Ιστορικό Ντοκουμέντο: Η «απαγορευμένη» συνέντευξη του Κωνσταντίνου του Β’

402

Το 2013 υπήρξε ένα γεγονός – μαρτυρία που, για λόγους «ανωτέρας βίας» τους οποίους προκάλεσαν παράγοντες των οποίων η αναφορά τούτη την ώρα παρέλκει, δεν είδε ευρύτερα το φως της δημοσιότητας.

Σήμερα, παραμονές του ενταφιασμού του τ. Βασιλιά Κωνσταντίνου, η κατάθεση αυτής της μαρτυρίας είναι ιστορικά χρήσιμη και δεν θα πρέπει περαιτέρω να αποσιωπηθεί.

Η εν λόγω μαρτυρία αφορά μία πολύωρη συνέντευξη που παραχώρησε στις 17 Δεκεμβρίου 2013 ο τέως Μονάρχης στον Μελέτη Η. Μελετόπουλο, καθηγητή και συγγραφέα, για κρίσιμα ιστορικά γεγονότα της θητείας του ως ανώτατου άρχοντα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

H δημοσίευση της Συνέντευξης γίνεται από τον εκδότη της εφημερίδας «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» της περιόδου 2013-2014 καθώς αποτελούσε περιεχόμενο τεύχους του περιοδικού Νέα Πολιτική το οποίο είχε προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει ως ένθετο στο φύλλο της 1-2 Μαρτίου 2014.

ΠΗΓΗ: www.facebook.com/harris.ikonomopoulos

Ιστορικό Ντοκουμέντο: Η «απαγορευμένη» συνέντευξη του Κωνσταντίνου του Β’

Η συνέντευξη του πρώην Βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου στην «ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ»

Την συνέντευξη από τον πρώην Βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνο έλαβε ο διευθυντής της ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Μελέτης Μελετόπουλος. Την συνέντευξη ταυτόχρονα βιντεοσκόπησαν, μαγνητοφώνησαν και κατέγραψαν οι Γιάννης Χατζόπουλος και Βασίλης Σπυράκος-Πατρώνας. Eπίσης η συνέντευξη βιντεοσκοπήθηκε από επαγγελματικό τηλεοπτικό συνεργείο.

ΜΗΜ: Μεγαλειότατε, η προηγούμενη φορά που συναντηθήκαμε ήταν  η 25η Μαρτίου του 1967, λίγα μέτρα πιο μακριά από το σημείο που βρισκόμαστε αυτήν την στιγμή, στο Σύνταγμα. Ήμουν πέντε χρονών, βρισκόμουν με την οικογένειά μου γωνία Όθωνος και Αμαλίας. Απέναντι, στον Άγνωστο Στρατιώτη, ήταν η κυβέρνηση, και μπροστά εσείς, έφιππος. Σας θυμάμαι πολύ καλά, σαν να σας βλέπω μπροστά μου. Διατηρώ στην ανάμνησή μου αυτήν την εικόνα, σαν την εικόνα μιας άλλης εποχής, θα έλεγα την εικόνα μιας παραμυθένιας εποχής. Και ήθελα να σας ρωτήσω: πώς ήταν αυτή η κοινωνία που δεν υπάρχει πιά;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ίσως σας φαινόταν παραμυθένια επειδή ήμουν έφιππος… Στην πραγματικότητα ήταν  μία κανονική παρέλαση, όπως είναι σήμερα. Πίσω από εμένα ήταν η κυβέρνηση του Παρασκευόπουλου, οι στρατιωτικοί υπασπισταί. Δεν αλλάζει και πολύ από την σημερινή εικόνα. Η μόνη διαφορά είναι ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ανεβαίνει πάνω στο άλογο.

ΜΗΜ: Σωστό και αυτό. Αυτή η κοινωνία πού ήταν διαφορετική από την σημερινή;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Όταν ζεις σε μία κοινωνία, την βλέπεις όπως είναι εκείνη την στιγμή. Εκ των υστέρων μόνον σκέφτεσαι ότι είναι καλύτερη ή χειρότερη. Μάλλον, όμως, η ποιότης των ανθρώπων ήταν πιο υψηλή.

ΜΗΜ: Αυτό ισχύει και για τους πολιτικούς;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Γενικά ναι. Υπήρχε σεβασμός. Θυμάμαι τον Γεώργιο Παπανδρέου. Είχαμε άψογες σχέσεις, κυρίως διότι υπήρχε η διαφορά ηλικίας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν πρωθυπουργός-παππούς και εγώ ήμουν ο βασιλιάς-εγγονός ή κάπως έτσι. Ουδέποτε είχαμε ανταλλάξει σκληρές λέξεις. Ούτε και στις 15 Ιουλίου. Είχαμε διαφωνία, αλλά ήταν διαφωνία κυρίων.

ΜΗΜ: Υπήρχε, δηλαδή, ακόμα και στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, σεβασμός.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Αμοιβαίος. Είχα καλέσει τον Γεώργιο Παπανδρέου τον Φεβρουάριο του 1965 στα ανάκτορα. Ήταν η βασίλισσα, εγώ και το παιδί μου. Ήταν πολύ ευχάριστος στην παρέα, έλεγε ανέκδοτα και τα λοιπά. «Ξέρετε, κ. Πρόεδρε», του λέω σε κάποια στιγμή. «Εγώ πιστεύω ότι θα μας βάλουν να τσακωθούμε». «Ποιοί;», ρωτάει ο Παπανδρέου.  «Δεν ξέρω, αλλά το αισθάνομαι»,  του απάντησα, «και θέλω να κάνουμε το εξής: αν δείτε στο δικό μου περιβάλλον ο,τιδήποτε υπάρχει το οποίο σας ενοχλεί, παρακαλώ πάρτε ένα τηλέφωνο να μου το πείτε. Και δώστε μου παρακαλώ και μένα το δικαίωμα να κάνω το ίδιο, αν υπάρχει κάτι που με απασχολεί». Και τότε γυρίζει και μου λέει: «Άκουσε, βασιλεύ» (γιατί το «βασιλεύ» πάει με τον ενικό), «Άκουσε, Βασιλεύ, διαφωνία βασιλέως και δεξιάς είναι μια οικογενειακή υπόθεση, διαφωνία βασιλέως και δημοκρατικής παράταξης, είναι τραγωδία του έθνους». 

ΜΗΜ: Πάρα πολύ σωστό.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Αλλά όχι απολύτως αληθές.  Διότι όλα αυτά που έχω υποστεί στην ζωή μου, δεν ήρθαν από την παράταξη αυτή. Αλλά ήρθαν από την δεξιά. Τέλος πάντων. Είπα κάποια στιγμή στον Γεώργιο Παπανδρέου:  «Έχω μία σκέψη, εσείς έχετε μία σεβαστή ηλικία. Εγώ είμαι πολύ μικρός και βλέπω τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο από τον δικό σας.» Με ρωτά: « Για ποιό θέμα μιλάτε». Λέω: «κοιτάξτε να δείτε, πιστεύω ότι μπορούμε να κάνουμε και οι δυο μας μία κίνηση, η οποία θα σοκάρει μεν την Ελλάδα, αλλά είναι αναγκαία. Νομίζω ότι πρέπει να νομιμοποιήσουμε το ΚΚΕ».

Ιστορικό Ντοκουμέντο: Η «απαγορευμένη» συνέντευξη του Κωνσταντίνου του Β’

ΜΗΜ: Πότε ακριβώς του το είπατε αυτό;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Το 1965, τον Φεβρουάριο ήταν. Θυμάμαι ότι πλησίαζε η άνοιξη. Λοιπόν, “Τί είπατε;», μου λέει. «Να νομιμοποιήσουμε το ΚΚΕ; Αυτό δεν θα το κάνω ποτέ». «Κύριε Πρόεδρε», του λέω, «κοιτάξτε να δείτε, αν δεν το κάνετε ποτέ, το σέβομαι, είστε πρωθυπουργός της Ελλάδος, αλλά μπορείτε να μου εξηγήσετε το γιατί;». «Πολύ ευχαρίστως. Θα χάσω πρώτα πρώτα όλους τους ψήφους από την αριστερά και δεν έχω κανέναν λόγο αυτό να το υποστώ. Και, δεύτερον, πώς θα αφομοιώσουμε όλους αυτούς που πήγαν στο παραπέτασμα;». Απαντώ: «Φαντάζομαι, κύριε Πρόεδρε, αν αποφασίσουμε να το κάνουμε, δεν θα χρειάζεται να το κάνετε το επόμενο πρωί. Θα το  κάνετε σιγά σιγά, να ετοιμαστεί η κοινωνία, ώστε να μπορέσει να  αφομοιώσει όλη αυτήν την  αλλαγή». «Όχι», μου λέει, «δεν με πείθετε, δεν θα το κάνω». Του λέω: «Εντάξει». Αλλά πίστευα, επειδή εγώ προέρχομαι από άλλη γενεά, ότι ποιός  ο λόγος να είναι μυστική η δύναμη αυτού του κόμματος. Να πούν ανοιχτά τι πιστεύουν και να πάει ο λαός να ψηφίσει ελεύθερα, τι θέλει και ποιούς θέλει.

