Της Σώτης Τριανταφύλλου
Ισραήλ – Παλαιστίνη: Από τη σύγκρουση δια πληρεξουσίου, σε μια εκστρατεία αυτοκτονίας μεγάλης κλίμακας
Να τι ζητούν πάνω κάτω οι Παλαιστίνιοι
- Τον τερματισμό της επέκτασης των ισραηλινών οικισμών σε εδάφη πέραν των συνόρων του 1967 και επιστροφή στα σύνορα πριν από τον πόλεμο του 1967
- Ολόκληρη την Ιερουσαλήμ, ως πρωτεύουσα του κράτους της Παλαιστίνης
- Την απελευθέρωση όλων των Παλαιστινίων αιχμαλώτων που κρατούνται στις ισραηλινές φυλακές, συμπεριλαμβανομένων όσων καταδικάστηκαν για τρομοκρατικές ενέργειες
- Την αναγνώριση του δικαιώματος επιστροφής όλων των Παλαιστινίων της διασποράς
- Μια σειρά από μικρότερα, ειδικά ζητήματα, όπως η άδεια κατασκευής αεροδρομίου στην περιοχή της Ραμάλα, στην κεντρική Δυτική Όχθη.
Να τι ζητούν πάνω κάτω οι Ισραηλινοί
- Την κυριαρχία επί της Ιερουσαλήμ, συμπεριλαμβανομένης της Παλιάς Πόλης
- Τη συνοριοθέτηση βάσει των συνόρων του 1967, με ανταλλαγές εδαφών λαμβάνοντας υπόψη τους ισραηλινούς οικισμούς στη Δυτική Όχθη
- Την αναγνώριση του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους
- Αποστρατιωτικοποιημένο παλαιστινιακό κράτος
- Το δικαίωμα επιστροφής για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες μόνο στην Παλαιστίνη, όχι στο Ισραήλ
- Μια ποικιλία από άλλα μικρότερα ζητήματα, όπως οι μη μονομερείς εκκλήσεις των Παλαιστινίων στους διεθνείς οργανισμούς.
Ισραήλ – Παλαιστίνη: η ιστορία της σύγκρουσης
Αν και τόσο οι Εβραίοι όσο και οι Άραβες μουσουλμάνοι διεκδικούν την ίδια γη εδώ και χιλιάδες χρόνια, η τρέχουσα πολιτική σύγκρουση χρονολογείται από τις αρχές του 20ού αιώνα. Και επιδεινώθηκε όταν οι Εβραίοι που διέφυγαν από τους διωγμούς στην Ευρώπη συμφώνησαν με τη διεθνή κοινότητα να δημιουργήσουν μια «εθνική πατρίδα» σ’ ένα έδαφος με αραβική και μουσουλμανική πλειοψηφία: αυτό το έδαφος είχε υπάρξει μέρος της Οθωμανικής και αργότερα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, δεν ήταν ποτέ «παλαιστινιακό».
Υπενθυμίζω ότι στις 29 Νοεμβρίου 1947, ο ΟΗΕ αποφάσισε να χωριστεί η Παλαιστίνη σε δύο κράτη, το ισραηλινό (55,5% του εδάφους της) και το αραβικό (45,5%), η δε Ιερουσαλήμ να παραμείνει διεθνής πόλη για περίοδο δέκα ετών και στη συνέχεια οι κάτοικοί της να αποφασίσουν με δημοψήφισμα σε ποιο από τα δύο κράτη θα επιθυμούσαν να ενταχθεί η πόλη τους. Οι Ισραηλινοί αποδέχτηκαν την απόφαση του ΟΗΕ, έχοντας κατά νου να επεκτείνουν το υπό ίδρυση κράτος τους με τις παραστρατιωτικές ομάδες που διέθεταν. Οι Άραβες την απέρριψαν ασυζητητί, καθώς δεν διανοούνταν την ύπαρξη εβραϊκού κράτους στα εδάφη τους. (Η Ελλάδα καταψήφισε την απόφαση επειδή δεν ήθελε να διαταράξει τις σχέσεις της με τους Άραβες.) Έτσι, οι Άραβες, θεωρώντας ότι η γη τούς ανήκε δικαιωματικά, ενεπλάκησαν σε επαναλαμβανόμενες συγκρούσεις με το Ισραήλ, δύο από τις οποίες, εκείνη του 1948 και εκείνη του 1967, είχαν ως αποτέλεσμα τις σημερινές συνοριακές γραμμές.
