Δημοσίευση: στο περιοδικό “Οικονομικός Ταχυδρόμος” Φ. 15 (1927) – 11.04.1991
Του Λέανδρου Σλάβη
Δυστυχώς ο Εδουάρδος Μπερνστάιν πέθανε νωρίς. Πολύ νωρίς. Όχι πως και εκείνος σήμερα δεν θα φάνταζε κάπως ξεπερασμένος και αρχαϊκός. Ακόμα και αυτός που τώρα πια αποδεικνύεται ο πιο διορατικός και προσγειωμένος από όλους τους ομοϊδεάτες του, μετά από τόσα χρόνια ραγδαίων εξελίξεων, θα χρειαζόταν κάποιον εκσυγχρονισμό, κάποια προσαρμογή στις σημερινές συνθήκες, κάτι που άλλωστε δεν θα τον έκανε να αισθάνεται καθόλου άσχημα («Κάθε θεωρία είναι καταδικασμένη να μετασχηματίζεται» πίστευε και πρόσθετε «Πρέπει να ξαναεξετάζονται ορισμένες αναλύσεις, κι ας είναι το έργο των θεμελιωτών της θεωρίας ή των επιγόνων τους»). Αλλά να, ο Μπερνστάιν στερήθηκε την ικανοποίηση να παρευρεθεί στην ολοκληρωτική επικράτηση της σοσιαλδημοκρατικής γραμμής, η πατρότητα της οποίας του ανήκει κατά ένα μεγάλο μέρος, επί της ομογάλακτης πλην όμως άσπονδης αδελφής της, και δεν μπορεί ατυχώς να παρασταθεί στον επικήδειο της αντίπαλης τάσης, που, αφού τον λοιδόρησε και τον συκοφάντησε τόσο, αφού θριαμβολόγησε απερίσκεπτα επί δεκαετίες, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Δεν μπορεί τέλος να γευθεί την χαρά της επαλήθευσης πλήθους προβλέψεων και εκτιμήσεών του, παράλληλα δυστυχώς με τη θλίψη που προκαλούν πλείστες όσες νοσηρές καταστάσεις, για την πρόληψη των οποίων είχε έγκαιρα κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου.
Είναι πάντως αλήθεια ότι και η σοσιαλδημοκρατία σήμερα περνάει και αυτή μία δύσκολη περίοδο, όπως το αποδεικνύει και η κρίση του παρακλαδιού της, που μέχρι τώρα εθεωρείτο η βιτρίνα της, του σουηδικού. Δεν συγκλονίζεται συθέμελα ωστόσο. Και ίσως να τα βρίσκει σκούρα ακριβώς επειδή ορισμένες θεωρητικές της αγκυλώσεις την εμπόδισαν να αποφύγει τις ολισθηρές ατραπούς, που εύστοχα είχε επισημάνει ο Μπερνστάιν, και να προσαρμοσθεί έγκαιρα στις σύγχρονες απαιτήσεις. Τίποτε δε δεν δείχνει ότι οδηγείται αναπότρεπτα προς την τελική πτώση. Μπορεί κάλλιστα να απαλλαγεί από κάποιες παρωχημένες δομές και να επανακάμψει στην πολιτική κονίστρα για την πάλη με τις αντίπαλες ιδέες, με τον ζυγό της νίκης να γέρνει πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά, ανάλογα με την εκάστοτε κοινωνική δυναμική και τις ισορροπίες που θα αναπτύσσονται.
Ο Μπερνστάιν υπήρξε ο προπομπός των μεταρρυθμιστών της σοσιαλιστικής οικογένειας, η πρώτη ηγετική φυσιογνωμία που διαφώνησε με την ακραία γραμμή και ήρθε αρκετά νωρίς σε σύγκρουση ακόμα και με προσωπικότητες όπως ο Καρλ Κάουτσκυ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, που “αποστάτησαν” και αυτές με τη σειρά τους αργότερα και βάδισαν στα χνάρια του.
