 2016 —ο Ερντογάν εξακολουθεί να αισθάνεται ότι η εξουσία του είναι αδύναμη, ακόμα κι αν έχει γίνει ο νέος σουλτάνος της Τουρκίας— και μέχρι σήμερα το Κρεμλίνο συνεχίζει να επωφελείται από αυτό. Ο Ερντογάν κάθεται με αγωνία στον θρόνο. Ο Πούτιν το γνωρίζει αυτό και το χρησιμοποιεί για να φέρει τον Ερντογάν πιο κοντά στην τροχιά του και την Άγκυρα πιο κοντά στην τροχιά της Μόσχας.
Πηγή: foreignaffairs.gr