Ο πόλεμος του 1967 είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τη σημερινή κατάσταση, καθώς τελείωσε με το Ισραήλ να ελέγχει τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, δύο εδάφη όπου ζουν μεγάλοι παλαιστινιακοί πληθυσμοί. Σήμερα, η Δυτική Όχθη ελέγχεται τυπικά από την Παλαιστινιακή Αρχή αλλά βρίσκεται υπό ισραηλινή κατοχή: ισραηλινά στρατεύματα επιβάλλουν περιορισμούς στις κινήσεις και δραστηριότητες των Παλαιστινίων, ενώ, όπως είπα, οι Ισραηλινοί επεκτείνουν τις κοινότητές τους στη Δυτική Όχθη καταλαμβάνοντας γη που «ανήκει» στους Παλαιστινίους. Η Γάζα ελέγχεται από τη Χαμάς —το ισλαμιστικό φονταμενταλιστικό κόμμα που ενισχύεται από το Ιράν— και βρίσκεται υπό ισραηλινό αποκλεισμό, αλλά όχι υπό κατοχή χερσαίων δυνάμεων.
Σήμερα, η mainstream προσέγγιση για την επίλυση της σύγκρουσης είναι η λύση των δύο κρατών που θα καθιστούσε την Παλαιστίνη ανεξάρτητο κράτος στη Γάζα και στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Όχθης, αφήνοντας την υπόλοιπη γη στο Ισραήλ. Αν και το σχέδιο των δύο κρατών είναι ξεκάθαρο στη θεωρία, οι δύο πλευρές είναι βαθιά διχασμένες σχετικά με το πώς θα οργανωθεί και θα λειτουργήσει στην πράξη. Θεωρητικά, η δεύτερη λύση είναι η δημιουργία ενός κράτους, όπου ολόκληρο το έδαφος θα γίνει είτε ένα μεγάλο Ισραήλ είτε μια μεγάλη Παλαιστίνη — αλλά βεβαίως πρόκειται για μια εξεζητημένη φαντασίωση.
Η διεθνής κοινότητα παρέμεινε διχασμένη ανάμεσα στον φιλοαραβισμό των δυτικών ελίτ, τον λαϊκό αντισημιτισμό και προπάντων τη μεροληπτική πρόσληψη των γεγονότων·
Ούτε οι Ισραηλινοί, ούτε οι Παλαιστίνιοι ομοφωνούν μεταξύ τους, αν και ο άμεσος στόχος που ενώνει τους Παλαιστινίους είναι ο τερματισμός της ισραηλινής κατοχής στη Δυτική Όχθη. Ορισμένοι Παλαιστίνιοι αποδέχονται τη λύση των δύο κρατών, με τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας να σχηματίζουν ξεχωριστό παλαιστινιακό κράτος, ενώ άλλοι επιμένουν στη δημιουργία ενός κράτους που θα συγχωνεύει το σημερινό Ισραήλ με πλήρη ισότητα των πολιτών είτε είναι Μουσουλμάνοι είτε Χριστιανοί ή Εβραίοι. Σε αυτό το σενάριο, μπορεί να επιτραπεί στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες να επιστρέψουν στη γη την οποία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το 1948.
Με λίγα λόγια, πολλοί Παλαιστίνιοι, μια οριακή πλειοψηφία που επηρεάζεται από τη Χαμάς, προβάλλουν τη μαξιμαλιστική άποψη για την καταστροφή του Ισραήλ: αυτό ζητούσε αρχικά ο Γιάσερ Αραφάτ και η PLO, πλην όμως από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 την πολιτική αυτή αντικατέστησε η επιθυμία για διαπραγμάτευση. Οι Συμφωνίες του Όσλο (του 1993) κατέδειξαν ότι η τότε παλαιστινιακή ηγεσία θα αναγνώριζε το δικαίωμα ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ με αντάλλαγμα την απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων από τη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη. Όμως, το Ισραήλ δεν έκανε καμιά παραχώρηση — καμιά παραχώρηση δεν έκαναν ούτε οι Παλαιστίνιοι. Αντιθέτως, ο ρεαλισμός και η συμβιβαστικότητα του Αραφάτ θεωρήθηκαν προδοσία και στην PLO επικράτησε σύγχυση: μερικοί μιλούσαν τη γλώσσα της ειρήνης, ενώ άλλοι τροφοδοτούσαν την τρομοκρατία — σε μια εποχή όπου η τρομοκρατία θεωρούνταν «αριστερή» και επαναστατική.