ΜΗΜ: Αυτό ήταν μία σκέψη που είχε περάσει και από το μυαλό του πατέρα σας, του βασιλέως Παύλου, ή πρώτη φορά εσείς το σκεφθήκατε;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Τουλάχιστον εμένα δεν μου το είχε πει.

ΜΗΜ: Άρα το σκεφτήκατε εσείς ως ένας νέος άνθρωπος που ήθελε εκείνη την ώρα να αλλάξει το σκηνικό.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Το είπα και στην τηλεόραση στην Κύπρο, αλλά  εδώ το αποσιώπησαν.

ΜΗΜ: Δηλαδή ο Γεώργιος Παπανδρέου φοβόταν ότι θα μπορούσε να χάσει έναν αριθμό ψήφων.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Αυτό πίστευε εκείνη την εποχή.

ΜΗΜ: Μετά τα Ιουλιανά και τα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν, πότε αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις σας με τον Γεώργιο Παπανδρέου;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Μα δεν διερράγησαν ποτέ. Και την ημέρα που ο Γεώργιος Παπανδρέου έφυγε από το γραφείο μου  ως πρωθυπουργός, δεν είχαμε έρθει σε ρήξη, απλώς ήταν διαφωνία πάνω σε ένα θέμα, που σήμερα, αν το εξετάζατε, θα λέγατε ότι αν είχα δεχτεί την πρότασή του  θα κάναμε «cover up».

ΜΗΜ: Ασφαλώς για την υπόθεση Ασπίδα μιλάτε. [Την παραπομπή του βουλευτού της Ενώσεως Κέντρου και πρώην υπουργού Ανδρέα Παπανδρέου με την κατηγορία της εμπλοκής του σε στρατιωτική συνομωσία. Ο πατέρας του ήταν πρωθυπουργός και επεδίωξε να αναλάβει το υπουργείο Αμύνης, ενώ διεξάγονταν οι ανακρίσεις από την στρατιωτική δικαιοσύνη.].

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Διότι  το αν υπήρχε αυτή η υπόθεσις ή όχι {ο ΑΣΠΙΔΑ] θα έπρεπε να το αποφασίσει το δικαστήριο και η διαφωνία μας, θα το γράψω και στο βιβλίο που ετοιμάζω, ήταν πάνω στο πώς θα γίνει αυτό. Εγώ  θεωρούσα ότι ήταν αντικανονικό.  Ο Παπανδρέου μου είπε «Ή με εμπιστεύεστε ως πρωθυπουργό, οπότε με εμπιστεύεστε και ως υπουργό Εθνικής Αμύνης, ή όχι». Εγώ του απάντησα: «Πρέπει να δεχθείτε, κύριε πρωθυπουργέ, ότι αυτό δεν έχει καμμία σχέση με την εμπιστοσύνη. Καμμία. Έχει σχέση μόνο με την ηθική τάξη». Ένας δικαστής δεν εκδικάζει μία υπόθεση, στην οποία ο άνθρωπος ο οποίος δικάζεται έχει σχέσεις με τον δικαστή. Απλώς «he disqualifies himself», όπως λένε στα αγγλικά. Και του προτείνω: «να τοποθετήσετε υπουργό Εθνικής Αμύνης όποιον θέλετε, ούτε καν να μου πείτε, αρκεί να αναλάβει  όλη αυτήν την υπόθεση του ΑΣΠΙΔΑ μέχρι να τελειώσει η ανάκριση, και τότε να παραλάβετε εσείς το υπουργείο. Αλλά, μέχρι τότε, βάλτε οποιονδήποτε θέλετε, ούτε καν να με ρωτήσετε».

ΜΗΜ: Πιστεύετε ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου επέμενε, επειδή κατά κάποιον τρόπο επεδίωκε την ρήξη και την πτώση του;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Δεν νομίζω ότι ο Παπανδρέου επεδίωκε την ρήξη, απ’ εναντίας, αλλά νομίζω  ότι είχε τρομερές πιέσεις. Φοβερές πιέσεις. Δεν ήταν ο σκοπός του η ρήξη, αλλά δεχόταν πιέσεις.

ΜΗΜ: Είναι πολύπλοκο και σκοτεινό ζήτημα.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Έχουν περάσει τα χρόνια, και έχω σκεφτεί το θέμα. Έφυγε πάντως, δεν δέχθηκε την πρότασή μου, και ενώ είδε ότι ήταν λογικό το επιχείρημα. Εμένα με ανησυχούσε ότι θα έφευγε και θα γινόταν διάσπαση. Είχα συμβουλευθεί τον  καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, τον Σγουρίτσα, τον οποίον είχα καθηγητή στο πανεπιστήμιο των Αθηνών. Και τον ρωτάω: «ποιές είναι οι ευθύνες του βασιλέως, ποιές είναι του πρωθυπουργού, πώς μπορώ να προχωρήσω». Μου απαντά: «κοιτάξτε να δείτε, εσείς αυτά που λέτε  έχετε το δικαίωμα να τα κάνετε, το πρόβλημά σας το μεγάλο θα είναι εάν ο Παπανδρέου, ο οποίος είναι πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης πλειοψηφίας, σας πει ότι θέλει να πάει σε εκλογές. Παρ’ όλο που σύμφωνα με το Σύνταγμα έχετε το δικαίωμα να το αρνηθείτε, θα είστε ηθικά πάρα πολύ στενόχωρα».

«Εάν δεν μου το ζητήσει τι θα κάνω;». «Θα κάνετε κυβέρνηση από την Βουλή».  Λέω: «Ωραία, αλλά αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει να πάρει ψήφο από την Βουλή εντός 15 ημερών». Μου απαντάει: «ναι». «Αν δεν πάρει ψήφο, θα το επαναλάβουμε;». «Α, όχι πολλές φορές», μου απαντά. Του λέω, «κύριε καθηγητά, τι θα πει όχι πολλές φορές;». Απαντά: « Αυτά τα πράγματα δεν γράφονται, αυτά είναι διαίσθησις».
Στο γραφείο μου, στα ανάκτορα, εκεί που τώρα κάθεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (κάθεται κοντά στο παράθυρο σ’ έναν καναπέ, το οποίο εμένα δεν μ’ αρέσει καθόλου! Εγώ καθόμουν κοντά στο τζάκι, και είχα απέναντί μου τον συνομιλητή μου. Δεν υπήρχαν κάμερες), συναντηθήκαμε γιά τελευταία φορά με τον Γεώργιο Παπανδρέου ως πρωθυπουργό.  Είχε σηκωθεί να φύγει, και του λέω: « Πρόεδρε, μου έρχεται μία σκέψη». Αυτό δεν το είχα συζητήσει με το επιτελείο μου, με κανέναν, αλλά μου ήρθε εκείνη την στιγμή, γιατί ήθελα να αποφύγω την ρήξη. Μου λέει: «Τί;». Του λέω: «Κοιτάξτε να δείτε, έξω έχουν μαζευτεί όλοι οι δημοσιογράφοι, και θέλουν να δουν τι θα γίνει. Λοιπόν πηγαίνετε έξω και πέστε τους να μην ανησυχούν, δεν υπάρχει κρίση, ο βασιλεύς και εγώ τα έχουμε βρει και έχουμε λύσει το πρόβλημα». Με κοιτάει ο Γέρος και μου λέει: «Δηλαδή τι βρήκαμε». Του λέω: «Κοιτάξτε να δείτε, εγώ αυτήν την στιγμή αν μου φέρετε το διάταγμα θα το υπογράψω τώρα, αλλά με μία προϋπόθεση: να φύγει όλη αυτή η υπόθεση από το υπουργείο Αμύνης και να πάει στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Αν το δεχθείτε αυτό, εγώ το υπογράφω αμέσως». Τόσο λογικό ήταν αυτό, που ήταν έτοιμος να το δεχθεί. Μετά σκέφτηκε  τις πιέσεις που είχε από αλλού και έφυγε.

ΜΗΜ: Αυτό το τελευταίο είναι το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ο Γέρος ήταν απίθανος σε όσα έλεγε. Έβγαινε στα μπαλκόνια και έλεγε «ποιός κυβερνάει τον τόπο, ο λαός ή ο βασιλιάς». Λοιπόν, ήρθε στο γραφείο μου μετά από μερικές ημέρες, και τον ρωτάω: «Κύριε πρόεδρε, γιατί το είπατε αυτό;». Μου λέει: «ποιό;». «Αυτό, ποιός κυβερνάει τον τόπο;». Γέλαγε. Του λέω: «Κοιτάξτε να δείτε, θα κάνω και εγώ το ίδιο». «Δηλαδή;», μου λέει.  «Θα βγω στο μπαλκόνι και θα πω τι συνέβη εδώ μέσα». «Α», μου λέει,«αυτό δεν μπορείτε να το κάνετε, είστε βασιλεύς, δεν μπορείτε να μιλάτε. Εγώ είμαι πολιτικός και μπορώ να λέω ό, τι θέλω, εσείς είστε βασιλεύς και δεν μπορείτε να μιλάτε». «Α, ευχαριστώ πολύ»,του λέω. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω πει τίποτα για την εποχή εκείνη, τώρα τα λέω σιγά-σιγά.

