ΗΠΑ: Η ΑΝΤΙΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΛΥΣΗ… Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

31

Σαρανταπέντε χρόνια μετά τη φιλελεύθερη λύση του Ρόναλντ Ρέιγκαν στην Αμερική, ο Ντόναλντ Τράμπ, χρησιμοποιώντας το ίδιο περίπου σύνθημα του τότε προέδρου, ακολουθεί τον αντίθετο ακριβώς δρόμο. Πρόκειται για την τακτική του «ανταγωνιστικού αυταρχισμού», με την οποίαν επιχειρεί να διαλύσει και την Ευρωπαϊκή Ένωση

Του Aθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Με κάποιες εξαιρέσεις, ελάχιστοι είναι αυτοί που θυμούνται την προεκλογική καμπάνια του Ρόναλντ Ρήγκαν το 1980, με αντίπαλο τον τότε εν ενεργεία πρόεδρο των Η.Π.Α. Τζίμμυ Κάρτερ. Στις 19 Ιουλίου 1980, ο Ρέιγκαν ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία με μια θυελλώδη συγκέντρωση στο Τέξας. Εκεί λάνσαρε το σύνθημα της εκστρατείας, «Μπορούμε να κάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη». Ζήτησε έτσι δραστικές περικοπές στη «μεγάλη κυβέρνηση» και δεσμεύτηκε να επιτύχει έναν ισοσκελισμένο προυπολογισμό για πρώτη φορά από το 1969. Σε μια συγκέντρωση στη Νέα Υόρκη στις 5 Αυγούστου, ο Ρέιγκαν πρότεινε μια καλύτερη μεταχείριση των νέων στον νόμο για τον κατώτατο μισθό και ενθάρρυνση των επιχειρήσεων να προσλαμβάνουν ανειδίκευτους και άνεργους μαύρους νέους. Απευθυνόμενος στους μαύρους ψηφοφόρους, είπε: «….Αυτό που θέλω για την Αμερική είναι… σχεδόν αυτό που θέλει και η συντριπτική πλειοψηφία των μαύρων Αμερικανών….».

Επίσης, εκείνη την περίοδο, ο Αμερικανός υποψήφιος έκανε λόγο για «διεθνή ειρήνη μέσω δύναμης», για τόνωση της επιχειρηματικότητας και της δημιουργίας και θεώρησε ότι η απελευθέρωση της οικονομίας από συντεχνιακές και πελατειακές δυνάμεις, ήταν αφ’ εαυτής παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης και ανάδειξης νέων θέσεων εργασίας.

Είναι ανάγκη να υπογραμμιστεί επίσης, όπως επισημαίνει και ο ιστορικός Nial Freguson, ότι αν και έχει γίνει της μόδας να πιστώνουμε στον τότε Σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, στην πραγματικότητα ήταν η κυβέρνηση Ρέιγκαν που ανάγκασε τη Μόσχα να ακολουθήσει μια οδό μεταρρυθμίσεων, που τελικά οδήγησε στον παροπλισμό και στο τέλος της σοβιετικής αυτοκρατορίας στην Ανατολική Ευρώπη.

Είναι αξιοσημείωτο ακόμα το γεγονός ότι εκείνα τα χρόνια, ταυτόχρονα με την απελευθέρωση της αμερικανικής οικονομίας, ο Ρέιγκαν απέρριπτε τον ολοκληρωτισμό ως ιδεολογία και επεκτατική στρατηγική. Ξεκινώντας επίσης σε θεωρητικό κυρίως επίπεδο, τον περίφημο «πόλεμο των άστρων», υιοθέτησε στην Αμερική μια σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την τεχνολογική υπεροχή των αμερικανικών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας.. Όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ωστόσο, στράφηκε σε μια σειρά συναντήσεων κορυφής με τον Γκορμπατσόφ, που τελικά προκάλεσαν μία συμφωνία για αφοπλισμό και θετικές ανακατατάξεις στο γεωπολιτικό πεδίο.

Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κατέρρεε το τότε σοβιετικό καθεστώς, η Αμερική που παραλάμβανε ο Μπιλ Κλίντον, μετά τις προεδρίες Ρέιγκαν και πατρός Μπους, ήταν πραγματικά μεγάλη και πανίσχυρη. Ήταν επίσης μια ισχυρή ιδεολογικά οντότητα, που ήθελε να προωθήσει τη φιλελεύθερη δημοκρατία, με ισχυρό μέσο την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας Με πιο απλά λόγια, η τότε Αμερική ήταν από κάθε άποψη, μαζί με τη Δύση, η μεγάλη νικήτρια του Ψυχρού Πολέμου.

Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι αυτή η συνολική νίκη ενός συστήματος απέναντι ενός άλλου, το οποίο είχε καταρρεύσει από μόνο του, ήταν περισσότερο από ηχηρό χαστούκι για ένα τεράστιο φάσμα ιδεολόγων, πολιτών, καιροσκόπων της πολιτικής, αλλά και εραστών της απόλυτης αυταρχικής εξουσίας.

Στην Κίνα για παράδειγμα, το ΚΚΚίνας, καταλάβαινε ότι δεν θα είχε κανένα μέλλον αν δεν υιοθετούσε τους δυτικούς τρόπους παραγωγής πλούτου και οικονομικής διοίκησης, με ταυτόχρονη ενσωμάτωση της κινέζικης οικονομίας στον νέο και υπό εκκόλαψη τότε παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας.