Ο Αραφάτ βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση μέσα στην οργάνωση: έτσι, επέμεινε στο αίτημα της μαζικής επιστροφής των Παλαιστινίων στο Ισραήλ, πράγμα που θα αλλοίωνε τη δημογραφική σύνθεση του εβραϊκού κράτους — χωρίς ο ίδιος να πολυπιστεύει στη σπουδαιότητα αυτής της συμβολικής «επιστροφής»· απλώς, φοβόταν ότι οι συμπατριώτες του θα του έκοβαν το κεφάλι.
Εν πάση περιπτώσει, η ευκαιρία για ειρηνική διευθέτηση με δημιουργία δύο κρατών χάθηκε: έφταιξαν αμφότερες οι πλευρές και η κατάσταση εκτροχιάστηκε ξανά και ξανά, ενώ η διεθνής κοινότητα παρέμεινε διχασμένη ανάμεσα στον φιλοαραβισμό των δυτικών ελίτ, τον λαϊκό αντισημιτισμό και προπάντων τη μεροληπτική πρόσληψη των γεγονότων· τον χαρακτηρισμό των εμπλεκομένων σε θύτες και θύματα. Ως συνήθως, αυτή η διαλεκτική δεν ισχύει και οδηγεί σε λανθασμένες αναλύσεις.
Επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ – Τρία βασικά ερωτήματα
Ποιος είναι ο άμεσος στόχος της; Γιατί έγινε τώρα; Πράγματι, οι ισραηλινές υπηρεσίες δεν ήξεραν τίποτα;
Η Χαμάς δεν μπορεί να μην έχει επίγνωση των δυνατοτήτων της: το να κατακτήσει και να διατηρήσει έδαφος στο Ισραήλ υπερβαίνει κατά πολύ την εμβέλειά της. Εξάλλου, γνωρίζει ότι η εξόντωση Ισραηλινών αμάχων καθιστά το εγχείρημα τρομοκρατικό, άρα η επίθεση που σχεδιάστηκε για να συνταράξει το διεθνές κοινό δεν έχει θετικό αντίκτυπο. Η χρονική στιγμή υποτίθεται ότι επελέγη διότι αυτές οι μέρες είναι η 50ή επέτειος του πολέμου του Γιομ Κιπούρ, τον οποίο θα σχολιάσω λίγο παρακάτω: στην πραγματικότητα, νομίζω ότι η Χαμάς δεν πολυενδιαφέρεται για τόσο λεπτές αποχρώσεις —για επετείους και τέτοια—, επιτίθεται όταν είναι έτοιμη να επιτεθεί.
Γενικά μιλώντας, πρόκειται για μια «στιγμή» που η παλαιστινιακή υπόθεση έχει χάσει μεγάλο μέρος της διεθνούς στήριξης, τόσο εξαιτίας της ισλαμιστικής φυσιογνωμίας της Χαμάς, όσο και της ανικανότητας και της ασχετοσύνης της Παλαιστινιακής Αρχής στη Ραμάλα. Η Χαμάς αντιδρά βιαίως ώστε να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας: υποτίθεται ότι το Ριάντ είναι έτοιμο για το ιστορικό βήμα της εξομάλυνσης των σχέσεων με το Ισραήλ. Ούτε αυτό το πολυπιστεύω — «υποτίθεται» όμως. Παραλλήλως, τα τελευταία χρόνια, το Ισραήλ, παρότι η κυβέρνηση Νεντανιάχου είναι απρόθυμη για οποιονδήποτε συμβιβασμό με τους Παλαιστινίους, έχει αποκτήσει μεγάλη ήπια ισχύ, ενώ οι Παλαιστίνιοι έχουν πλέον ταυτιστεί οριστικά με τον ισλαμιστικό σκοταδισμό και την τρομοκρατία.