ΜΗΜ: Μήπως στην πραγματικότητα ο Γέρος είχε χάσει τον έλεγχο της Ενώσεως Κέντρου και επεδίωξε την πτώση του;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Όχι, δεν νομίζω. Αφού, όταν έκανα την συμφωνία με τον Παπανδρέου και τον Κανελλόπουλο τον Δεκέμβριο του 1966 [γιά την κυβέρνηση Παρασκευοπούλου], και τον ρώτησα αν θα διατηρηθεί αυτή η συμφωνία, μου απάντησε: «Εγώ είμαι ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου και αυτή η κυβέρνηση θα διατηρηθεί, δεν θα την ρίξει κανένας». Προφανώς εννοούσε τον γιο του. Είναι ορισμένες λεπτομέρειες που θα τις πω όταν θα έρθει η ώρα.

ΜΗΜ: Ο Κανελλόπουλος τί ρόλο έπαιξε σε αυτήν την συμφωνία;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Τον ίδιο ρόλο που έπαιξε και ο Παπανδρέου.  Συμφώνησαν και οι δύο, διότι η συμφωνία δεν μπορούσε να γίνει αν δεν συμφωνούσαν τα δύο μεγάλα κόμματα. Εν τω μεταξύ, εγώ έβλεπα ότι δεν ήταν δυνατόν η Ελλάς να συνεχίσει με αυτήν την ένταση που υπήρχε, και έπρεπε να πάμε σε εκλογές οπωσδήποτε. Αλλά έπρεπε οι εκλογές να είναι δίκαιες.

ΜΗΜ: Αδιάβλητες;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Αδιάβλητες έτσι και αλλιώς, αλλά έπρεπε να είναι και δίκαιες, πώς να το πω. Υπάρχει μία έκφραση στην Αγγλία, που χρησιμοποιούν στο ράγκμπυ: «level for the playfield». Δηλαδή να έχουν όλοι τα ίδια δικαιώματα. Γι’ αυτό ήθελα οι εκλογές να γίνουν με συμφωνία των δύο μεγάλων κομμάτων. Να διαλυθεί η Βουλή και να πάμε σε εκλογές. Ως εκ τούτου, νομίζω ότι θα γινόταν εκτόνωση. Ήρθε όμως η μαύρη μέρα και το κίνημα [των συνταγματαρχών].

ΜΗΜ: Πριν το κίνημα, όμως, μεσολάβησε κάτι άλλο. Έπεσε η κυβέρνηση του Παρασκευόπουλου, και έγινε ξαφνικά πρωθυπουργός ο  Κανελλόπουλος.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Αυτό ήταν λίγο περίπλοκο, αλλά δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, γιατί δεν θα μείνει τίποτα για να γράψω το βιβλίο μου.

ΜΗΜ:  Η συμφωνία αυτή του Δεκεμβρίου του 1966 προέβλεπε εκλογές και κυβέρνηση συνεργασίας των δύο μεγάλων κομμάτων, όποιος και αν ήταν ο νικητής των εκλογών, δηλαδή είτε ο Παπανδρέου είτε ο Κανελλόπουλος. Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ομαλή οδό, ή μήπως εκτιμάτε ότι η ανωμαλία ήταν μονόδρομος;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Σίγουρα, άπαξ και συμφωνούσαν τα δύο μεγάλα κόμματα, θα πηγαίναμε σε μία μεγάλη εκτόνωση και σε  μία σωστή δημοκρατική λύση. Διότι θα γινόντουσαν δημοκρατικές εκλογές, θα έβγαινε το πρώτο κόμμα, όποιο και να ήταν, το άλλο κόμμα είχε ηθική υποχρέωση να το υποστηρίξει, οπότε δεν θα υπήρχε αυτή η ένταση. Ε, όλο αυτό καταστράφηκε.

ΜΗΜ: Εκείνους τους μήνες της μεγάλης ανωμαλίας, στις αρχές του 1967, υπήρχαν πιέσεις προς εσάς από το Επιτελείο και την ανώτατη ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων να προβείτε σε προσωρινή αναστολή του Συντάγματος, σε διορισμό εξωκοινοβουλευτικής κυβέρνησης κτλ; Υπήρχαν παρόμοιες εισηγήσεις;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Πριν από το κίνημα;
ΜΗΜ: Πριν από το κίνημα [της 21ης Απριλίου].

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Όχι. Κοιτάξτε να δείτε, υπήρχε τεράστιος σεβασμός από τους αξιωματικούς προς το αξίωμα του βασιλέως. Και δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Εάν ο βασιλεύς αποφάσιζε να προβεί σε μία τέτοια χειρονομία, πώς θα αντιδρούσαν οι αξιωματικοί δεν ξέρω. Είναι πολύ δύσκολο να το ξέρω. Θα μπορούσε ένας αξιωματικός να μου πει: «συγγνώμη Μεγαλειότατε, μου λέτε να κατεβάσω τα άρματα, αλλά εγώ δεν τα κατεβάζω». Μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Αλλά, φαντάζομαι, αν αποφάσιζα να κάνω ένα κίνημα, θα συμμετείχαν όλοι.

ΜΗΜ: Άρα είναι  μύθος  η «χούντα των στρατηγών» που υπήρχε στο παρασκήνιο;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:Με τους στρατηγούς, μπορεί να κουβεντιάζαμε ο ένας με τον άλλον, ότι θα κάνουμε αυτό ή θα κάνουμε εκείνο, αλλά δεν νομίζω ότι είχαν τέτοιες τάσεις. Και νομίζω ότι ένας λόγος που οι μικροί αξιωματικοί προσχώρησαν στο κίνημα, ήταν ότι οι στρατηγοί δεν είχαν τα κότσια να προχωρήσουν. Θυμάμαι κάτι που μου επιβεβαίωσε αργότερα αυτός ο ανεκδιήγητος ο Παπαδόπουλος (αυτός και οι φίλοι του είχαν ονομασθεί φυστικοπαρέα, γιατί έτρωγαν φιστίκια καθώς συνομωτούσαν!): μόλις έγινε ο Τσιριμώκος πρωθυπουργός, τελευταία στιγμή διότι ο Στεφανόπουλος ηρνήθη, έγινε ένα τράνταγμα. Αλλά κατάλαβα ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις ήταν πολύ ευχαριστημένες, διότι θυμάμαι ότι εκείνη την ημέρα είχα πάει στην Θεσσαλονίκη για να απονείμω τα διπλώματα στην Σχολή Πολέμου και, παρ’ όλο που δεν επέτρεπα στους στρατηγούς να μου κάνουν πολιτική συζήτηση, δεν άντεξαν και έτρεξαν και μου είπανε συγχαρητήρια κτλ. Τους είπα να σταματήσουν, αλλά ήθελαν να δείξουν ότι αυτή η κίνηση που έκανα βάζοντας τον Τσιριμώκο ήταν μία κίνηση που θεωρούσαν σωστή.

Αυτό μου το επιβεβαίωσε ο Παπαδόπουλος, λοιπόν, όταν περιμέναμε ώρες ολόκληρες [το φθινόπωρο του 1967] να γίνει η απόβαση των Τούρκων. Ξέρετε, είχε πάει 4 το πρωί και εκείνη την ώρα κάνεις διάφορες συζητήσεις. Μου είπε, λοιπόν, ότι είχαν πάρει απόφαση, εάν έπαιρνε ψήφο εμπιστοσύνης ο Τσιριμώκος (που δεν πήρε διότι ο Μαρκεζίνης ηρνήθη), να κάνουν αυτοδιάλυση. Και θυμάμαι που γύρισα και λέω του Παπαδόπουλου: «ώστε έτσι, θα κάνατε αυτοδιάλυση;» Μου απαντά ο Παπαδόπουλος: «ναι, έτσι είχαμε αποφασίσει, ότι τέρμα».

ΜΗΜ: Πότε αρχίσατε να σκέφτεστε να ανατρέψετε την χούντα;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Από την πρώτη στιγμή. Κοιτάξτε να δείτε, το κίνημα [του Απριλίου 1967] από δικής μου πλευράς το πληροφορήθηκα περίπου 2-3 λεπτά μετά τις 2 τα ξημερώματα. Με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι γίνεται κάποια κίνηση αξιωματικών. Άλλοι έλεγαν ότι είναι κομμουνισταί και έχουν ντυθεί ως αξιωματικοί και τέτοια. Κυκλοφορούσαν φήμες παντού, αλλά ήταν ξεκάθαρο, πολύ γρήγορα, ότι γίνεται κάποιο κίνημα. Τουλάχιστον από την στιγμή που ειδοποίησαν εμένα, διότι πυροβολούσαν το διαμέρισμα του υπασπιστού μου, και άκουγα τις σφαίρες να περνούν μέσα στο σπίτι. Και του λέω: «πήγαινε στο κάτω πάτωμα, γιατί μπορεί να σε χτυπήσει σφαίρα», γιατί όλο το σπίτι του το θέριζαν με αυτόματα. Εν πάση περιπτώσει, περίπου 5 λεπτά αφ’ ότου έγινε αυτό, είχα αποφασίσει ότι αυτοί πρέπει να φύγουν.

