Η ζοφερή «μεγάλη εικόνα» πίσω από τους δασμούς Τραμπ… Του Γιώργου Παπανικολάου

17

Του Γιώργου Παπανικολάου

Οσοι κριτικάρουν τη νέα προεδρία Τραμπ για το σχέδιό της να αλλάξει τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, υπερασπιζόμενοι τα επιτεύγματα του παρελθόντος, μάλλον δεν έχουν αντιληφθεί ποιο είναι το πρόβλημα, ούτε πόσο έχει καθυστερήσει η επίλυσή του.

Το πρόβλημα είναι ότι στο διάστημα των τελευταίων δύο δεκαετιών, όταν τα ανεπτυγμένα κράτη -με ελάχιστες εξαιρέσεις- βούλιαξαν στα ελλείμματα και τα χρέη, οι μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες (με κορυφαίο παράδειγμα την Κίνα) αποκτούσαν ολοένα μεγαλύτερο μερτικό στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα.

To έτος 2000 η Δύση συνολικά διέθετε το 75% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, οι ΗΠΑ μόνες τους το 25%, ενώ η Κίνα είχε το 6%. Σήμερα η Κίνα κατέχει περίπου το 35% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, ενώ οι ΗΠΑ το 12%, η «πρωταθλήτρια Ευρώπης» Γερμανία μόλις το 4%, με την Ιταλία και τη Γαλλία να έχουν από 2%.

Ίσως εξίσου ανησυχητικό για τη Δύση, το ίδιο φαίνεται σταδιακά να συμβαίνει και γενικότερα, με την καινοτομία, τουλάχιστον σε σχέση με την Κίνα.

Η επίδραση της πανδημίας και της γεωπολιτικής έντασης

Τέτοιου είδους αλλαγές ισορροπιών ίσως να μετρούσαν λιγότερο αν ζούσαμε ακόμη στην εποχή της Pax Americana. Όπου οι κάτοικοι της Δύσης θα μπορούσαν να αφοσιωθούν στην παραγωγή «υπηρεσιών και καινοτομίας», πηγαίνοντας ολοένα και υψηλότερα στη λεγόμενη «αλυσίδα αξίας».

Ήρθαν όμως πρώτα η πανδημία και μετά ο πόλεμος στην Ουκρανία, για να δείξουν πόσο ευάλωτες είναι οι διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού, αλλά και ποιες είναι οι γεωπολιτικές επιπτώσεις της αποβιομηχάνισης: Η Ρωσία, συγκριτικά ασήμαντη σε δολαριακό ΑΕΠ, καταφέρνει επί τρία χρόνια να αναμετράται με επιτυχία, σε πυρομαχικά και στρατιωτικό υλικό, με ολόκληρη τη Δύση.

Πέρα αυτών, όμως, διάχυτη είναι η αρνητική επίδραση στις δυτικές κοινωνίες. Σύμφωνα με την παγκόσμια έρευνα Edelman Trust Barometer, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στις ανεπτυγμένες οικονομίες αισθάνονται έντονη δυσαρέσκεια και έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις «ελίτ». Κορυφαίο ίσως εύρημα η αίσθηση της πλειονότητας ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει για τις επόμενες γενιές, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις προσδοκίες στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι οικονομικές ανισορροπίες έχουν αποκτήσει διάσταση κοινωνικής και πολιτικής ωρολογιακής βόμβας για τη Δύση.

Έστω και με 20 χρόνια καθυστέρηση (ο διάσημος Γουόρεν Μπάφετ είχε προειδοποιήσει ήδη από το 2003), ένα μέρος του οικονομικού κατεστημένου των ΗΠΑ, που στηρίζει τώρα τον Τραμπ, κατάλαβε ότι η κατάσταση με τα ελλείματα, τα χρέη και την αποβιομηχάνιση, φτάνει στο απροχώρητο.

Αν δεν διέθεταν την ισχύ του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος (που όμως τελεί ολοένα και περισσότερο υπό απειλή), τα μεγάλα δίδυμα ελλείμματα των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με το χρέος τους, που συναγωνίζεται ως ποσοστό του ΑΕΠ αυτό της Ιταλίας, θα είχαν ήδη οδηγήσει προ πολλού σε οδυνηρά μέτρα.

Κι αν δεν είχαν προηγηθεί δεκαετίες μεγάλων εξοπλιστικών δαπανών, η Αμερική θα βρισκόταν ήδη στη σκιά της συμβατικής στρατιωτικής ισχύος της Κίνας, που σήμερα, για να αναφέρουμε ένα εντυπωσιακό παράδειγμα, διαθέτει… 232 φορές μεγαλύτερη ναυπηγική ικανότητα από τη χώρα που κέρδισε τον πόλεμο στον Ειρηνικό, χάρη στο ναυτικό της!

Σε επικίνδυνους καιρούς απαιτούνται παράτολμα μέτρα

«Σε επικίνδυνους καιρούς απαιτούνται παράτολμα μέτρα» λέει μια εκδοχή του αγγλικού ρητού, που όπως φαίνεται, εφαρμόζει η νέα διοίκηση Τραμπ, αναγνωρίζοντας ότι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη βιομηχανία, με τους καθιερωμένους όρους εμπορίου, έχει περάσει ανεπιστρεπτί στην Ανατολή.

Κι αυτό δεν αντιμετωπίζεται με απλή «διαχείριση», παρά μόνο με μια προσπάθεια ριζικών αλλαγών στη λειτουργία των διεθνών οικονομικών σχέσεων, μέρος της οποίας είναι και οι δασμοί. Το ερώτημα, όμως, εάν μετά από τόσο μεγάλη καθυστέρηση, το σχέδιο μπορεί να επιτύχει, δεν έχει σίγουρη απάντηση.

Λόγω του εκλογικού κύκλου, η διοίκηση Τραμπ πιέζεται χρονικά να φέρει αποτελέσματα. Για αυτό και οι σύνθετες ενέργειες ενός περίπλοκου, πρακτικά αδοκίμαστου και σίγουρα επικίνδυνου σχεδίου εκτελούνται γρήγορα με τρόπο συχνά αντιφατικό και απρόβλεπτο, αντικατοπτρίζοντας βεβαίως και τον χαρακτήρα του ιδίου. Και η λογική τού «Πρώτα η Αμερική» οδηγεί σε επιβολή μέτρων, ακόμη και εναντίον των παραδοσιακών συμμάχων.

Η επιτυχία σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από το αν μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου θα συρθεί από τους υψηλούς δασμούς σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης επιμέρους συμφωνιών, που να συμφέρουν τις ΗΠΑ περισσότερο από την προηγούμενη κατάσταση.

Τέτοιου είδους επαφές φαίνεται ότι έχουν ήδη ξεκινήσει με ορισμένες χώρες, όπως το Βιετνάμ, με την επιδίωξη να δημιουργηθεί ένα «ντόμινο» ανάλογων συμφωνιών, όπου το ένα κράτος θα συμπαρασύρει άλλα.

Δεν πρέπει να αγνοηθεί, επίσης, ότι ο Τραμπ επιβάλλει στην Κίνα εξαιρετικά υψηλούς δασμούς, γνωρίζοντας ότι ο μεγάλος ανταγωνιστής της αμερικανικής οικονομίας ποντάρει αυτή την περίοδο στις εξαγωγές, περισσότερο ίσως από ποτέ, λόγω των προβλημάτων εσωτερικής ζήτησης και αποπληθωρισμού που αντιμετωπίζει. 

Αν όμως δεν πετύχει η προσπάθεια του Τραμπ και επιμείνει επί μακρόν στους γενικευμένους πολύ υψηλούς δασμούς, σε ένα «τεστ αντοχής» με άλλες οικονομίες που θα έχουν επίσης τείχος δασμών, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι πολύ βαριές για όλους.

Η Ευρώπη σε πρωτόγνωρες συμπληγάδες

Στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ συνδυάζεται με την αμερικανική απαίτηση για υπερβολικές στρατιωτικές δαπάνες (ύψους 5% του ΑΕΠ), δημιουργώντας «σοκ» στις ηγεσίες της.

Διότι αυτά συμβαίνουν ενόσω η Ευρώπη είχε μόλις αρχίσει να διαπιστώνει, με μεγάλη καθυστέρηση, τα κενά στην ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία, το έλλειμμα ανάπτυξης και την αμυντική ανεπάρκειά της.

Πριν εκδηλωθούν οι κινήσεις της διοίκησης Τραμπ, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δήλωναν ότι θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματα μέσα στο εδραιωμένο διεθνές πλαίσιο. Η de facto αλλαγή αυτού του πλαισίου, εκτός του ότι δημιουργεί νέες συνθήκες, προκαλεί και ένα βασικό ερώτημα που ως τώρα περνά απαρατήρητο:

Εάν η ισχυρότερη χώρα της Δύσης πετάει «πετσέτα» και αλλάζει το σύστημα που η ίδια καθιέρωσε, τι σημαίνει αυτό για τις πιθανότητες της Ευρώπης (που πάσχει από ανάλογα και σε ορισμένες περιπτώσεις σοβαρότερα προβλήματα), να συνεχίσει να κινείται με επιτυχία, στις παλιές προδιαγραφές;

Να δώσουμε ένα απλό πρακτικό παράδειγμα: Εάν οι ΗΠΑ κρατήσουν τους υψηλούς δασμούς απέναντι στην Ασία, είναι βέβαιο ότι η Ευρώπη θα δεχθεί εμπορική «επίθεση», με κατακλυσμό ασιατικών προϊόντων. Που σημαίνει ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα αναγκαστεί να παίξει το παιχνίδι «δασμοί ή νέες συμφωνίες» που ξεκίνησε ο Ντόναλντ Τραμπ.

Αφετηρία οι προτάσεις Ντράγκι και Λέτα

Πριν λοιπόν αποφασίσει πώς θα αντιδράσει, η ΕΕ θα πρέπει πρώτα να εξετάσει αν οι ΗΠΑ έχουν ορθούς λόγους που επιδιώκουν να αλλάξουν τους όρους του παγκόσμιου οικονομικού παιχνιδιού (ανεξάρτητα από το πώς το κάνουν), ώστε να καταλήξει πώς θα κινηθεί η ίδια στις νέες συνθήκες, χωρίς να επηρεάζεται από ιδεολογικές αγκυλώσεις για την οικονομία και τη γεωπολιτική.

Όμως, η πολυμερής και γραφειοκρατική φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες, το επίπεδο των ηγεσιών και τα αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ χωρών, δεν προοιωνίζονται αποτελεσματικές και έγκαιρες διεργασίες.

Στιβαρή αφετηρία πάντως, υπάρχει. Είναι οι εκθέσεις Ντράγκι και Λέτα για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και τη μετάβαση σε πραγματικά ενιαία εσωτερική αγορά.

Όπως άλλωστε επισήμανε πρόσφατα ο Μάριο Ντράγκι, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει εσωτερικά εμπόδια, δηλαδή έμμεσους δασμούς, από 45% έως 110%, στη δήθεν «ενιαία» αγορά της, πολύ βαρύτερους από τους δασμούς του Τραμπ.

Ας ξεκινήσει από αυτό…

Πηγή: euro2day.gr