Υπενθυμίζω ότι η Χαμάς (ή Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης) είναι σουνιτική παραστρατιωτική οργάνωση και πολιτικό κόμμα που κατέχει σήμερα την πλειοψηφία των εδρών του νομοθετικού συμβουλίου στην Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή και ελέγχει πλήρως τη Λωρίδα της Γάζας. Η Χαμάς έχει πολλά πλοκάμια, μεταξύ των οποίων την ομάδα ισλαμικής προπαγάνδας Νταουάχ, καθώς και τις ένοπλες ταξιαρχίες Ιζ αντ-Ντιν αλ- Κασάμ. Τη Χαμάς ίδρυσαν το 1987 δύο ζηλωτές: ο σεΐχης Αχμέντ Γιασίν (που σκοτώθηκε το 2004) και ο Μοχάμεντ Τάχα από την Παλαιστινιακή πτέρυγα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (πιο φονταμενταλιστής πεθαίνεις), ενώ εκτυλισσόταν η πρώτη Ιντιφάντα με και βομβιστικές ενέργειες κατά του Ισραήλ.
Η Χαμάς χρηματοδοτείται γενναιόδωρα από το Ιράν, την Τουρκία, την παλαιστινιακή ομογένεια και ιδιώτες από άλλες ισλαμικές χώρες
Έκτοτε, μέσω της προπαγάνδας και της δημιουργίας υποδομών —νοσοκομείων, σχολείων, υπηρεσιών— στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα, η Χαμάς έχει αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα ως ανυποχώρητη και γνησίως πατριωτική δύναμη εφόσον κάνει έκκληση για την καταστροφή του Ισραήλ και την αντικατάστασή του με παλαιστινιακό κράτος: στη διακήρυξή της αναφέρει πως δεν υπάρχει λύση για το παλαιστινιακό ζήτημα ει μη μόνον μέσω της Τζιχάντ. Η παλαιότερη οργάνωση, η Φατάχ, στην οποία οφείλεται, εν πολλοίς, το φιλοπαλαιστινιακό αίσθημα —ιδιαίτερα στους κύκλους της διεθνούς αριστεράς και της αντισημιτικής δεξιάς— έχει συμπιεστεί πολύ καθώς η Χαμάς χρηματοδοτείται γενναιόδωρα από το Ιράν, την Τουρκία, την παλαιστινιακή ομογένεια και ιδιώτες από άλλες ισλαμικές χώρες.
Η Χαμάς δικαιολογεί την πρόσφατη επίθεση ως απάντηση στις ισραηλινές εισβολές γύρω από το τέμενος al-Aqsa στην Ιερουσαλήμ: αλλά βεβαίως μπορεί να βρει πολλές αφορμές εφόσον το Ισραήλ, ιδιαίτερα η κυβέρνηση Νεντανιάχου, απορρίπτει κάθε αίτημα των Παλαιστινίων. Αν και το παλαιστινιακό αφήγημα είναι διάτρητο, η στάση του Ισραήλ διαιωνίζει και επιδεικνύει μια κατάσταση που στοιχίζει ακριβά σε όλο τον κόσμο: ενισχύει την τρομοκρατία, ευνοεί την ισλαμιστική ριζοσπαστικοποίηση —στην πραγματικότητα, η Χαμάς είναι σαν το τέρας του Φρανκενστάιν— προκαλεί δυστυχία και επιβαρύνει πολλές χώρες οι οποίες επιδοτούν τους Παλαιστινίους.
Οι Παλαιστίνιοι ζουν με την ελεημοσύνη της ΕΕ, των αραβικών κρατών, των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και διαφόρων υπηρεσιών του ΟΗΕ. Δισεκατομμύρια δολάρια σε διεθνή βοήθεια δέχεται ετησίως και το Ισραήλ στο οποίο, παρεμπιπτόντως, η Γερμανία έχει καταβάλει πάνω από 80 δισεκατομμύρια σε πολεμικές αποζημιώσεις. Η Μέση Ανατολή είναι full time job για πάρα πολλές κυβερνήσεις και για πάρα πολλές δεκαετίες.