Σήμερα δικαιώνεται, αλλά άδικα θα περίμενε κάποια μεταθανάτια αναγνώριση, τουλάχιστον σ’ αυτή την έρημη γωνιά της γης, όπου οι ιθαγενείς μαρξιστές τον αγνοούν. Όχι ως προς το όνομα. (Πάντα γι’ αυτούς ήταν ο λαομίσητος – όπου ο λαός ταυτιζόταν με την αφεντιά τους – λιποτάκτης και προδότης). Αλλά ως προς την ουσία. Πόσοι από αυτούς που βδελύσσονται ακόμα και στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του, τον έχουν μελετήσει και τον απορρίπτουν με επιχειρήματα και επίγνωση; Ελάχιστοι, αν όχι κανένας. Πώς άλλωστε θα μπορούσαν να τον προσεγγίσουν, ακόμα και εκείνοι που συνιστούν το “ουσιώδες εν ανεπαρκεία” είδος των μη ετερόφωτων, δηλαδή εκείνων που διαμορφώνουν τη γνώμη τους επεκτείνοντας τις μελέτες τους σε κείμενα πέρα από τις “άγιες γραφές”; Κανένα έργο του δεν είναι διαθέσιμο σήμερα (ίσως και να μην ήταν ποτέ) στα ελληνικά, προς δόξαν του εκδοτικού κατεστημένου, το οποίο χρόνια τώρα προσφέρει για διατροφή και διαστροφή του κοινού τον ανθό της πολιτικής διανόησης (Τσαουσέσκου, Γιαρουζέλσκι, ου μην αλλά Κιμ Ιλ Σουγκ!). Προς θεού, έχοντας αυτό το ανεξάντλητο απόθεμα των “δουνάβεων της σκέψης”, με τον Μπερνστάιν θα καταγίνεται;
Και όμως, όλοι αυτοί που σήμερα προβαίνουν σε αυτοκριτική και αναθεωρήσεις (αποφεύγοντας να κατονομάσουν τις τελευταίες έτσι, γιατί ο όρος έχει βεβαρημένο μητρώο), που προσφεύγουν σε οδυνηρά mea culpa, που προσπαθούν να εξωραΐσουν το έρεβος, θα είχαν αποφύγει τις επώδυνες μεταλλάξεις τους αν είχαν ξεφυλλίσει, έστω και φευγαλέα, τα κείμενά του. Τον αποφεύγουν όμως και πάλι. Ίσως μάλιστα να έχουν έναν παραπάνω λόγο να τον απεχθάνονται περισσότερο σήμερα. Η διορατικότητά του καταρρίπτει τα διάφορα άλλοθι της άγνοιας, της αδυναμίας πρόβλεψης, της κακής εκτίμησης. Πώς λοιπόν να μην τον αποστρέφονται όταν τους είχε προειδοποιήσει, ως προφήτης της “γκλάσνοστ” και της “περεστρόικα”, όχι μόνο για τις παρεκτροπές και τις αποτυχίες, στις οποίες οδηγούντο, αλλά και για την αδήριτη ανάγκη της μεταστροφής τους και για τα προβλήματα που θα ανακύπτανε με αυτή. Έγραφε το 1920, με τα πρώτα βήματα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής: «Αλλά ήδη οι μπολσεβίκοι είναι αναγκασμένοι να ξαναεξετάσουν την οικονομική πολιτική τους. Δεν είναι μακριά ο χρόνος όπου θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις: η επιθυμία των λαών για δικαιοσύνη και ελευθερία θα επικρατήσει τελικά. Οι ίδιοι οι μπολσεβίκοι θα υποχρεωθούν μια μέρα να αναθεωρήσουν την πολιτική τους και την ηθική τους.». Είχε από τότε προΐδει μέχρι και τα προβλήματα των εθνοτήτων που ξαναήρθαν στην επιφάνεια με αμείωτη ένταση μόλις το επιτρέψανε οι συνθήκες, μπρος στα έκπληκτα μάτια πολλών αφελών: «Μπορεί κανείς να ανατρέψει μία κυβέρνηση, μία προνομιούχο μειοψηφία, αλλά όχι έναν λαό.»!
Το μεγάλο δυστύχημα βέβαια είναι ότι δεν του είχαν δώσει την πρέπουσα σημασία όχι μόνον οι ταγοί της ορθοδοξίας, αλλά και εκείνοι που θεωρητικά βρίσκονται σε ευθεία γραμμή στην παράδοση της οποίας έβαλε τα θεμέλια. Ακόμα και αυτοί που βρίσκονται στον πολιτικό του αντίποδα κάτι θα είχαν διδαχθεί, αν δεν παίρνανε αψήφιστα τις οξυδερκείς προβλέψεις του.
