Του Ηλία Καραβόλια
H κοινωνία ενδοβάλλει εν μέσω πανδημίας, περιφέρει την επιθυμία μέσα στην υπερεπικοινωνία, στην υπερπληροφόρηση, στην διαρκή συνδεσιμότητα. Το κάθε μέλος της ζεί για την ταχύτητα πρόσβασης στην είδηση, στην φήμη, στο ερέθισμα, στο ψευδοσυμβάν : όποιος το πει πρώτος κερδίζει. Όποιος γράψει πρώτος το σχόλιο, νιώθει μέρος του συμβάντος, κομμάτι της ιστορίας που τρέχει.
Το πλήθος πέφτει έτσι σε συνεχές θυμικό κενό, ενα «αδυνάτισμα της συνείδησης του χρόνου» όπως έγραψε ο Thomas Mann στο Μαγικό Βουνό. Και η παγίδα για το υποκείμενο είναι πάντα η ίδια : πρέπει να δηλώνεις τι είσαι, με ποιόν είσαι, πρέπει να παίρνεις θέση για όλα, να ακολουθείς έναν σκοπό (πχ. γιατί γράφω άραγε αυτό το κείμενο),αλλιώς είσαι ύποπτος ή φλύαρος που απλά αμπελοφιλοσοφεί.
Πάνω στην έκσταση της επικοινωνίας, αν δεν σιωπάς ή δεν διαλέγεις στρατόπεδο στην είδηση, κατηγοριοποιήσε στους συνένοχους. Αν δεν μεταλλαχθείς σε εισαγγελέα/κατήγορο/συνήγορο τότε θα κουβαλάς την απροσδιόριστη καφκική ενοχή στον (διαδικτυακό πλέον) πύργο.
Στην πραγματικότητα καλείσαι μέσα στα social media να ανήκεις κάπου : να κάνεις δηλαδή την υποτιθέμενη ιδεολογία σου δημόσιο θέαμα για κάθε συμβάν. Οφείλεις να επιθυμείς το δόγμα σου για κάθε ζήτημα αλλιώς θα νιώθεις αποκλεισμένος από την κοινότητα.
Το υποκείμενο γράφει για να αυτοκαταταχθεί στους “έξυπνους” και να προκαλέσει τους “ηλίθιους” : οι δήθεν ικανοί εγκαλούν τους άσχετους, οι δήθεν ρεαλιστές τους ιδεοληπτικούς. Είτε αφορά θέματα της καθημερινότητας είτε γεωπολιτικά διεθνή ζητήματα, ο υπερσυνδεδεμένος νεοέλληνας ξέρει να βάζει ετικέτα στους άλλους. Δεν ζει χωρίς αυτή την πρακτική, δεν θρέφεται αλλιώς η εμμονή της αντιδραστικής του ρητορικής.
Η μαζική συμμετοχή στον επικοινωνιακό γαλαξία της ηλεκτρονικής δικτύωσης γεννάει απροσδιόριστα νοήματα, ατελή κατανόηση του παρόντος. Οι διαδραστικοί χρήστες νομίζουν ότι συμμετέχουν και παρεμβαίνουν στα δρώμενα : νομίζουν ότι πολιτεύονται. Πίσω από την έκσταση της επικοινωνίας κρύβεται το απωθημένο της πολιτικής.
Οι δε ειδήσεις στα ΜΜΕ και στο internet ακολουθούνται από σχόλια με εύκολους χαρακτηρισμούς, υπερβολές, δημαγωγία, εύκολα συμπεράσματα, ανακρίβειες, προχειρολογία και ισχυρογνωμοσύνη. Είναι ο καθρέφτης της γενικότερης έλλειψης της στοιχειώδους κοινωνικής συνεννόησης. Αυτή η έλλειψη δεν αναπαράγει απλά τα φθαρμένα νοήματα αλλά γεννάει αντιπαλότητες και μίση.
Κάποιοι θεωρούν ότι Δημοκρατία είναι να λές και να γράφεις ότι θέλεις. Αγνοούν ότι η ελευθερία έκφρασης δεν είναι ασύδοτο δικαίωμα. Αγνοούν το όριο. Αυτή ακριβώς την έλλειψη συνειδητής αντίληψης για το οριακό, το μεταιχμιακό, το κρίσιμο εκείνο σημείο της υπέρβασης των δικαιωμάτων μας, είναι που πληρώνουμε πανάκριβα σε αυτό τον τόπο.
Μιλάμε πολύ, γράφουμε πολύ, φωνάζουμε πολύ, διαφωνούμε πολύ. Ακόμα και στις περισσότερες περιπτώσεις που υποτίθεται ότι συμφωνούμε, συνήθως είναι γιατί μας βολεύει και σαν τυφλοί υπήκοοι αποδεχόμαστε την στρεβλή πραγματικότητα μεταξύ μας.
Μια κοινωνία που υπερεπικοινωνεί, μια κοινωνία που υπερβάλλει, που κυριαρχείται απο ασυντόνιστους διαχωρισμούς, στρατόπεδα, κλίκες, στην ουσία δεν μιλάει καθόλου με τον εαυτό της. Δεν έχει χρόνο για δημιουργικό στοχασμό. Ούτε με το παρελθόν, ούτε με το μέλλον της. Δεν βουτάει την γλώσσα της στον ιστορικό της νου και δεν ελέγχει το κοινωνικό υπερεγώ της. Ένα μονίμως αδόμητο συλλογικό ασυνείδητο θα ανασύρεται στην επιφάνεια για να μας διαχωρίζει ως υποκείμενα, σχεδόν για τα πάντα.
Μια διχοτομημένη κοινωνία, στην οποία η θεαματική επικοινωνία υπερχειλίζει την δεξαμενή της σκέψης και της δράσης, δυστυχώς δεν μπορεί να παράγει παιδεία, κουλτούρα και πολιτισμό, όση επικοινωνία και αν παράγει. Και χωρίς τα πρώτα, η δεύτερη δεν έχει καμία αξία χρήσης…