Τον καταμερισμό αυτόν, για πολλές δεκαετίες εξάλλου, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Κίνας και της Ρωσίας του είχαν αγνοήσει και αποφύγει..μπάς και «μολυνθούν» από το μικρόβιο του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας. Για τον ίδιο λόγο εξάλλου, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και της αρχής πτώσης και άλλων αυταρχικών καθεστώτων διεθνώς, οι δυνάμεις λαικισμού και του αντιφιλελευθερισμού, ακροαριστερές και ακροδεξιές, ενώθηκαν και άρχισαν να βάλουν κατά της παγκοσμιοποίησης και της εξάπλωσης του κράτους δικαίου.

Με αφετηρία μεγάλες διαδηλώσεις στη Γένοβα, στο Σιάτλ το 1999 και αλλού, οι παραπάνω δυνάμεις, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ξεκίνησαν τον πόλεμο κατά της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», με απώτερο στόχο τους έναν και μόνο, την ανακοπή της πορείας του διεθνούς εκδημοκρατισμού. Στην ουσία αυτή η τακτική των απογοητευμένων του υπαρκτού σοσιαλισμού και του ακροαριστερού φασισμού ήταν μια επίθεση κατά της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας και αποτελούσε μεγάλο δώρο για τις δεξιές δυνάμεις του λαϊκισμού και της εθνοκαπηλείας.

Στο πλαίσιο αυτό, πολιτικοί όπως ο Ντόναλντ Τράμπ, η Μαρίν Λεπέν, ο Β. Ορμπαν, ο Γκ. Βίλντερς η Τζ. Μελόνι και άλλοι, αντελήφθησαν ότι η παγκοσμιοποίηση είχε πολλούς κερδισμένους στην Κίνα και τον αναπτυσσόμενο ασιατικό κυρίως κόσμο, αλλά αρκετούς δυσαρεστημένους στην ήδη αναπτυγμένη Δύση.

Ήταν μια πολυάριθμη πολιτική πελατεία, η οποία θα έτεινε ευήκοον ούς σε εθνικιστικές και λαϊκίστικες κορώνες και εύκολα θα αποδεχόταν νέους εχθρούς, όπως οι περίφημες «ελίτ» λόγου χάρη.

Στη βάση αυτής της λογικής και με την εμπειρία που ο Τράμπ είχε αποκτήσει από την πρώτη προεδρική του θητεία, ο ίδιος και οι σύμβουλοί του, επεξεργάστηκαν τη θεωρία του ανταγωνιστικού αυταρχισμού, που είναι μια νέα μορφή παράκαμψης του κράτους δικαίου.

Κατά τον καθηγητή Στήβεν Λεβίτσκυ, του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, «ο ανταγωνιστικός αυταρχισμός, δεν απαιτεί την καταστροφή της συνταγματικής τάξης και δεν είναι μορφή μονοκομματικής δικτατορίας. Πρόκειται για ένα σύστημα στο οποίο τα κόμματα ανταγωνίζονται στις εκλογές, πλην όμως το κόμμα που επικρατεί κάνει τέτοια κατάχρηση εξουσίας ώστε να περιθωριοποιεί την αντιπολίτευση».

«….Οι περισσότερες απολυταρχίες που εμφανίστηκαν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου…..», γράφουν στο “Foreign Affairs” οι καθηγητές Στήβεν Λεβίτσκυ και Λάκαν Δ. Γουαίη, «εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία, συμπεριλαμβανομένου του Περού του Alberto Fujimori, της Βενεζουέλας του Hugo Chavez και του σύγχρονου Ελ Σαλβαδόρ, της Ουγγαρίας, της Ινδίας, της Τυνησίας και της Τουρκίας. Υπό τον ανταγωνιστικό αυταρχισμό, η επίσημη αρχιτεκτονική της δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των πολυκομματικών εκλογών, παραμένει ανέπαφη. Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης είναι νόμιμες και υπέργειες και διεκδικούν σοβαρά την εξουσία. Οι εκλογές είναι συχνά έντονες μάχες, στις οποίες οι υφιστάμενοι κυβερνώντες πρέπει να το ιδρώσουν. Και από καιρό σε καιρό, οι κατεστημένοι κυβερνώντες χάνουν, όπως έκαναν στη Μαλαισία το 2018 και στην Πολωνία το 2023. Αλλά το σύστημα δεν είναι δημοκρατικό, επειδή οι κατεστημένοι κυβερνώντες φτιάχνουν το παιχνίδι αναπτύσσοντας τον κυβερνητικό μηχανισμό για να επιτεθούν σε αντιπάλους και να συμμετάσχουν σε επικριτές. Ο ανταγωνισμός είναι πραγματικός αλλά άδικος…..».

Τα γεγονότα στην Καλιφόρνια και στο Λος Άντζελες, είναι σαφές ότι για τη διοίκηση Τράμπ, αποτελούν έμπρακτη απόδειξη των προθέσεών της, οι οποίες ενισχύονται και από τα τραγικά λάθη διακυβέρνησης των Δημοκρατικών τα χρόνια που προηγήθηκαν. Προφανώς με. τα συνθήματα που ο Ρόναλντ Ρέιγκαν είχε χαράξει την πορεία της Αμερικής προς την επικράτηση της απέναντι στον ολοκληρωτισμό, ο σημερινός πρόεδρος θέλει να επιβάλλει τον αυταρχισμό ως όπλο κατά της Κίνας και του Πούτιν.

Μάλλον όμως πλανάται πλάνη οικτρά….