Γι’ αυτό ίσως τον παραμέλησαν και τον παραμελούν όλοι. Όπως και οι διάφοροι “αιρετικοί” όλων των αποχρώσεων. Πως να του συγχωρήσουν για παράδειγμα οι θιασώτες του συνεταιρισμού και της αυτοδιαχείρισης το ότι δεν του είχαν διαφύγει ούτε οι αντιφάσεις του συστήματος, ούτε οι περιορισμένες δυνατότητές του, ούτε οι δυσλειτουργίες του; Το ότι είτε τον αγνοούσαν, είτε δεν προβληματίστηκαν από τις προβλέψεις του, τους οδήγησε σε αποτυχημένα πειράματα ή σε καταστάσεις που προδίδανε τις βασικές τους αρχές. Ωστόσο, η μικρή ποσοτικά και χρονικά μέχρι τότε εμπειρία δεν τον εμπόδισε να διαπιστώσει ότι: «Η αντίφαση οφείλεται στο ίδιο το γεγονός ότι σ’ αυτή την περίπτωση οι εργάτες είναι οι αποκλειστικοί ιδιοκτήτες της επιχείρησής τους. Ο συνεταιρισμός υποθέτει την ισότητα μέσα στο εργοτάξιο, την πλήρη δημοκρατία. ‘Όμως, αφ’ ης στιγμής η επιχείρηση αποκτήσει ένα κάποιο μέγεθος – που μπορεί να είναι σχετικά μέτριο – η ισότητα εξαφανίζεται γιατί η διαφοροποίηση των καθηκόντων καθίσταται αναγκαία και, μαζί της, η διαβάθμιση. Και, με την απάρνηση της ισότητας, αφαιρείται μία πέτρα που στηρίζει το οικοδόμημα, και, σιγά-σιγά, και οι άλλες πέτρες εξαφανίζονται με τη σειρά τους. Η αποδιάρθρωση αρχίζει και ο συνεταιρισμός μετασχηματίζεται σε συνήθη επιχείρηση. Αν, αντίθετα, συντηρηθεί η ισότητα, οι δυνατότητες επέκτασης εξαντλούνται και ο συνεταιρισμός παραμένει στην εμβρυώδη του μορφή.». Έτσι έθιγε το βασικό πρόβλημα των δυσλειτουργιών των συνεταιρισμών ή γενικότερα των μονάδων που λειτουργούσαν με το σύστημα της αυτοδιαχείρισης, δηλαδή την αποτελεσματικότητα μιας ανακλητής, και κατά συνέπειαν άτολμης, ιεραρχίας: «Αλλά σ’ ό,τι αφορά το έργο της διεύθυνσης ενός εργοστασίου, όπου ενδιαφέρει κάθε μέρα και κάθε ώρα να λαμβάνονται κοινά μέτρα και όπου υφίστανται σταθερές αφορμές τριβών, είναι απαράδεκτο ο διευθυντής να είναι υπάλληλος αυτών που διοικεί και η θέση του να εξαρτάται από την εύνοιά τους ή την κακή διάθεσή τους.». Βέβαια δεν ήταν εναντίον της συνεταιριστικής οργάνωσης. Απλά και λογικά διαφωνούσε με την βεβιασμένη επιβολή της: «Βιώσιμοι συνεταιρισμοί δεν αναδύονται απ’ τη μια μέρα στην άλλη, κατά παραγγελίαν· πρέπει να αναπτυχθούν μόνοι τους και δεν θα το κατορθώσουν παρά μόνον εκεί όπου το πεδίο τους είναι ευνοϊκό.», γιατί ό,τι και να γίνει το κύριο θέμα είναι «οι οικονομικές δυνατότητες των συνεταιρισμών».
