Του Ηλία Καραβόλια
«…όλο το έθνος προσκυνά, σώβρακα και φανέλες…»
( Τζίμης Πανούσης)
Φανατιζόμαστε με τις ομάδες μεταξύ άλλων και για να «ξεχνάμε» ότι δεν ανήκουμε όλοι στην ίδια τάξη. Η ομάδα είναι το ιδανικό. Είναι ο τόπος στην επικράτεια του ιδεώδους βιώματος. Το υποκείμενο ταυτίζεται, «πεθαίνει» για αυτήν. Η εξέδρα είναι ο λόφος των αγωνιστών που παρακολουθούν τον πόλεμο στο πεδίο της μάχης αφού το παιχνίδι είναι κανονικός πόλεμος.
Όμως οι μάζες ξεχνούν ότι έγινε «πόλεμος εκατομμυρίων» με συμβόλαια εξωπραγματικά για παίχτες, προπονητές και χορηγούς.
Η ομάδα έγινε εταιρεία. Και αν «πεθαίνεις» για αυτή, ξεχνάς ότι μερικές φορές χρυσοπληρώνεις για να εισπράξεις το συναίσθημα της νίκης.
Αλλά στην πραγματικότητα δεν διαφέρεις από το γρανάζι της πολυεθνικής που αλλοτριώθηκε και έχει εσωτερικεύσει την εταιρική κουλτούρα, που έγινε «ένα» με τα αφεντικά και τους μετόχους πάνω από αυτόν.
Οι μέρες γεμίζουν στον καπιταλισμό με τον αθλητισμό, αιώνες τώρα. Και το υπερτροφικό εγώ του ψηφιακού κόσμου «γεμιζει» με τον πρωταθλητισμό που κάνει η ομάδα.
Η αλλοτριωμένη υποκειμενοποίηση αντικαθιστά την υγιή κοινωνικοποίηση και η ταυτότητα του καθενός συντίθεται μεταξύ άλλων και απο τα κύπελλα της φανέλας.
Ξέρεις όμως φίλε αναγνώστη πόσο βολεύει το σύστημα και τη εξουσία να ανταγωνίζονται ολιγάρχες ως ιδιοκτήτες δήθεν «συλλόγων» έχοντας πρώτα φανατίσει με τα εκατομμύρια τους, τόσους πιστούς ;
Αναλογιστήκαμε ποτέ τι γλυτώνει το κλειστό ολιγοπωλιακό κύκλωμα οικονομίας – πολιτικής, όταν με το «όπιο του λαού» οι πολίτες- φίλαθλοι παραγκωνίζουν και απωθούν συλλογικές παθογένειες και άγχη της καθημερινότητας ;
Η εξέδρα είναι αταξική επικράτεια εκτόνωσης, εκτός σύγκρισης με τον άλλο, δημόσιος χώρος άνευ κοινωνικής διαστρωμάτωσης ( παρά τις πρώτες θέσεις στα γήπεδα).
Και φυσικά οι βρισιές εκστομίζονται είτε έχεις είτε δεν έχεις κουλτούρα ή πτυχία.
Ο δε εμφύλιος σε ιντερνετικά και πραγματικά καφενεία, για το ντέρμπι που δεν έληξε, αφήνει στο περιθώριο του γίγνεσθαι τον ταξικό διαχωρισμό, τις ανισότητες που θεριεύουν και τον ελλειπτικό ιδεολογικο-πολιτικό διάλογο που αδυνατεί να συνθέσει η κοινωνία.
Δεν είναι «ελληνικές αθλητικές ομάδες» αυτό που βλέπουμε ( μπάσκετ – ποδόσφαιρο ) : είναι ο νεοελληνικός καπιταλισμός που επενδύει σε ξένους «υπαλλήλους»( παίχτες ή προπονητές) και κατακτώνται τα κύπελλα ακόμα και πανευρωπαϊκά.
Η δε παραγοντικά βία ( ειδικά μερικών αδιόρθωτων μανιακών) δεν είναι «οπαδική» αλλά ηγεμονική βία.
Είναι θεατρική και σχεδόν στημένη βία κυριαρχίας και επιβολής στις μάζες που πληρώνουν και απολαμβάνουν όχι μόνο τα καλάθια και τα γκολ, τις νίκες και τους τίτλους αλλά κυρίως το συναίσθημα της συμμετοχής στην ιδιαίτερη αυτή βία εκτόνωσης.
Ο παραγοντικός ναρκισσισμός εξουσίας και δύναμης από ζάμπλουτος προέδρους δεν καπηλεύεται μόνο τα απλά φίλαθλα αισθήματα των πολλών.
Ποντάρει στις αρχέγονες ορμές από αγέλες φανατικών οπαδών που «ζουν» όχι μόνο για τον σύλλογο τους αλλά και για την κατατρόπωση και εξαφάνιση των αντιπάλων : είναι η ήττα του εκείνο το απολαυσιακό σύμπτωμα που βιώνεται μοναδικά ( και αμέσως μετά το παιχνίδι γεμίζουν τα social με πολεμικές ιαχές και εμφυλιοπολεμικές διαμάχες).
Και αυτές οι φανατισμένες μάζες, που ενίοτε χρυσοπληρώνουν τους συλλόγους, ακολουθώντας τους παντού, είναι η πρώτη ύλη για τους τζίρους που αφορούν φυσικά τους καπιταλιστές – ιδιοκτήτες των ομάδων, και μόνο αυτούς.
Το ξαναλέω : πέρα από το διώξιμο του άγχους επιβίωσης, φανατιζόμαστε για να «ξεχνάμε» ότι δεν ανήκουμε όλοι στην ίδια τάξη . Αλλά αυτό μας το «υπενθυμίζει» η βία των παραγόντων…