ΜΗΜ:  Άμεσα λοιπόν το σκεφτήκατε.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Άμεσα, άμεσα. Το μεγάλο θέμα για μένα ήταν πώς. Γιατί, ξέρετε, ποτέ δεν ένιωσα πιο μόνος απ’ όσο αισθάνθηκα εκείνο το βράδυ και την επόμενη μέρα. Όλη η τύχη της χώρας  ήταν στα χέρια μου, και φοβόμουν πάρα πολύ ότι θα πηγαίναμε σε εμφύλιο. Ποιά μορφή θα έπαιρνε αυτός ο εμφύλιος είναι δύσκολο να το ξέρει κανείς. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, εάν οι αξιωματικοί από την βόρειο Ελλάδα κατέβαιναν νοτιώτερα όταν θα αντιλαμβάνονταν ότι ο βασιλεύς ήταν αιχμάλωτος και γινόταν συμπλοκή, πατέρας θα σκότωνε γιο, αδελφός θα σκότωνε αδελφό, δηλαδή θα γινόταν ένα πράγμα αφόρητο, και αυτό το είχαμε περάσει ήδη στην δεκαετία του ΄40. Και θεωρούσα ότι έπρεπε να κάνω τέτοιες ενέργειες που δεν θα έπεφτε η χώρα σε τέτοιον εμφύλιο.

ΜΗΜ: Και αυτή η ενέργεια ήταν η κυβέρνηση Κόλλια;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Στο Πεντάγωνο δεν μπορείτε να φανταστείτε τί φοβερή κατάσταση υπήρχε. Να πιάνουν τους στρατηγούς και να τους πετάνε μέσα στα δωμάτια. Όποτε έβγαινα έξω, ήταν όλοι σε στάση προσοχής, όποτε έμπαινα μέσα τους ξαναπιάνανε, τους έδερναν, τους χτύπαγαν, ήταν χάος. Λοιπόν, ο Παπαδόπουλος είχε μεγάλη αγωνία να γίνει πρωθυπουργός, και οι άλλοι τον ήθελαν, ήθελαν αμιγώς στρατιωτική κυβέρνηση και τα λοιπά. Και εγώ είπα ότι αυτό δεν γίνεται, αδύνατον. Αλλά δεν ήξερα ποιόν να κάνω πρωθυπουργό. Μου έλεγαν  «να κάνετε τον αρχηγό του στρατού πρωθυπουργό». Και μετά μου ήρθε η ιδέα του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήξεραν ποιός ήταν.  Όταν είπα το όνομα του Κόλλια, γύρισαν ο ένας στον άλλον και έλεγαν «ποιός είναι αυτός επιτέλους;».

ΜΗΜ: Δική σας ήταν η σκέψη για τον Κόλλια;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ναι, δική μου. Τελευταία στιγμή, δηλαδή. Όταν πήγα στην εξορία [τον Δεκέμβριο του 1967] και ήρθε μαζί μου, τον ρώτησα: «Κύριε Κόλλια, πού ήσασταν εκείνη την ημέρα;». «Ε», μου λέει, «όπως όλοι οι Έλληνες, ήμουν στο σπίτι μου». Αυτός, πάνω από 40 χρόνια που ήταν παντρεμένος, ούτε ένα βράδυ δεν είχε αφήσει την γυναίκα του, ποτέ! Εγώ του χάλασα αυτό το ρεκόρ, γιατί τον πήρα στην Ρώμη! Η κυρία Κόλλια φοβόταν.  «Μα ο Κωστάκης μου», έλεγε, «δεν έχει ούτε παλτό εκεί που έχει πάει». Πήγα και του αγόρασα ένα παλτό  για να φορέσει στην Καβάλα!

Η χούντα αναζήτησε λοιπόν τον Κόλλια. «Έλα εδώ εσύ»! (σε τέτοιο ύφος). «Τί είπατε;». «Έλα εδώ». «Τί θέλετε;». «Μας είπανε να σε κάνουμε πρωθυπουργό». «Πηγαίνετε έξω», τους είπε. Και τους έδιωξε. Δεν αστειευόταν, ήταν πολύ τζώρας! Δεν θυμάμαι ποιός πήγε σπίτι του. Άλλοι λένε ο Λαδάς, δεν έχω ιδέα. Εν πάση περιπτώσει, ηρνήθη να πάει. Αυτοί κατάλαβαν ότι ο Κόλλιας δεν θα ερχόταν μαζί τους για  να γίνει πρωθυπουργός. Τότε κάποιος του είπε ότι τον θέλει  ο βασιλιάς. «Με συγχωρείτε», είπε ο Κόλλιας, «εάν ο βασιλεύς με ζήτησε αλλάζει το θέμα, αλλά θα τον δω με τα μάτια μου. Εάν δεν τον δω, ξεχάστε με».
Την ώρα που έφευγα από το Πεντάγωνο, μετά από 6 ώρες, τον είδα να φτάνει. Ήταν όπως το πουκάμισο, άσπρος, και εγώ τα ίδια. Είχα ήδη μπει στο αυτοκίνητο. «Λοιπόν», μου λέει, «τί συμβαίνει;». Του λέω: «Κύριε Κόλλια, η  χώρα μας έχει μπει στο σκοτάδι. Θα σας δώσω την εντολή να γίνετε πρωθυπουργός.  Άν δεν δεχθείτε, το οποίο είναι δικαίωμά σας, ο τόπος θα καταστραφεί.  Λοιπόν, ελπίζω να δεχθείτε, παρ’ όλο που φαίνεται πολύ δύσκολο το έργο που αναλαμβάνετε». Ευτυχώς δέχθηκε.

Δέχθηκε κυρίως, και το σέβομαι, για μένα, θυσιάστηκε για μένα.

Μετά από μερικές ημέρες, και  αφού είχαν ηρεμήσει τα πράγματα, ο Κόλλιας μου λέει: «Πρέπει να υπογράψετε συντακτική πράξη». «Τί είπατε;», ρωτάω. «Τί συντακτική πράξη;». «Κατάργηση των ελευθεριών του ελληνικού λαού και τα λοιπά και τα λοιπά». «Κύριε Κόλλια μου, με συγχωρείτε πάρα πολύ, αλλά εγώ τέτοια υπογραφή δεν βάζω ό, τι και να γίνει. Νόμους θα υπογράψω, αλλά συντακτική πράξη δεν θα υπογράψω ποτέ στην ζωή μου. Διότι οι συντακτικές πράξεις είναι παράνομες, δεν προβλέπει το Σύνταγμα συντακτική πράξη. Αν δεν εγκρίνει ο λαός, δεν μπορεί να υπάρχει σύνταγμα. Λοιπόν, εγώ δεν το υπογράφω». «Τότε», μου λέει, «είμαστε παράνομοι». Του λέω: «κύριε Κόλλια, περί αυτού πρόκειται». «Λοιπόν», μου λέει, « τότε θα ισχύσει επαναστατικό δίκαιο». Του λέω: «αυτό είναι δικό σας θέμα, εγώ πάντως δεν υπογράφω τέτοιο χαρτί». Και δεν υπέγραψα.

ΜΗΜ:  Εκείνο το εξάμηνο, από τον Απρίλιο  μέχρι τον Δεκέμβριο του 1967, κάνατε ένα είδος πολιτικής απεργίας, δηλαδή απείχατε από εκδηλώσεις, είχατε απομονωθεί. Θέλατε να δείξετε ότι δεν εγκρίνατε αυτή την κατάσταση; Είχατε επαφές με την χούντα εκείνη την εποχή;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Κάθε μέρα, διότι ήταν κυβέρνηση. Αλλά  από την αρχή κατάλαβα ότι ήταν αδύνατον να επικοινωνήσω με τον ελληνικό λαό. Διότι αν πήγαινα στο ραδιόφωνο,  δεν θα με άφηναν. Ζήτησα λοιπόν φωτογράφο. Δεν είχε σκεφθεί κανένας να έρθει φωτογράφος στα ανάκτορα. Εγώ ζήτησα. Μου λένε «τί πάθατε;». Απαντώ: «Πρέπει να βγει μια φωτογραφία, γιατί ο λαός πώς θα ξέρει ποιά είναι η κυβέρνηση».  Ενώ συνήθως χαμογελάω σε τέτοιες περιπτώσεις, στην φωτογράφηση ήμουν ιδιαίτερα συνοφρυωμένος, για να καταλάβει ο λαός.