Αυτοί όμως που θα επιχαίρουν για την αγνόηση των προβλέψεών του θα είναι ασφαλώς οι ίδιοι οι εργαζόμενοι σε συνεταιριστικές οργανώσεις, πουν επέβαλαν την παρουσία τους μονοπωλιακά σε κάποιους κλάδους. «Με μια παραγωγική συνεταιριστική μονάδα πουν θα αναλάμβανε για δικό της λογαριασμό έναν οποιοδήποτε κλάδο της παραγωγής ή του δημόσιου τομέα, η κοινωνία θα είχε τα ίδια σημεία διαφοράς όπως και με μία κεφαλαιοκρατική επιχείρηση, και είναι δύσκολο να ξέρει κανείς αν οι σχέσεις τους θα ήταν ή όχι πιο άνετες.» είχε προβλέψει και η σημερινή ελληνική πραγματικότητα αποδεικνύει πόσο δικαιολογημένοι ήταν οι ενδοιασμοί του, έστω και αν δεν θέλησε να εκφράσει ρητά αυτό που φοβόταν σ’ αυτή την περικοπή. Το αποτόλμησε όμως καθαρά όταν έθιγε το θέμα του μονοπωλίου των συνδικάτων: «Απόλυτος κύριος ενός ολόκληρου κλάδου της βιομηχανίας, όπως το ονειρευόντουσαν πολλοί παλιοί σοσιαλιστές, το συνδικάτο δεν θα ήταν παρά ένας παραγωγικός συνεταιριστικός οργανισμός με μονοπωλιακό χαρακτήρα… Γι’ αυτό δεν θα ήταν σοσιαλιστικό ένα συνδικάτο που, έστω και αν αγωνιζόταν εναντίον του καπιταλισμού, θα μεταμορφωνόταν σε έναν συντεχνιακό οργανισμό κλεισμένο στον εαυτό του, ή, όμοια, αυτό που θα χειραγωγούσε έναν ολόκληρο βιομηχανικό κλάδο και θα έτεινε να εξασφαλίσει την αποκλειστικότητα της αγοράς…». Γιατί έτσι το συνδικάτο «θα ερχόταν σε αντίφαση με τον σοσιαλισμό και την δημοκρατία» και «εκτεθειμένο στην συλλογική εχθρότητα θα έμοιαζε πολύ με μια κρατική επιχείρηση μιας ολιγαρχικής κοινωνίας: και το ένα και το άλλο δεν έχουν να κάνουν τίποτε με τον σοσιαλισμό».
Εξάλλου το γεγονός ότι για τον Μπερνστάιν «η δημοκρατία είναι η απουσία της ταξικής κυριαρχίας, δηλαδή μια κοινωνική κατάσταση όπου καμμιά τάξη δεν διαθέτει μόνη της ένα πολιτικό προνόμιο» εξηγεί με σαφήνεια γιατί «μία συντεχνία μονοπωλιακού τύπου είναι θεμελιωδώς αντιδημοκρατική».
Με τέτοιες προκλητικές προβλέψεις ήταν επόμενη η περιφρόνηση που τρέφουν προς το πρόσωπό του ορισμένοι. Ακόμη και αν ήταν προσιτός στους ημέτερους συνδικαλιστές, το μόνο πουν θα κατάφερνε θα ήταν να ζητούν να οδηγηθεί στην πυρά και να περιπέσει στη λήθη. Λίγο είναι να τα βάζει με όλα αυτά τα κυκλώματα που η μοναδική τους ενασχόληση είναι η αφαίμαξη της κοινωνίας υπό την απειλή στραγγαλισμού, ή να ξεσκεπάζει όσους ταυτίζουν τον σοσιαλισμό με την εκβιαστική και μονόπλευρη ικανοποίηση των βλέψεών τους; Τον γνήσιο σοσιαλισμό πολλοί τον αγαπούν, αλλά όσο βόσκει στην αυλή του γείτονα.
Αλλά, απτόητος και ενοχλητικός, ο Μπερνστάιν δεν περιορίστηκε στην πρόβλεψη των νοσηρών φαινομένων, στα οποία οδηγούντο θεσμοί κατ’ επίφαση σοσιαλιστικοί, των οποίων κατήγγειλε τον αντιδραστικό και αντικοινωνικό χαρακτήρα. Επεκτάθηκε και στην πρόβλεψη των καταστροφικών συνεπειών της συνεχούς προσφυγής στην κρατική βοήθεια, προσφιλές δεκανίκι όλων των με αρπακτική νοοτροπία συνδικάτων, και αντιτάχθηκε στην απαλλαγή από την ατομική ή την ομαδική υπευθυνότητα: «Ακόμα και η αρχή της ατομικής οικονομικής ευθύνης… δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί από την σοσιαλιστική θεωρία, ούτε να εγκαταλειφθεί υπό οιεσδήποτε συνθήκες.». Κι όμως ο “υπαρκτός” σοσιαλισμός δεν αφαίρεσε, μόνον αυτός, κάθε κίνητρο από τα άτομα, παραμελώντας αυτή την αρχή, αλλά βρήκε μιμητές στο πρόσωπο του δημοκρατικού σοσιαλισμού (με τους διάφορους τριτοκοσμικούς δεν θα πρέπει να ασχολείται κανείς, γιατί προσβάλλουν την έννοια του σοσιαλισμού εξίσου με τον ”υπαρκτό”), αλλά και σε πολλούς συντηρητικούς κύκλους. Άλλωστε η οικονομική υπευθυνότητα είναι βασικό στοιχείο και της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού: «Η δημοκρατία πρέπει λοιπόν να θεμελιωθεί σε μια όσο γίνεται ευρεία αυτονομία, που επιβάλλει την οικονομική υπευθυνότητα και των οργανισμών διαχείρισης και των ενηλίκων ατόμων. Αλλιώς ο γραφειοκρατικός μηχανισμός θα ξεπεράσει σε πολυπλοκότητα και τον απολυταρχικό συγκεντρωτισμό. Τίποτε δεν είναι πιο βλαβερό στην ανάπτυξη της δημοκρατίας από μια καταναγκαστική ομοιομορφία και έναν καταχρηστικό προστατευτισμό.».
Άραγε αντιλαμβάνονται οι διάφοροι καλοθελητές, που ευαγγελίζονται την γενική εξάπλωση της ατομικής και συντεχνιακής ανευθυνότητας σ’ αυτή τη χώρα, που οφείλονται πολλές αναπηρίες της δημοκρατικότητας της ελληνικής κοινωνίας; «Δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς αναρχικός» (βέβαια ο Μπερνστάιν άλλους αναρχικούς είχε υπόψη του και όχι τα κακέκτυπα της πλατείας Εξαρχείων) «για να διαπιστώσουμε ότι η αιώνια επίκληση της κρατικής αρωγής είναι υπερβολική.». Πως λοιπόν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από τους λάτρεις του πατερναλιστικού κράτους όταν υποστήριζε τις υπεύθυνες και ελεύθερες επιλογές του ατόμου, ακόμα και την «ελεύθερη επιλογή γιατρού»(!); Τι θράσος απέναντι σε όσους φρονούν ότι λύση είναι τα πλήρως δημοσιοϋπαλληλοποιημένα συστήματα υγείας.
Μαζί τους θα ενοχλούνταν και οι εκάστοτε επιδρομείς της εξουσίας, όπως οι ιθαγενείς πρασινοφρουροί, που πιστεύουν ότι ο καλύτερος τρόπος άλωσης του κρατικού μηχανισμού είναι το “γιουρούσι”, και δεν θα του συγχωρούσαν το ότι προειδοποιούσε ότι: «αυτό θα είχε ως πρώτη συνέπεια την αντικατάσταση εμπείρων διαχειριστών από αναγκαστικά αδέξιους αρχάριους».
Ακόμα και οι “νεοφιλελεύθεροι” θα τον έβλεπαν με στραβό μάτι, αν είχαν πρόσβαση στη σκέψη του, γιατί θα διαπιστώνανε ότι και αυτόν τον “λαϊκό καπιταλισμό” που μετά φανών και λαμπάδων προβάλλουν μόλις τώρα, αφού τον ανακαλύψανε πρόσφατα, ο Μπερνστάιν, στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, είχε προτείνει να τον λάβουν υπόψη τους οι σοσιαλιστές. Με δεδομένο ότι τότε ήδη στην Αγγλία ο αριθμός των κατόχων μετοχών ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο, διαπίστωνε ότι: «Η αποκέντρωση της βιομηχανικής ιδιοκτησίας παρουσιάζει ορισμένα μειονεκτήματα, όχι μόνον για τους μεταρρυθμιστές, αλλά και για τους σοσιαλιστές που την θεωρούν ως το σκοτεινό σημείο της παρούσας εξέλιξης.». Σκοτεινό σημείο που, όπως προέβλεπε, έμελλε να περιπλέκει πάντα τις κοινωνικές συνθήκες. Είχε όμως και την εύθυμη πλευρά του. Για αριθμητικό παράδειγμα έφερνε την σύνθεση της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων ζυθοποιίας. Εβίβα!
Αλλά και εκείνοι που δεν θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν με το τίποτε μαζί του είναι όσοι ακόμα ζουν με τους μύθους του περασμένου αιώνα, μύθους των οποίων το σαθρό υπόβαθρο είχε αποκαλύψει εδώ και έναν σχεδόν αιώνα. Με το «Μανιφέστο» του Μαρξ στο χέρι, προβλέπανε την τελική κρίση. «Η οικονομική κατάσταση δεν επιδεινώθηκε.», αντέτασσε, «Είναι ανώφελο και παράλογο να αποκρύπτεται το γεγονός.». Προεξοφλούσανε την συνεχή συγκέντρωση πλούτου σε ελάχιστα χέρια. «Ο αριθμός των κατεχόντων δεν μειώθηκε, αυξήθηκε.», διαπίστωνε, «Ο κοινωνικός πλούτος, με τον πολλαπλασιασμό του, δεν συγκεντρώθηκε στα χέρια κάποιων μεγιστάνων, όλο και πιο ολιγάριθμων, όπως το ήθελε η θεωρία. Η τάξη των κεφαλαιοκρατών, αντίθετα, αναπτύχθηκε σε όλα τα επίπεδα.».
Διαβλέπανε εξαφάνιση των μεσαίων τάξεων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, και μερικοί ξεροκέφαλοι επιμένουν ακόμα στο επικείμενο παρόμοιων εξελίξεων. Δεν συμφωνούσε: «Και αν οι μεσαίες τάξεις εξελίχθηκαν, εν τούτοις δεν εξαφανίστηκαν…Είναι εξίσου απατηλό να περιμένει κανείς ότι η μεγάλη βιομηχανία θα απορροφήσει σύντομα και οριστικά τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις με το να πιστεύει σε μία πλήρη απορρόφηση των μικρών και μεσαίων καταστημάτων από τα μεγάλα καπιταλιστικά καταστήματα.». (Πόση ικανοποίηση θα ένιωθε για τις προβλέψεις του, αν μπορούσε να περιπλανηθεί για λίγο στους κατάμεστους από μικρομάγαζα δρόμους των αθηναϊκών συνοικιών!).
Αντίθετα μάλιστα, πολύ σωστά προείδε ότι τα μεγάλα καταστήματα είναι αποτέλεσμα και προϋπόθεση του εξορθολογισμού του εμπορίου: «Νέες εξειδικεύσεις, νέοι συνδυασμοί καταστημάτων βλέπουν το φως της ημέρας, όπως επίσης νέες μορφές και νέες μέθοδοι. Το μεγάλο καπιταλιστικό σύστημα είναι για την ώρα μάλλον ένα προϊόν της τεράστιας αύξησης της μάζας των εμπορευμάτων, παρά ένα όργανο εξαφάνισης του μικρού παρασιτικού εμπορίου. Συνέβαλε πολύ περισσότερο στην έξοδο του μικροεμπορίου από την ρουτίνα και στην απαλλαγή του από μερικές μονοπωλιακές συνήθειες παρά στην καταστροφή του.». Γι’ αυτό και επέπληττε τους προφήτες της μεγάλης κρίσης (που επιβιώνουν αμετανόητοι μέχρι σήμερα): «Αν η γενική κρίση αντιπροσωπεύει τον εγγενή νόμο της καπιταλιστικής παραγωγής, πρέπει να επέλθει στην εποχή μας ή ,μέσα σε ένα προσεχές μέλλον. Ειδάλλως, είναι καθαρός καιροσκοπισμός η πρόβλεψη μιας αναπόφευκτης κρίσης σε ένα απροσδιόριστο μέλλον.». Οι καιροσκόποι, όμως, φαίνεται ότι αφθονούν.