Η Χεζμπολάχ στον πόλεμο Χαμάς – Ισραήλ
Στο παιχνίδι συμμετέχει η σιιτική Χεζμπολάχ που σχηματίστηκε με αφορμή την ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο το 1982: ένα φάουλ του Ισραήλ έγινε αιτία να παραμερίσουν —για μια ακόμα φορά— οι σουνίτες τις διαφορές τους με τους σιίτες και να ενωθούν στον αντι-ισραηλινό αγώνα. Η Χεζμπολάχ («Κόμμα του Θεού») που συμμετέχει στην κυβέρνηση και στο κοινοβούλιο του Λιβάνου, υποστηρίζεται από το Ιράν και τη Συρία: οι ένοπλες μονάδες της οργάνωσης τις οποίες εκπαίδευσαν οι «Φρουροί της Ισλαμικής Επανάστασης», στηρίζουν τις δυνάμεις τού Άσαντ στη Συρία εναντίον του σαλαφιστικού Ισλαμικού Κράτους. Οι ενδο-ισλαμικές διενέξεις είναι βεβαίως μια άλλη, αρκετά περίπλοκη ιστορία: αναφέρω ενδεικτικά ότι οι Μουτζαχεντίν μαχητές της Χεζμπολάχ πολέμησαν εναντίον των σερβικών δυνάμεων στον πόλεμο στη Βοσνία, ότι το 2016 ο Αραβικός Σύνδεσμος την κατέταξε στις τρομοκρατικές ομάδες κι ότι η Ρωσία, για να μας εκνευρίσει όλους, τη θεωρεί νόμιμη κοινωνικοπολιτική οργάνωση.
Ο αιφνιδιασμός εκ μέρους της Χαμάς φαίνεται μια παταγώδης αποτυχία των ισραηλινών και αμερικανικών υπηρεσιών — αν και πιθανότατα οι Ισραηλινοί γνώριζαν ότι ετοιμαζόταν επίθεση αλλά δεν ενημέρωσαν την Ουάσιγκτον. Η υποψία μού φαίνεται εύλογη: το Ισραήλ επιθυμεί πόλεμο μέχρι τελικής πτώσεως για να τελειώνει μια και καλή με την παλαιστινιακή ενόχληση — αλλά ίσως κάνω λάθος. Έτσι κι αλλιώς, δεν είναι εύκολο να απαλλαγεί από την ενόχληση· ή μάλλον είναι σχεδόν αδύνατο.
Υπάρχουν λοιπόν δύο επιλογές: η δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, κατά προτίμηση με κάποια γεωγραφική λογική —όχι δηλαδή δύο ζώνες χωρίς γεωγραφική συνέχεια— και το μακελειό με στόχο την οριστική υποταγή των Παλαιστινίων στα σύνορα ενός ισραηλινού κράτους. Η τρίτη επιλογή, αυτή που επιδιώκει η Χαμάς, είναι βεβαίως θεοπάλαβη μολονότι η παρούσα κατάσταση στα κατεχόμενα εδάφη είναι μια υπαίθρια φυλακή για τους Παλαιστινίους: το ότι ολίσθησαν στην ισλαμιστική τρομοκρατία δεν αίρει αυτό το γεγονός. Από την άλλη πλευρά, το ενδεχόμενο οποιασδήποτε υποχώρησης του Ισραήλ έναντι της τρομοκρατίας των Παλαιστινίων θα αποτελούσε θρίαμβο του αραβικού αντι-σιωνισμού και του Ιράν το οποίο σαμποτάρει κάθε προσπάθεια εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων μεταξύ των χωρών της περιοχής. Αν και πολλοί Ισραηλινοί είναι εξουθενωμένοι από το μίσος και τον φόβο, οι κυβερνήσεις που εκλέγουν δεν διατίθενται για την εξεύρεση μέσης λύσης — άρα, μάλλον δεν ξέρουν και οι ίδιοι τι θέλουν.
