Η σημαντική αναπτυξιακή προοπτική των μικρών επιχειρήσεων … Του Γεώργιου Ι. Δουκίδη

219

Του Γεώργιου Ι. Δουκίδη*

Οι 20.000 μικρές επιχειρήσεις (10-49 άτομα προσωπικό) που λειτουργούν στη χώρα μας είναι από τους κύριους εργοδοτικούς πυλώνες με 400.000 εργαζόμενους. Έχουν κερδοφορία ανά €1 πωλήσεων μόλις στα €0,13 και συνολικές εξαγωγές στα €3,5 δισ., όταν οι μεσαίες επιχειρήσεις (50-249 άτομα προσωπικό) του σε πλήθος είναι μόλις 3.000, έχουν κερδοφορία αντίστοιχα στα €0,15 και εξαγωγές στα €5,6 δισ. Παρ’ όλα αυτά συμβάλλουν κατά 20% στη συνολική εθνική προστιθέμενη Η αξία, ενώ έχουν εξαιρετική αναπτυξιακή προοπτική αφού οι μισές εταιρείες ανήκουν σε εξαγωγικούς κλάδους, χωρίς όμως να αξιοποιούν ουσιαστικά το πλεονέκτημα αυτό.

Πέρα από το μέγεθος και την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, οι μικρές επιχειρήσεις επηρεάζονται αρνητικά από την έλλειψη χρηματοδότησης και το μη φιλικό περιβάλλον στο επιχειρείν. Λόγω της ευελιξίας του μικρού μεγέθους τους και της οικογενειακής παράδοσης, γνωρίζουν πολύ καλά την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων/υπηρεσιών, Τους λείπει όμως η εξειδικευμένη γνώση και οι αναγκαίοι πόροι για να εξάγουν τα προϊόντα τους, να εισέλθουν σε νέες αγορές και να επεκτείνουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Επειδή όμως είναι οι εταιρείες που έχουν τη μεγαλύτερη προοπτική για εξωστρεφή ανάπτυξη- που αποτελεί το κύριο εθνικό αναπτυξιακό μοντέλο- είναι λογικό να είναι στόχος η αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους, που συνήθως πιστεύεται ότι πραγματοποιείται μόνο με βίαιη αύξηση του μεγέθους τους μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Υπάρχουν όμως εναλλακτικές.

Πρόσφατη μελέτη του ΟΠΑ ανέλυσε την αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών από τις μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα και κατέγραψε τις συνθήκες που επιτρέπουν τη σωστή αξιοποίησή τους για επιχειρηματικά οφέλη μέσω της διαχείρισης των σχέσεων με τους πελάτες, της αύξησης της παραγωγικότητας και διαχείρισης των πόρων, της υποστήριξης στη λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων. Ένα μικρό ποσοστό (1 στις 8) ήδη το καταφέρνει αυτό με την έξυπνη αξιοποίηση συμπληρωματικών τεχνολογιών, ενώ οι σχετικές επενδύσεις είναι πλέον πιο προσιτές λόγω των υπηρεσιών cloud και η αναγκαία τεχνογνωσία είναι πιο εύκολα προσβάσιμη μέσω του Διαδικτύου.

Οι ηλεκτρονικές αγορές επιτρέπουν επίσης τη δυναμική ψηφιακή παρουσία των μικρών επιχειρήσεων με ποιοτικά προϊόντα/υπηρεσίες (που ανήκουν στον ίδιο κλάδο ή/και στην ίδια γεωγραφική περιοχή) στις διεθνείς αγορές. Παρότι παραμένουν ανεξάρτητες εταιρείες, οι ηλεκτρονικές αγορές δημιουργούν την αίσθηση μιας μεγάλης εικονικής επιχείρησης με όλα τα σχετικά πλεονεκτήματα στη διαπραγμάτευση με τους μεγάλες πελάτες αλλά και στην αξιόπιστη διανομή των προϊόντων. Ειδικά αν το προϊόν έχει ψηφιακή διάσταση τότε θεωρητικά το κόστος διανομής μηδενίζεται αφού η διάθεση μπορεί να γίνει ψηφιακά μέσω του Διαδικτύου, που σημαίνει την άμεση εξυπηρέτηση των διεθνών αγορών χωρίς να είναι αναγκαία η ύπαρξη των κοστοβόρων φυσικών δικτύων και των αναγκαίων πόρων που δεν είναι διαθέσιμοι από τις μικρές εταιρείες.

Τέλος, απαιτούνται εξειδικευμένες πολιτικές για εξωστρεφή ενίσχυση μικρών εταιρειών στους κλάδους που έχουν ήδη εξαγωγική δραστηριότητα, την αναβάθμιση του κλαδικού branding διεθνώς και την επίλυση προβλημάτων στη διακίνηση των προϊόντων και τη διαχείριση των διεθνών εμπορικών συμφωνιών και συναλλαγών. Για κάθε έναν από τους 15 τέτοιους εξαγωγικούς υποκλάδους που διαθέτει η χώρα μας, χρειάζεται εξειδικευμένη στρατηγική υποστήριξης των μικρών εταιρειών γιατί διαφορετικές είναι για παράδειγμα οι ανάγκες μεταξύ μιας τυροκομικής μονάδας, μιας εταιρείας εξόρυξης μαρμάρου, ενός παραγωγού Κουφωμάτων αλουμινίου, μιας οινοποιητικής μονάδας, ενός παραγωγού υδροπονικής ντομάτας και ενός μικρού ξενοδοχείου. Σίγουρα όμως απαιτείται ένα αναβαθμισμένο πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των επιχειρηματιών του ίδιου κλάδου για να αξιοποιηθούν οι οικονομίες κλίμακος σε όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας στο πλαίσιο φυσικών ή ψηφιακών κλαδικών clusters.

*καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών