Ηγεμονία και λόγος στον Α. Γκράμσι… Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

267

Το βιβλίο του Δημ. Δημητράκου για τον Ιταλό στοχαστή και τις θέσεις του απέναντι στο πρόβλημα της κατάκτησης της εξουσίας, είναι πολύ απλά εκπληκτικό.

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

«Ηγεμονία και Λόγος» είναι ο τίτλος ‘«ο Αντώνιο Γκράμσι και το πρόβλημα της κατάκτησης της εξουσίας» ο υπότιτλος’ ο ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δημήτρης Δημητρακος ο συγγραφέας` το «Επίκεντρο» ο εκδοτικός οίκος και η Μαριλένα Κασιμάτη-Δημητράκου η επιμελήτρια του φωτογραφικού υλικού. Όσο για το βιβλίο, είναι επίκαιρο, εντυπωσιακό σε ανάλυση και ερμηνεία φιλοσοφικής σκέψης και πολύτιμο εργαλείο για να καταλάβει κανείς τα όρια της σκέψης του Μάρξ, αλλά και τις τεράστιες παρερμηνείες που υπέστη.

Ο Δημήτρης Δημητρακος με υποδειγματική σαφήνεια λόγου, παρουσιάζοντας τη σκέψη, την αντίληψη και το όραμα τον Αντώνιο Γκράμσι, στην ουσία προσφέρει στον αναγνώστη, που προσπαθεί να καταλάβει, πολλά ερμηνευτικά εργαλεία, που καταλήγουν σε μια διαπίστωση: ο εφαρμοσμένος κομμουνισμός υπήρξε μια τεράστια απάτη, με απίστευτα εγκλήματα στο παθητικό του, τα οποία δεν έχουν καμμίαν απολύτως ιδεολογική και φιλοσοφική δικαίωση.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Αντόνιο Γκράμσι (1891-1937), ιδρυτής το 1921 του ΚΚ Ιταλίας, παρά τη γνωριμία του με τον Μπενίτο Μουσολίνο, όσο αυτός ήταν μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, όταν οι φασίστες κατέλαβαν την εξουσία στην Ιταλία, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλακή, όπου και πέθανε από τις κακουχίες.

Παρ’ όλα αυτά, από το 1926 έως το θάνατό του ο Ιταλός στοχαστής έγραψε 2848 σελίδες χειρόγραφα, τα οποία εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο «Τετράδια της Φυλακής».

Στα χειρόγραφα αυτά, ο Αντώνιο Γκράμσι ασχολείται με την ιδεολογία και την εκπαίδευση σε μεγάλο βαθμό, αναφερόμενος στο ρόλο των υποτελών τάξεων, τις οποίες σωστά κατά τη γνώμη μας, ο Δημήτρης Δημητρακος αποκαλεί υπεξούσιες κοινωνικές ομάδες. Κατά τον συγγραφέα του βιβλίου που παρουσιάζουμε, «…μέσα στο πρόταγμα του Γκράμσι που ήταν η μεταλλαγή των υπεξούσιων κοινωνικών ομάδων σε ηγεμονικές, εντάσσεται και η προσπάθεια την οποία κατέβαλε να ανανεώσει τον μαρξισμό, να του δώσει μια κριτική διάσταση, σε αντίθεση με τον δογματισμό που είχε επιβάλει ο Στάλιν σε όλο το κομμουνιστικό στρατόπεδο. Ο Γκράμσι δεν αμφισβήτησε τον σταλινισμό, αλλά κληροδότησε στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου είχε ηγηθεί, μια αντιδογματική στάση. Ο αντιδογματισμός του ήταν συνδεδεμένος με μια ανεξάρτητη πολιτική βούληση που εξέφρασε το κόμμα του, σε αντίθεση με άλλα κόμματα στο κομμουνιστικό στρατόπεδο.

Επιπλέον, ο αντιδογματισμός αυτός είχε βαθιές ρίζες και ήταν θεωρητικά επεξεργασμένος. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο επηρέασε τα μέγιστα αυτό που αργότερα ονομάστηκε «δυτικός μαρξισμός». Ο μαρξισμός αυτός αναπτύχθηκε στις δυτικές χώρες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν μια συνειδητή προσπάθεια μέρους της σύγχρονης αριστεράς να προτείνει λύσεις στα αδιέξοδα που αντιμετώπιζε η μαρξιστική θεωρία και η σύνδεσή της με την πρακτική της εφαρμογή στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Ο Αντόνιο Γκράμσι ήταν ανάμεσα στους πρώτους σημαντικούς στοχαστές που αντιλήφθηκαν την ανάγκη, όχι μόνο ανανέωσης, αλλά, ενδεχομένως, υπέρβασης του μαρξισμού. Θέλησε να συλλάβει τον μαρξισμό σαν «ανοιχτό κύκλο», κατά την έκφρασή του, να του δώσει μια κριτική διάσταση. Θεώρησε ότι στη μεγάλη «ηθική και διανοητική αναμόρφωση» όλης της κοινωνίας που συνιστούσε το πρόταγμά του, ο ανανεωμένος μαρξισμός θα έπαιζε κύριο καθοδηγητικό ρόλο.

Το πρόταγμα του Γκράμσι δεν αναγόταν σε ένα απλό πολιτικό πρόγραμμα. Απαιτούσε συγχρόνως και ριζικές αλλαγές στα πολιτικά ήθη και στον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας, πάντα τονίζοντας την ανάγκη ταύτισης μεταξύ θεωρίας και πράξης. Την ανάγκη αυτή την έβλεπε ως κυρίαρχο στοιχείο της φιλοσοφίας δράσης που πρέπει να κυριαρχεί στο επαναστατικό κίνημα. Γι’ αυτό και καταδίκαζε ορισμένες κομματικές πρακτικές, που πηγάζουν ακριβώς από την αναντιστοιχία μεταξύ θεωρίας και πράξης, όπως είναι η υποκρισία, η πολιτική μεγαλοστομία και ο δογματισμός. Επέμεινε επίσης στην ανάγκη να λέγεται η αλήθεια στην πολιτική. Το 1921 πρόβαλε στην προμετωπίδα της εφημερίδας L’OrdineNuovo, της οποίας ήταν τότε διευθυντής, τη φράση: «Το να λέει κανείς την αλήθεια είναι επαναστατικό». Αργότερα, το 1926, διαφώνησε ριζικά με τον στενό του φίλο Παλμίρο Τολιάτι αναφορικά με τη στάση που θα έπρεπε να τηρήσουν οι Ιταλοί κομμουνιστές στη διαμάχη εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, μεταξύ Στάλιν και Τρότσκι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίπτωση αυτή η διαφωνία του επικεντρώθηκε στην ανάγκη να λέει κανείς την αλήθεια στην πολιτική, ζήτημα στο οποίο παρέμεινε ανυποχώρητος….».

Με βάση το σκεπτικό που προηγείται ο Δημ. Δημητρακος, αφού σε μια πρώτη προσπάθεια δεν μπόρεσε να βρει λύση στο γκραμσιακό πρόβλημα της μαρξιστικής ανανέωσης,.. καθ’ όσον το θεωρητικό πλαίσιο του μαρξισμού την αποκλείει, θεώρησε εν τούτοις την κληρονομιά του Γκράμσι τεράστιο μάθημα ορθολογισμού και πολιτικής ηθικής. Υπό αυτή την έννοια, τονίζει ο ίδιος, το βιβλίο του, αποτελεί μια σημαντική – ίσως τη σημαντικότερη – προσπάθεια να καταστεί ο μαρξισμός «ανοιχτός κύκλος».

Πως όμως μπορεί να συμβεί αυτό, όταν ο ίδιος ο Μαρξ με την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, άνοιξε την πόρτα σε μια ιστορική αντιδημοκρατική εκτροπή; Διότι πολύ απλά, ο σταλινισμός, ο πολποτισμός και ο μποϊσμός, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την εγκληματική ερμηνεία της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Αυτήν που ο Γκράμσι θέλησε να αποφύγει, δίνοντας μεγάλη έμφαση στη χειραφέτηση ων υπεξούσιων τάξεων.

Πολύ σωστά έτσι ο Δημ. Δημητράκος γράφει: «…..Η μετατροπή των υπεξούσιων τάξεων σε ιθύνουσες είναι εγχείρημα μακράς πνοής, απαιτητικό και περίπλοκο, με κυρίαρχο το παιδαγωγικό / παιδευτικό στοιχείο. Στην ουσία, η διεύρυνση του ιστορικού υποκειμένου σημαίνει αναβάθμιση των υπεξούσιων κοινωνικών ομάδων μέσω μιας παιδευτικής κατά κύριο λόγο διαδικασίας, εξ ου και η σύζευξη της παιδευτικής αρχής με την έννοια της ηγεμονίας στη σκέψη του Γκράμσι…..

Κατά τον Γκράμσι, μια τέτοια διαδικασία εξορθολογισμού σημαίνει πρωτίστως ανάδυση της αρχής της συλλογικότητας, σύνδεση του ορθολογικού στοιχείου με το συλλογικό πνεύμα, με το πνεύμα της κοινότητας.

Σε αυτό το σημείο ανακύπτει ένα ερώτημα, το οποίο θεωρώ θεμελιώδες και αυτό είναι αν ο Γκράμσι πρέπει να θεωρηθεί ορθολογιστής με την ισχυρή έννοια του όρου. Πιστεύω ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι καταφατική. Αυτό φαίνεται από την έμφαση που δίνει ο Γκράμσι στη σημασία της πειθούς και της παίδευσης, στην προσπάθεια, δηλαδή, διαμόρφωσης μιας έλλογης βούλησης, σε συνδυασμό και με την αντιρομαντική και αντιρητορική του στάση στην πολιτική. Ήταν πάντα ενάντιος στην υπερβολή και στην επαναστατική μεγαλορρημοσύνη, στη χρήση «επιπόλαιων κόκκινων φράσεων» (frasi superficialmente scarlatte), και θεωρούσε ότι ο πολιτικός ρεαλισμός αποτελεί επαναστατικό καθήκον…

Ο ορθολογισμός του Γκράμσι συνδέεται άρρηκτα με την αντίληψή του για την οργανικότητα. Οι «οργανικές» προσεγγίσεις της πραγματικότητας είναι και ορθολογικές. Ορθολογική είναι επίσης η αισιοδοξία του Γκράμσι, έστω και αν πρόκειται για αισιοδοξία της βούλησης, η οποία συνδυάζεται με απαισιοδοξία του πνεύματος (σύμφωνα με τη γνωστή φράση του Ρομέν Ρολάν που ο Γκράμσι τη χρησιμοποιούσε συχνά). Οι επιστολές του στον καθηγητή Τζίνο Τζίνι επιβεβαιώνουν την ορθολογική αισιοδοξία του Γκράμσι, αυτή τη φορά με αφορμή τη δεκτικότητα και τη νηφαλιότητα των πολιτών….».

Πλούσιο σε βιβλιογραφία και παραπομπές, το έργο του Δημ. Δημητράκου, μεταξύ άλλων, ανοίγει το δρόμο και για τη μελέτη του ιταλικής εμπνεύσεως φιλελεύθερου σοσιαλισμού, φαινόμενο που αποτυπώθηκε στην πολιτική πορεία της χώρας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και με τις κυβερνητικές θητείες των Πρόντι, Ρέντζι και σήμερα Μάριο Ντραγκι.