Όπως είπα, η επίθεση έγινε, ίσως όχι τυχαία, ακριβώς πενήντα χρόνια μετά τον πόλεμο του τέταρτου αραβοϊσραηλινού πολέμου που ξεκίνησε από μια αιφνιδιαστική επίθεση της Συρίας και της Αιγύπτου την ημέρα του Γιομ Κιπούρ, της μεγαλύτερης εβραϊκής εορτής. Η Αίγυπτος και η Συρία πέρασαν τις γραμμές του πυρός στο Σινά στον Νότο και στα Υψώματα του Γκολάν στον Βορρά, εδάφη που είχε προσαρτήσει το Ισραήλ το 1967 στον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Τότε, επρόκειτο για σύγκρουση διά πληρεξουσίου μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ που εξόπλιζαν τους αντίστοιχους εμπόλεμους συμμάχους τους.
Η παλαιστινιακή οργάνωση, όπως όλοι οι ζηλωτές, δεν διστάζει μπροστά στην αιματοχυσία· και είναι έτοιμη να καταστρέψει ό,τι μπορεί να καταστραφεί συμπεριλαμβανομένου του ίδιου της του εαυτού.
Ο πόλεμος τελείωσε με στρατιωτική νίκη του Ισραήλ, αλλά στην ουσία όλες οι πλευρές βρέθηκαν σε αδιέξοδο και δέχτηκαν να διαπραγματευτούν: ήταν η πρώτη φορά από το 1948 που Άραβες και Ισραηλινοί αξιωματούχοι συναντήθηκαν σε απευθείας συνομιλίες. Ωστόσο, αν και η αραβική φιλοδοξία για βίαιη καταστροφή του Ισραήλ έπεσε στο κενό, οι ισραηλινές απώλειες ήταν τόσο μεγάλες ώστε αποφασίστηκε η περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της χώρας: το Ισραήλ έγινε φρούριο.
Προσθέτω ότι στις 17 Οκτωβρίου 1973, ως απάντηση στην αμερικανική υποστήριξη στο Ισραήλ, τα αραβικά μέλη του ΟΠΕΚ, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία —ο πιο ύπουλος παίκτης όλων των εποχών— αποφάσισαν να μειώσουν την πετρελαϊκή παραγωγή κατά 5% μηνιαίως. Κι όταν στις 19 Οκτωβρίου ο πρόεδρος Νίξον εξουσιοδότησε οπλικές προμήθειες και βοήθεια 2,2 δισ. δολαρίων στο Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία κήρυξε εμπάργκο εναντίον των ΗΠΑ, στο οποίο αργότερα εντάχθηκαν κι άλλοι πετρελαϊκοί εξαγωγείς προκαλώντας την ενεργειακή κρίση του 1973-74. Μια ακόμα απόδειξη ότι η αθλιότητα της Μέσης Ανατολής στοιχίζει ακριβά σε όλους.
Το μίσος έχει αρχαίες ρίζες και μπορεί να κλιμακωθεί σε ανήκουστες φρικαλεότητες. Πρόκειται για σύγκρουση θρησκειών και πολιτισμών στην οποία εμπλέκονται τα υπερεθνικιστικά αισθήματα αμφοτέρων των αντιμαχόμενων πλευρών, καθώς και μιας μακράς σειράς δευτερευόντων παικτών. Ωστόσο, το πρόσφατο διάβημα της Χαμάς μοιάζει με αποστολή μαζικής αυτοκτονίας: από την ίδια της τη φύση, η παλαιστινιακή οργάνωση, όπως όλοι οι ζηλωτές, δεν διστάζει μπροστά στην αιματοχυσία· και είναι έτοιμη να καταστρέψει ό,τι μπορεί να καταστραφεί συμπεριλαμβανομένου του ίδιου της του εαυτού. Όσο για τον ρόλο των ΗΠΑ, της ΕΕ, της Ρωσίας και της Κίνας, νομίζω ότι δεν τίθεται ζήτημα συγκεκριμένων συμφερόντων· πρόκειται μάλλον για μια τακτική «ο φίλος του εχθρού μου είναι εχθρός μου» και ο «εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» — ο σίγουρος δρόμος για τη δημιουργία τεράτων.
Πηγή: athensvoice.gr