ΜΗΜ:  Ότι αποδοκιμάζετε.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ναι. Η δεύτερη φορά που κατάλαβα ότι η επικοινωνία μου με τον λαό ήταν αδύνατη, ήταν όταν έψαχνα τον γραμματέα μου και πήγα στο σπίτι του στο Κολωνάκι. Όλοι κατάλαβαν ότι, για να πηγαίνω εγώ εκεί, τα πράγματα δεν είναι τόσο καλά. Η  μεγάλη δυσκολία ήταν να βρεις  ανθρώπους που δεν θα σε προδώσουν.  Εν πάση περιπτώσει, ήμουν νέος στην ηλικία και έπαθα τεράστιο σοκ με το κίνημα. Πρώτον, με το γεγονός ότι έγινε το κίνημα, και δεύτερον με αυτούς που το έκαναν.

ΜΗΜ: Περιμένατε ποτέ ότι θα γίνει κίνημα επί της βασιλείας σας;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Όχι. Δεν το περίμενα. Θυμάμαι μια μέρα, όταν ήταν άρρωστος ο πατέρας μου, τον πήγα στον Ευαγγελισμό για να κάνει εξετάσεις. «Κοίταξε να δεις», μου λέει στο αυτοκίνητο, «όταν βλέπεις να γίνονται κινήματα στις γειτονικές χώρες, Συρία, Αίγυπτο, Λίβανο κτλ, να ξέρεις ότι θα γίνει και εδώ. Λοιπόν, ένα πράγμα θα μας σώσει».  Ρωτάω: «ποιό;». Μου λέει: «Αν μπούμε στην Κοινή Αγορά».

ΜΗΜ: Πάρα πολύ ενδιαφέρον.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Μου λέει: «Αν μπούμε στην Κοινή Αγορά, είναι το πρώτο βήμα για να σταματήσει ενδεχομένως μία τέτοια κίνηση». Αλλά εγώ δεν έδωσα μεγάλη σημασία, γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα σκεφτόταν κανείς να κάνει κίνημα στην Ελλάδα.

ΜΗΜ:  Ποιά πρόσωπα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον σχεδιασμό και στην ενθάρρυνσή σας προς την κατεύθυνση του κινήματος;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Αρκετοί.  Αλλά έπρεπε να βρω ανθρώπους σιγά σιγά, να δω πώς σκέφτονται, με ποιά πλευρά είναι, γιατί η προδοσία ήταν πολύ εύκολη. Θυμάμαι το αίσθημα ότι σε παρακολουθούν πρωί και βράδυ.
Μια μέρα ήρθε ο Παττακός να με δει. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν φαξ, υπήρχαν τέλεξ. Κρατούσε ένα ρολό από τέλεξ, που του έπεσε κάτω. Του λέω: «Τί είναι αυτό;». Μου απαντά: «Είναι όλοι οι κρατούμενοι». Ολόκληρο ρολό οι κρατούμενοι!  Το σήκωσα για να του το δώσω, γιατί δεν ήθελα να το έχω μέσα στο δωμάτιό μου, και έπεσα πάνω σε ένα όνομα το οποίο μου έκανε εντύπωση, γιατί ήταν συμμαθητής μου. Τον ρωτάω: «Αυτός τί σας ενδιαφέρει, γιατί τον έχετε εδώ;». Μου λέει: «Θα είναι κομμουνιστής». Με τον οποίο ήμασταν χρόνια στο ίδιο θρανίο!

ΜΗΜ: Από το Επιτελείο, σας βοήθησαν στρατηγοί, αξιωματικοί κτλ.;
 
Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ναι, βεβαίως, όπως ο διοικητής της Στρατιάς Κόλλιας (συνωνυμία με τον πρωθυπουργό). Το στρατηγείο είχε μεταφερθεί στην Κομοτηνή. Κανόνισα ακρόαση με τον στρατηγό Κόλλια και  αμέσως μετά με τον διοικητή του Γ΄Σώματος Στρατού. 

Ο Κόλλιας ήταν παλαιός υπασπιστής του πατέρα μου, τον ήξερα από παιδί, τον εμπιστευόμουν. Επειδή μου είχαν βάλει ανθρώπους μέσα στα ανάκτορα για να με παρακολουθούν, καθυστέρησα τον έναν μέχρι να έρθει ο άλλος, για να φανεί ότι τυχαίως βρεθήκαμε, γιατί ήξερα τί αναφορά θα πήγαινε κάτω. Ο στρατηγός εισηγήθηκε η προσπάθεια να γίνει ή 12 ή 13 ή 14 Δεκεμβρίου. Εμένα αυτό δεν μου πήγαινε. Τον ρωτάω: «Γιατί αυτές οι ημερομηνίες;», Μου απαντά: «Διότι είμαστε όλοι ακόμα οπλισμένοι [λόγω της πρόσφατης ελληνοτουρκικής κρίσης], όμως τώρα που έχει πέσει η διαπραγμάτευση με την Τουρκία και έχουν ομαλοποιηθεί τα πράγματα, θα παραδώσουμε τα πυρομαχικά, όπως και η αεροπορία και ο στρατός, και θα είναι πολύ πιο δύσκολο το εγχείρημα. Διαλέξτε μεταξύ αυτών των ημερών».  Εμένα δεν μου πήγαινε, γιατί διαισθανόμουν ότι δεν είμαστε έτοιμοι, η προσπάθεια που είχα κάνει δεν επαρκούσε, γιατί το εγχείρημα ήταν δύσκολο. Κυρίως όταν το περιμένουν κιόλας.

ΜΗΜ: Άρα είχατε διαισθανθεί ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η προετοιμασία.

Β.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Ναι. Όλα αυτά έγιναν όταν ήμουν περίπου 26 χρονών. Θυμάμαι την ημέρα που οι συνεργάτες μου [στο Τατόϊ] επέλεξαν αυτές τις ημερομηνίες: αφού τελείωσε η συζήτηση, τους είπα ότι «Κάνετε καλά, αλλά πρέπει να πιάσετε την Θεσσαλονίκη». Έμεινα εμβρόντητος όταν μου είπαν: «Τί να την κάνουμε». Τους απάντησα: «βρε παιδιά, είναι η δεύτερη πρωτεύουσα, η συμπρωτεύουσα, τι με ρωτάτε τί να την κάνουμε;». Κατάλαβαν και είπαν ότι «θα φτιάξουμε τα σχέδια» κτλ.  

Έφυγαν λοιπόν οι δύο στρατηγοί, πήρα το μικρό ελικόπτερο που είχα, προσγειώθηκα στο Στάδιο και πήγα στο γραφείο μου. Ο μεν Περίδης πήγε στο αεροδρόμιο του Τατοΐου, γιά να μεταφερθεί αεροπορικώς στην Καβάλα και από εκεί στην Κομοτηνή, και ο Κόλλιας έφυγε με αυτοκίνητο για την Λάρισσα, για το Στρατηγείο. Και εγώ πήγα στο γραφείο μου, γιατί είχα ακροάσεις.

Χτυπάει το τηλέφωνο και ήταν ο αρχηγός του στρατιωτικού μου επιτελείου, ο Δόβας, και μου λέει: «Φύγετε από το γραφείο σας και ελάτε αμέσως εδώ». Του λέω: «Στείλτε τον υπασπιστή υπηρεσίας να καθίσει εδώ μέχρι να γυρίσω». Μπήκε ο υπασπιστής μέσα και κάθησε στην θέση μου. Πήγα στο διπλανό δωμάτιο. Βλέπω τον Δόβα και είχε δύο τηλέφωνα στο χέρι του. Τον ρωτάω: «γιατί έχεις τα τηλέφωνα;». 

«Στο ένα είναι ο Περίδης, και στο άλλο είναι ο Κόλλιας», μου απαντά. «Μα αυτοί», λέω, «έχουν φύγει, ο Περίδης θα πετάει προς την Καβάλα, ο Κόλλιας πρέπει να είναι καθ’ οδόν προς Λάρισσα». Μου λέει: «τους έχω και τους δύο στο τηλέφωνο». Πήρα το τηλέφωνο. Μου λένε, και ο ένας και ο άλλος, «έχουμε διαταγή να γυρίσουμε πίσω, να παρουσιαστούμε στο Πεντάγωνο». Τους λέω: «αν πάτε στο Πεντάγωνο τώρα, και έχουν αντιληφθεί ότι υπάρχει περίπτωση κινήματος, θα συλληφθείτε και τελειώνει η υπόθεση. Εάν δεν πάτε, θα τους φανεί περίεργο. Άρα πρέπει να κάνουμε το κίνημα αυτή την στιγμή». Απάντησαν: «πάρτε την απόφαση, εμείς ό,τι διατάξατε θα κάνουμε». Τους λέω: «περιμένετε στο τηλέφωνο».

Βγήκα έξω και άρχισα να καπνίζω. Σκεπτόμουν τι να κάνω.  Ρωτάω τον Δόβα:  «εσείς, στρατηγέ, πώς τα βλέπετε;». «Εγώ», μου απαντά, «σας δίδαξα στρατιωτική τέχνη. Το θέμα είναι ο αρχηγός ή ο διοικητής να έχει όλες τις πληροφορίες. Εσείς ξέρετε τι γίνεται, ξέρετε τι σας είπαν οι στρατηγοί, πρέπει να πάρετε μία απόφαση, ή θα παρουσιαστούν ή δεν θα παρουσιαστούν, κάντε καλά». Του απαντώ: «Ευχαριστώ πολύ για την εισήγηση»…..

Σκέφτηκα ότι ήταν αδύνατον να τους πω να μην πάνε, γιατί θα έπρεπε να κάνουμε το κίνημα εκείνη την στιγμή. Ήταν σχεδόν αδύνατον να μαζέψω κόσμο και να κάνω το κίνημα εκείνη την στιγμή. 

Οπότε τους είπα: «Πηγαίνετε να παρουσιαστείτε αυτήν την στιγμή, και εγώ θα σας στείλω ανθρώπους να παρακολουθούν». Φώναξα την ασφάλειά μου και τους έντυσα με πολιτικά. Πήρανε τα γουώκι τώκι και τους είπα: «παρακολουθείτε το Πεντάγωνο, εάν δείτε περίεργες κινήσεις, ξαφνικές κινήσεις κτλ. πάρτε με τηλέφωνο», γιατί θα καταλάβαινα ότι πράγματι θα τους είχαν συλλάβει. Τους θέλανε για το Κυπριακό, δήθεν.

ΜΗΜ: Πότε έγινε αυτή η φάση που περιγράφετε;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Αυτό πρέπει να έγινε αρχές Δεκεμβρίου, αλλά πρέπει να κοιτάξω τα χαρτιά μου, δεν είμαι σίγουρος.

ΜΗΜ: Άρα υπήρχε περίπτωση να εκραγεί νωρίτερα το κίνημα.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Αν είχα πάρει τέτοια απόφαση, ναι. Αν τους έλεγα «να μην πάτε, να μην παρουσιαστείτε», θα έπρεπε να πάνε στις μονάδες τους, να δώσουν εντολές και να ξεκινήσουν. Αλλά εγώ ήμουν ακόμα στην Αθήνα, έπρεπε να μαζέψω την οικογένειά μου, να φύγουμε, να πάμε στην βόρειο Ελλάδα. Έπρεπε να ετοιμάσω το ναυτικό, την αεροπορία, δεν ήταν κανένας έτοιμος.

ΜΗΜ: Γιατί σκεφτήκατε την Θεσσαλονίκη, και την βόρειο Ελλάδα γενικότερα ως κέντρο βάρους του κινήματος; Δεν σκεφτήκατε να  κάνετε στην Αθήνα το κίνημα;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Σκέφτηκα πολλές φορές γιατί πρέπει να κάνω εγώ το κίνημα.

ΜΗΜ: Αυτό είναι ενδιαφέρον, εξηγήστε το παρακαλώ.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Διότι κανονικά το κίνημα έπρεπε να το κάνουν οι στρατηγοί. Τι δουλειά είχα εγώ, τι δουλειά είχε ο βασιλιάς να φεύγει από τα ανάκτορα και να κάνει κίνημα. Αλλά, ξέρετε, υπάρχει αυτή η ευθυνοφοβία. Και τελικά δεν θα το έκανε κανείς.

ΜΗΜ: Δηλαδή, αν δεν το κάνατε εσείς, δεν θα το έκανε κανείς.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Και αναγκάστηκα να το κάνω εγώ.

ΜΗΜ: Εάν  επετύγχανε το κίνημα, ποιό είναι το σχέδιο που είχατε στο μυαλό σας για την επόμενη μέρα;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Όλη εκείνη την περίοδο, σκεφτόμουν πώς θα γίνει αυτή η ενέργεια για να πετύχει. Άσχετα αν υπήρχαν στρατηγοί κτλ., ήταν δική μου ευθύνη. Λοιπόν, εγώ φταίω για την αποτυχία, αλλά μην ξεχνάτε ότι κάτι κάναμε. Μπορούσα κάλλιστα να κάθομαι στα ανάκτορα, να συνεχίζεται η ζωή έτσι. Αλλά ήταν αδύνατον να μην αντιδράσω όταν υπήρχαν  9000 κρατούμενοι.

ΜΗΜ: Είχατε σκεφθεί το πρόσωπο που θα ορίζατε πρωθυπουργό σε περίπτωση επιτυχίας;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Άπαξ και ήμουν κύριος της καταστάσεως, το πρώτο πράγμα που θα έκανα, θα ήταν να ανοίξω όλες τις φυλακές, να φύγει ο κόσμος να πάει σπίτι του. Θα  απελευθέρωνα τον Παπανδρέου, όλους τους πολιτικούς,  και τον  κομμουνιστή τον γερο- Πασαλίδη. Και θα τους φώναζα όλους και θα τους έλεγα: «τώρα, κύριοι, πρέπει να κάνουμε οικουμενική κυβέρνηση».

ΜΗΜ:  Ώστε οικουμενική είχατε στο μυαλό σας.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Εγώ ήθελα να κάνω οικουμενική ήδη από όταν έπεσε η κυβέρνηση του Παρασκευόπουλου. Και είχα πει σε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, ότι  έχω ένα χαρτί, και  τους το έδειξα κιόλας, και θα γράψω εδώ, όπως γράφετε εσείς τώρα 100 χλμ την ώρα, κάθε πρόταση που θα  μου κάνετε, οποιαδήποτε πρόταση, και αν δω ότι υπάρχει μία από αυτές τις προτάσεις, στην οποία να συμπίπτετε, θα σας καλέσω. Λοιπόν, ο κάθε ένας είπε το μακρύ του και το κοντό του.
Έλεγαν διάφορες θεωρίες, αλλά είδα ότι όλοι συνέπιπταν στην οικουμενική. Μου λέει ο Παπανδρέου (και τα έλεγε και ωραία!): «Η πρώτη λύσις είναι να μου δώσετε εμένα την εντολή, δεν το συνιστώ. Η δεύτερη είναι να δώσετε την εντολή στον Κανελλόπουλο, δεν δύνασθε, αφού δεν την πήρα εγώ. Η τρίτη λύσις είναι υπηρεσιακή. Μα αυτή μόλις τώρα έπεσε [ενν. την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου]. Η τέταρτη λύσις είναι οικουμενική».
Όλοι περίπου τα ίδια είπαν, συνέκλιναν στην οικουμενική. Ο Πασαλίδης είχε μια πολύ ψιλή φωνή, ήταν ξέρετε μενσεβίκος, είχε και μια μαγκούρα! «Άσε, παιδί μου», μου λέει, «η μόνη λύσις είναι οικουμενική». Του λέω, «Κύριε πρόεδρε, θα γίνετε μαλλιά κουβάρια, θα τσακωθείτε, δεν θα γίνει τίποτα». Μου απαντά: «Εγώ ήξερα ότι ήσουν και έξυπνος, τώρα ακούω ότι είσαι και ανόητος κιόλας».

ΜΗΜ: Έτσι σας είπε;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ναι. «Πρόεδρε», του λέω, «έρχεσαι στο γραφείο μου και με βρίζεις κιόλας;». Μου λέει: «Κοίταξε να δεις, αν μας φωνάξεις να κάνουμε οικουμενική και δεν δεχτούμε, θα γίνουμε γελοίοι και εσύ θα ανέβεις. Εάν δεχθούμε και γίνει οικουμενική, εσύ παραμένεις απάνω». Λέω: «Να σου πω την αλήθεια, πρόεδρε, είναι η καλύτερη συμβουλή που πήρα σήμερα. Το δέχομαι». «Πάμε να φύγουμε», μου λέει, «γιατί περιμένει και ο σατανάς». Τον ρωτάω: «Τί εννοείτε σατανάς». Μου λέει: «δεν ξέρεις ποιος είναι ο σατανάς;». Του λέω: «δεν έχω ιδέα». Μου λέει: «Ο Μαρκεζίνης!».

Πήγαμε στο διπλανό δωμάτιο, όπου περίμενε ο πρόεδρος των Προοδευτικών [ο Μαρκεζίνης]. Του λέω: «Κύριε πρόεδρε των Προοδευτικών, ξέρετε πώς σας αποκαλεί ο πρόεδρος της ΕΔΑ;». «Το ξέρω, το ξέρω, σατανά με λέει!». Λοιπόν, όλοι είχαν συμφωνήσει ότι μία από τις λύσεις θα ήταν η οικουμενική κυβέρνηση.  Λέω στον γραμματέα μου, τον Μπίτσιο: «Κύριε Μπίτσιο, πάρε τον πρόεδρο, τον κύριο Παπανδρέου, που είναι στην ιεραρχία ο παλαιότερος, και πέσ’ του ότι 6 ώρα θα μαζευτούμε να κάνουμε οικουμενική». Τον πήρε λοιπόν τηλέφωνο από το γραφείο μου. Εγώ καθόμουνα κοντά στο τζάκι, είχα σηκωμένο το ακουστικό και άκουγα. Του λέει: «κύριε πρόεδρε, ο βασιλεύς μου είπε στις 6 η ώρα αν θέλετε να έρθετε εδώ για να γίνει ορκωμοσία  για  οικουμενική κυβέρνηση». «Τί είπες, κύριε Μπίτσιο», απαντά, «οικουμενική;  δεν γίνονται αυτά τα πράγματα», και κλείνει το τηλέφωνο.

Πρέπει να σας πω ότι εκείνη την στιγμή πάγωσα. Του λέω: «Κύριε Μπίτσιο, είστε και διπλωμάτης, δεν τα λέτε καλά, βάλτε του μία σάλτσα ότι ο βασιλεύς μου είπε κτλ.». «Τί να κάνω;», ρώτησε ο Μπίτσιος. «Ξαναπάρε». Ξαναπήρε λοιπόν. Πάλι άκουγα εγώ. Είχε κάπως καλμάρει ο Γέρος και του λέει: «Άκουσε, κύριε Μπίτσιο, θέλω να καταλάβεις, και εσύ και ο βασιλεύς, άλλο τι είπαμε το πρωί και άλλο τι μπορώ να κάνω σήμερα το απόγευμα».

ΜΗΜ:  Έτσι είπε;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ξεκάθαρα. Ε, τότε κατάλαβα, και μου το επιβεβαίωσαν και άλλοι, ότι του είπαν ότι δεν θα ξαναδεί τα εγγόνια του, και παρέλυσε.

ΜΗΜ: Απίστευτο.

Κ: Αλλά όταν είσαι 20 χρονών παιδί δεν τα καταλαβαίνεις αυτά. Τώρα τα καταλαβαίνω που είμαι παππούς και έχω 9 εγγονάκια! 

ΜΗΜ: Να τα χαίρεστε, αλλά ξέρετε, τόση ώρα που μιλάτε, μου έρχεται αυθόρμητα η εξής σκέψη, δεν είχα σκεφτεί να σας ρωτήσω, αλλά θα σας ρωτήσω τώρα, όμως: πώς ένα παιδί 25 χρονών, 27 χρονών, όπως ήσασταν εσείς τότε, μπορεί να διαχειριστεί αυτό το τόσο πολύπλοκο σκηνικό.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Κοιτάξτε να δείτε, ο πατέρας μου ήταν πολύ σοφός άνθρωπος, και όταν δεν ήμουν στο σχολείο, είτε το Σαββατοκύριακο είτε τις γιορτές, με είχε πάντα στις ακροάσεις του. Δεν είχα δικαίωμα να μιλήσω μέχρις ότου γίνω 18 χρονών και γίνω θεσμικός παράγων αυτού του κράτους (τότε άρχισα να αναλαμβάνω καθήκοντα αντιβασιλέως όταν έφευγε ο πατέρας μου στο εξωτερικό). Μέχρι τότε δεν είχα δικαίωμα να μιλήσω στις ακροάσεις. Άπαξ και έγινα 18 ετών, μπορούσα να μιλήσω.
Νομίζω ότι η εκπαίδευση την οποία μου έδωσε ο πατέρας μου όλο αυτό  το διάστημα εβοήθησε, δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία. Εβοήθησε επίσης και το σχολείο που πήγα, ο τρόπος που λειτουργούσε αυτό το σχολείο. Ξέρετε, το 1966, είχα ξεκινήσει πάλι έναν θεσμό που ίδρυσε ο πατέρας μου, την Συνάντηση των Αθηνών, και κάναμε δύο μεγάλες συναντήσεις προσωπικοτήτων. Ένας ξάδερφός μου, που ζούσε στην νότιο Γερμανία, μου είπε γιά τον ιδρυτή των πρότυπων σχολείων Κουρτ Χαν, που ήταν Γερμανός Εβραίος. Και μου λέει: «θα γιορτάσουν τα 80 χρόνια του και πρέπει να’ ρθεις». Απαντώ: «Θα φύγω από την Ελλάδα για να πάω εκεί; δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, έχω δουλειά». Ο ξάδερφός μου επέμεινε: «Πρέπει να’ ρθεις οπωσδήποτε, θα είναι ο πρόεδρος της Γερμανίας, θα είναι πάρα πολύς κόσμος. Και αυτήν την υπόθεση, που έχουμε συζητήσει επανειλημμένως, μόνον εσύ μπορείς να την ξεκινήσεις» (είχα εκδηλώσει το ενδιαφέρον μου γιά την πρότυπη εκπαίδευση). Λοιπόν, παίρνω τηλέφωνο τον Στεφανόπουλο, και του λέω «Κύριε πρωθυπουργέ, θέλω να φύγω από την Ελλάδα σήμερα το απόγευμα». Μου λέει: «Πότε θα γυρίσετε;». Απαντώ:

«Θα γυρίσω αύριο, αλλά δεν υπάρχει χρόνος να υπογράψω διάταγμα ότι η βασίλισσα αναλαμβάνει αντιβασιλεύς κλπ.». Μου λέει: «κοιτάξτε να δείτε, δεν θα πούμε τίποτα, πάρτε το αεροπλάνο και πηγαίνετε, εγώ θα ενημερώσω τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων, θα ενημερώσω το υπουργείο Εξωτερικών, τον υπουργό Εθνικής Αμύνης και, εφ’όσον θα φύγετε για μερικές ώρες, πηγαίνετε». «Είναι ανάγκη», λέω, «να πάω». Μου λέει: «πηγαίνετε».
Πήγα. Και εκεί κάλεσα όλους τους διευθυντές των σχολείων που ήταν περίπου σαν τα Ανάβρυτα, όπως το Ζάλεν, το Γκόλτζεν κ.ά., και τους είπα την ιδέα να δημιουργήσουν μία οργάνωση που να είναι όχι πάρα πολύ δεμένη, αρκετά φιλελεύθερη και στην οποία  κάθε σχολείο να ακολουθεί την δική του πολιτική, αλλά να τεθούν ορισμένα προαπαιτούμενα. Το πρώτο ήταν το σχολείο να δουλεύει στην κοινωνία στην οποία υπάρχει, το δεύτερο οι μαθητές εθελοντικά να πηγαίνουν σε κάποιο άλλο σχολείο γιά 6 μήνες με έναν δάσκαλο για να μάθουν την κουλτούρα της άλλης χώρας, τρίτον να υπάρχει ένα foundation, ας πούμε, που θα λέγεται  International Service. Τα παιδιά θα βρούν τα χρήματα να ταξιδεύουν και να πηγαίνουν στον Τρίτο Κόσμο, όπου θα δουλεύουν σε ένα χωριό, θα φτιάχνουν σπίτια κλπ. Και κάθε χρόνο ένα σχολείο θα είναι οικοδεσπότης, θα αναλαμβάνει  από μία σύσκεψη. Εκείνη την εποχή ήταν 6 σχολεία, τώρα είναι 106. Έκανα τον μακαρίτη τον Μαντέλα πρόεδρο, όπως έκανα και τον πρίγκιπα της Αγγλίας, όπως έκανα και τον πρώην πρόεδρο της Γερμανίας, έχω βάλει και έναν από τον Καναδά και δουλεύει πάρα πολύ καλά. Κυρίως μετά τον Σεπτέμβριο του 2001, ήρθαν και πολλά αμερικάνικα σχολεία, έχω τώρα σχολεία από την Νότιο Αφρική, από τις Ινδίες, από τον Καναδά, την Αγγλία, την Ελβετία, τον Καναδά, πάρα πολλά, και η οργάνωση πάει πολύ καλά. Και θα σας  δείξω ένα γράμμα που έλαβα από ένα παιδί από σχολείο στην Φλώριδα, τώρα που πήγα, και μου έκανε εντύπωση. «Έχετε αλλάξει», έγραφε, «την ζωή όλων των παιδιών που έχουν μπει σε αυτήν την οργάνωση».

ΜΗΜ: Κάπως έτσι βλέπατε την βασιλεία σας, δηλαδή να κινείται με τέτοιες πρωτοβουλίες περισσότερο, παρά να εμπλέκεται στην τρέχουσα πολιτική;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Κοιτάξτε να δείτε, εγώ βρήκα ένα Σύνταγμα, το οποίο με ανάγκαζε να κάνω ορισμένα πράγματα. Επίσης μην ξεχνάτε ότι (πριν την ψήφιση του Συντάγματος του 1952)  το Σύνταγμα έδινε πολύ περισσότερα δικαιώματα, όχι δικαιώματα, ευθύνες. Ο πατέρας μου έλεγε, θυμάμαι, τότε στον Σοφοκλή Βενιζέλο, στον Παπανδρέου, στον Σοφούλη και στον Πλαστήρα, σε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, ότι «πρέπει να αλλάξετε το Σύνταγμα». Δεν ξέρω αν το έχετε υπ’ όψ ιν σας,  ο εκλογικός νόμος ήταν απόφαση του βασιλέως. Είναι δυνατόν; Φανταστείτε ότι το Σύνταγμα αυτό όριζε. Τους έλεγε ο πατέρας μου ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. «Όχι, όχι, έχετε δίκιο, έχετε δίκιο», του απαντούσαν. Και μόλις τελικά αφαίρεσαν την σχετική διάταξη, το πρώτο πράγμα που έκαναν οι πολιτικοί ήταν ότι πήγαν στον βασιλέα και του είπαν: «Μεγαλειότατε, ποιόν εκλογικό νόμο να βάλουμε;». Τους απαντά: «Αφού πλέον η ευθύνη είναι δική σας, συζητήστε το στην Βουλή» .
Ένα  άλλο ζήτημα, που έθεταν πάρα πολλοί στο δημοψήφισμα του 1974, είναι ότι η βασιλεία στοιχίζει πολύ.  Ξέρετε πόσοι άνθρωποι εργάζονταν για μένα; Εγώ είχα περίπου 13 άτομα.

