Του Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη*
Η πέμπτη επέτειος από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 θα δώσει αφορμή για εορτασμούς και πανηγυρικές δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας. Αποτελεί όμως και αφορμή ανασκοπήσεως των γεγονότων της τελευταίας πενταετίας. Η Τουρκία του 2021 διαφέρει ουσιωδώς αυτής του 2016. Η απόπειρα πραξικοπήματος λειτούργησε ως αφορμή για να επιταχυνθεί η ενίσχυση των αυταρχικών χαρακτηριστικών του τουρκικού καθεστώτος. Η κήρυξη καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης χρησίμευσε ως εργαλείο πολιτικών εκκαθαρίσεων και αναχαράξεως του πολιτικού χάρτη της χώρας. Αυτή επικυρώθηκε με την αναθεώρηση του συντάγματος και την εισαγωγή ενός συγκεντρωτικού προεδρικού συστήματος όπως εγκρίθηκε από το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου 2017, που υποτίθεται ότι θα συνέβαλλε σε ένα πλέον λειτουργικό σύστημα διακυβερνήσεως. Η εμπειρία των τελευταίων ετών έχει καταδείξει ότι το προεδρικό σύστημα ουδόλως συνέβαλε στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διευθέτηση των κυβερνητικών υποθέσεων. Αντιθέτως οδήγησε σε καθυστερήσεις, σώρευση και αδυναμία αντιμετωπίσεως των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα.
Η επιρροή του ακροδεξιού κυβερνητικού εταίρου Κόμματος Εθνικιστικής Δράσεως (MHP) αλλά και μέχρι πρότινος περιθωριακών ισλαμιστικών οργανώσεων στην πολιτική ατζέντα αλλά και τον κρατικό μηχανισμό αυξήθηκε πέραν πάσης προσδοκίας. Αυτή εκδηλώθηκε και με την υιοθέτηση πολιτικής καταστολής κάθε αντιπολιτευομένης ομάδος, του φιλοκουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP), του φεμινιστικού κινήματος αλλά και με ενέργειες υψηλού πολιτικού και πολιτισμικού συμβολισμού, όπως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος και η αποχώρηση της Τουρκίας από την Σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως για τα Δικαιώματα των Γυναικών.
Επίσης αξιοσημείωτη και καθοριστική για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις την τελευταία πενταετία υπήρξε η αποκατάσταση και η άνοδος της επιρροής μιας ομάδος αποστράτων αξιωματικών που είχαν διωχθεί από την κυβέρνηση Ερντογάν ενόσω συνεχιζόταν η συνεργασία της με την οργάνωση του Φετχουλλάχ Γκιουλέν. Η προαγωγή του λεγομένου «Δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδος» υπό τον Τζέμ Γκιούρντενιζ και τον Τζιχάντ Γιαϊτζή υπήρξε συνέπεια των ανακατατάξεων πού επήλθαν ως απόρροια της απόπειρας πραξικοπήματος, διευκολύνθηκε από τις τουρκικές φιλοδοξίες και επέμβαση στην Λιβύη και συνέβαλε αποφασιστικά στην σύναψη του τουρκολιβυκού μνημονίου του Νοεμβρίου 2018 και την ραγδαία επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αν και τους τελευταίους μήνες η συμμαχία διερράγη μετά την σύλληψη του Τζέμ Γκιούρντενιζ και άλλων ομοϊδεατών αποστράτων που υπέγραψαν δήλωση καταδίκης της τουρκικής πολιτικής για την διώρυγα της Κωνσταντινουπόλεως και την Συνθήκη του Μοντρέ, οι απόψεις τους εξακολουθούν να επηρεάζουν την χάραξη πολιτικής.
Τέλος, αν και η καταστολή της απόπειρας πραξικοπήματος έδωσε την ευκαιρία να διακηρυχθεί η ανάγκη ενότητος στον κρατικό μηχανισμό, οι φατριασμοί παραμένουν ισχυροί. Μπορεί η οργάνωση του Φετχουλλάχ Γκιουλέν να βρίσκεται πλέον υπό διωγμόν και εκτός κυκλωμάτων εξουσίας, η ενότητα όμως της κυβερνητικής συμμαχίας απειλείται από νέες αντιπαραθέσεις πολιτικών και ηγετών του υποκόσμου. Η αντιπαράθεση της ηγετικής φυσιογνωμίας του τουρκικού υποκόσμου Σεντάτ Πεκέρ με τον ομόλογό του και εκλεκτό του ΜΗΡ Αλαατίν Τσακιτζή, αλλά και με τον υπουργό εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού, λίγους μήνες μετά την υποχρέωση σε παραίτηση του γαμπρού του Τούρκου προέδρου Μπεράτ Αλμπαϊράκ, δείχνει πόσο διχασμένη παραμένει η κυβερνητική παράταξη και πώς παρά το νέο σύνταγμα ο Τούρκος πρόεδρος μοιράζεται την εξουσία του με θεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες.
*αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)