Ωστόσο όλα αυτά για τους τότε αντιπάλους του και τους σύγχρονους επιγόνους τους είναι παρωνυχίδες. Το μεγάλο του έγκλημα ήταν και παραμένει η αφοσίωσή του στη δημοκρατία και η πίστη του στον πολιτικό φιλελευθερισμό. «Η δημοκρατία είναι ταυτόχρονα ένα μέσο και ένας σκοπός. Είναι ένα όργανο για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού και η ίδια η μορφή της πραγμάτωσής του.». Και επειδή η δημοκρατία δεν μπορεί να αφίσταται από τον πολιτικό φιλελευθερισμό, γι’ αυτό πίστευε ότι: «αν θεωρηθεί ο φιλελευθερισμός ως ένα παγκόσμιο και ιστορικό φαινόμενο, είναι κανείς υποχρεωμένος να παραδεχθεί ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι μόνον ο διαχρονικός διάδοχός του, αλλά μάλιστα ο νόμιμος πνευματικός κληρονόμος του.». Από αυτό ορμώμενος θεωρούσε ότι η σοσιαλδημοκρατία σε κάθε θέμα αρχής δεν θα έπρεπε να διστάζει να εναντιώνεται «παντού όπου μία διεκδίκηση σύμφωνη με το σοσιαλιστικό πρόγραμμα θα διακινδύνευε, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, να αμφισβητήσει τις αρχές του φιλελευθερισμού. Η εγγύηση των αστικών ελευθεριών ήταν γι’ αυτήν πάντα πιο πολύτιμη από την ικανοποίηση των οικονομικών διεκδικήσεων.».
Τι βλασφημίες! Πώς να μην επιθυμούν τόσοι και τόσοι να τον εξοστρακίσουν από προσώπου γης και δια παντός. Τι αναίδεια και περιφρόνηση απέναντι σε κάθε θερμοκέφαλο ακτιβιστή και βολονταριστή να ισχυρίζεται ότι: «Το κίνημα είναι το παν, και αυτό που αποκαλούν συνήθως ο τελικός στόχος του σοσιαλισμού δεν είναι τίποτε.», πιστός βέβαια στις δημοκρατικές διαδικασίες και στην αποτελεσματικότητα της ψήφου («Στις μέρες μας, ψηφίζοντας ή διαμαρτυρόμενοι, επιβάλλουμε μετασχηματισμούς που, εδώ και εκατό χρόνια, θα είχαν απαιτήσει αιματηρές επαναστάσεις.». Και τα έγραφε αυτά μόλις το 1898!).
Τέλος, πώς να του συγχωρεθεί ότι την επαύριο της εγκαθίδρυσης του λενινιστικού καθεστώτος διέβλεπε τις ολέθριες συνέπειες της οικονομικής πολιτικής του («την αληθινή χρηματική σπατάλη»), το τι υπέκρυπτε η «δικτατορία του προλεταριάτου», («που δεν είναι συχνά παρά η δικτατορία των ρητόρων των επαναστατικών λεσχών και των λογοτεχνών») και την απεχθή φύση του καθεστώτος, πριν καν φανεί στον ορίζοντα ο σταλινισμός («Τέτοια δικτατορία δεν την εύχομαι για κείνους που ονειρεύονται να συντρίψουν και να καταδιώξουν τις εργατικές οργανώσεις, να αποκλείσουν τους εκπροσώπους των εργαζομένων από το νομοθετικό και διοικητικό σώμα. Δεν την εύχομαι ούτε για την εργατική τάξη.»).
Δυστυχώς ο Μπερνστάιν πέθανε νωρίς και μάλιστα χωρίς να εισακουσθεί από τους πρόμαχους της “ορθοδοξίας”, με αποτέλεσμα εκατομμύρια άλλοι να πεθάνουν, ούτε νωρίς, ούτε αργά, απλά να πεθάνουν με βίαιο θάνατο γιατί η πραγματικότητα, καιμ αυτοί μαζί της, δεν δέχονταν να προσαρμοσθούν σε προκατασκευασμένες θεωρίες και να υποταχθούν στους διεστραμμένους θεματοφύλακές τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα αποσπάσματα έχουν αποδοθεί από τη γαλλική μετάφραση «Les présupposés du socialisme» (εκδ. Seuil, 1974) του έργου του Ed. Bernstein «Die Voraussetzungen des Sozialismus und die Aufgaben der Sozialdemokratie» Πρώτη έκδοση 1898 – τελευταία αναθεωρημένη έκδοση 1920).