ΜΗΜ: Εννοείτε στα ανάκτορα;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Οι κυρίες επί των τιμών, οι υπασπισταί, οι γραμματείς κτλ. Το ανάκτορο, όπως το βλέπετε τώρα, ήταν σπίτι, υπήρχε το δικό μου το γραφείο, υπήρχε ένα γραφείο γιά τον υπασπιστή υπηρεσίας, και κανένα άλλο. Στην Ολυμπιάδα του 2004, ζήτησα κάτι από τον τότε πρόεδρο Στεφανόπουλο, συμπαθέστατο άνθρωπο. Μία στιγμή, που δεν μας άκουγε κανένας, του λέω «Πρόεδρε, ρουσφέτια κάνετε;». Με κοιτάει και μου λέει: «Τί έχετε υπ’ όψιν σας;». Λέω: «Θέλω να έρθω να δω τι αλλαγές έχετε κάνει στα ανάκτορα». Μου  απαντά: «Πολύ καλή ιδέα». Του λέω: «Θέλω να φέρω και την οικογένεια». Μου λέει: «κανένα πρόβλημα. Πέστε στον γραμματέα σας να πάρει τον γραμματέα μου και θα το κανονίσουμε». Αυτό έγινε τον Αύγουστο του 2004.

Όπως ανέβαινα  τα τρία σκαλάκια, για να μπω στο παλιό μου γραφείο μου, ο Στεφανόπουλος μου λέει: «Ξέρετε, Μεγαλειότατε, εγώ πρώτη φορά μπήκα σε αυτό το γραφείο όταν εσείς γίνατε βασιλεύς και εγώ έγινα βουλευτής, και ήρθα με τον Πρόεδρο της Βουλής για να υποβάλουμε τα σέβη μας». «Κύριε Πρόεδρε», του λέω, «ελπίζω να έχετε καταλάβει ότι το μόνο που κάνω εγώ τώρα είναι ότι ανταποδίδω». Έσκασε στα γέλια ο άνθρωπος.
Αλλά, τέλος πάντων, δεν είναι πλέον σπίτι μας εκεί, είναι όλα γραφεία. Για να σκεφθείτε, το υπνοδωμάτιο του βασιλέως Γεωργίου, μετά του πατέρα μου και μετά το δικό μου, δεν υπάρχει πλέον.

ΜΗΜ:  Έχουν γκρεμιστεί;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Έχουν γκρεμιστεί, τα έχουν βγάλει, μόνον το μπάνιο της βασιλίσσης έχει μείνει.

ΜΗΜ: Ποιό θεωρούσατε περισσότερο σπίτι σας; Τα ανάκτορα των Αθηνών ή το Τατόϊ;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Το Τατόϊ. Στα ανάκτορα έμενα μόνον επειδή εκεί ήταν η επίσημη κατοικία του αρχηγού του κράτους. Έμενα εκεί αν υπήρχε ανάγκη. Αλλά πάντως ήταν σπίτι. Και, ξέρετε, το βράδυ, όταν τελείωνε η δουλειά του προσωπικού, έφευγαν όλοι, δεν υπήρχε  προσωπικό μέσα στα ανάκτορα. Ήταν άδειο.

ΜΗΜ: Έμενε μόνον η οικογένεια;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ναι, μόνον η οικογένεια. Θυμάμαι, μια μέρα, είχα πάθει μια αφόρητη δηλητηρίαση και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Και δεν μπορούσα να βρω άνθρωπο να του πω «φέρτε μου έναν γιατρό». Λέω, εδώ θα πεθάνω και θα με βρουν το πρωί και θα λένε τι έπαθε αυτός….  Στον κήπο είχαμε, αν θυμάμαι καλά, έξι κηπουρούς. Τώρα έχουν 16, αλλά ο κήπος δεν έχει μεγαλώσει. Τον κήπο, σημειωτέον, τον είχε φτιάξει η γιαγιά μου, η βασίλισσα Σοφία.
Επανέρχομαι στο 2004, στην δεξίωση που δόθηκε γιά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Όταν τελείωσε η δεξίωση του Στεφανόπουλου, ήμασταν όλοι οι καλεσμένοι στον κήπο.

Ήταν πολύ ωραία. Μάλιστα, μίλαγα με την πρόεδρο της Βουλής, την κυρία Μπενάκη. Μου λέει: «θέλει να σας μιλήσει ο σύζυγός μου». «Αλοίμονο», λέω. Εμφανίζεται, τον κοιτάω και του λέω: «Εσείς παντρευτήκατε την κυρία Μπενάκη; Μα εσείς ήσασταν καθηγητής μου στα γαλλικά». Μου λέει: «ήσουν ανεπίδεκτος μαθήσεως». Του λέω: «είμαι ακόμη». 

Μου λέει ο Στεφανόπουλος, μόλις τελειώσαμε την συζήτηση: «Κοιτάξτε να δείτε, θα γυρίσετε όλο το προεδρικό μέγαρο, και μετά θα σας συνοδεύσει ο διευθυντής ασφαλείας να πάτε να δείτε και τον κήπο». Απαντώ: «Ευχαριστώ πάρα πολύ, καλοσύνη σας». Πήγα σε ένα σαλόνι, και μου λέει η κοπέλα που ήταν εκεί: «Εδώ πέθανε ο βασιλιάς Γεώργιος». Της λέω: «δεν πέθανε εδώ ο βασιλιάς Γεώργιος, ποιός σας τα είπε αυτά;». Μου απαντά: «Έτσι μας έχουν πει». Της λέω: «Παιδιά, προσέξτε, δέχεστε τί σας έχουν πει, και δεν ρωτάτε ανθρώπους που ξέρουν». Ρωτάει: «που πέθανε;». Της απαντώ: «στο δίπλα δωμάτιο». Δεν το ήξεραν.
 
ΜΗΜ: Διορίσατε πέντε πρωθυπουργούς κατά την διάρκεια της βασιλείας σας.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Όχι, διόρισα μόνον τον Νόβα, τον Τσιριμώκο, τον Στεφανόπουλο…

ΜΗΜ: Και τον Παρασκευόπουλο.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Τον Παρασκευόπουλο κατόπιν συμφωνίας, οι πολιτικοί αρχηγοί τον επέλεξαν.

ΜΗΜ: Εννοώ  όσους δώσατε εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως, είτε ήταν κατόπιν συμφωνίας είτε όχι. Με τον Κανελλόπουλο, 5 συνολικά. Ποιός από αυτούς ήταν ο πιο εντυπωσιακός ως προσωπικότητα;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Εκείνον που δεν διόρισα.

ΜΗΜ: Ο οποίος ήταν;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ο Γεώργιος Παπανδρέου.

ΜΗΜ: Αλήθεια;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ήταν ένας σοφός άνθρωπος. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε τεράστιο χιούμορ,  μπορούσες να περάσεις όλο το βράδυ συζητώντας μαζί του, ακόμη και στις ακροάσεις. Παραδείγματος χάριν, το 1964 είχαμε τεράστια κρίση στην Κύπρο. Οι Τούρκοι έστελναν αεροπλάνα, το ένα μετά το άλλο, και βομβαρδίζανε. Λοιπόν, ερχόταν ο πρωθυπουργός και με έβλεπε περίπου 2 -3 φορές την ημέρα. Ένα μεσημέρι με παίρνει ο τότε γραμματέας μου, ο Χοϊδάς, και μου είπε, θυμάμαι την λέξη που χρησιμοποίησε, «οσφραίνομαι πόλεμο».

Ο Παπανδρέου είχε καλέσει  το μικρό υπουργικό συμβούλιο. Οι υπουργοί προσπαθούσαν να τον πείσουν να στείλει την αεροπορία στην Κύπρο.  Τηλεφωνώ στον πρωθυπουργό και ρωτάω εάν έχουμε καμμιά αλλαγή από το πρωί που συναντηθήκαμε.  Μου απαντά: « Έχω συγκαλέσει τώρα το μικρό υπουργικό συμβούλιο». Ήταν ο υπουργός Αμύνης, ο Γαρουφαλιάς, ο υπουργός Εξωτερικών, ο Κωστόπουλος, ο υπουργός Συντονισμού, ο Μαύρος, ο αναπληρωτής υπουργός Συντονισμού, ο Ανδρέας ο Παπανδρέου, ο υφυπουργός Αμύνης, ο Παπακωνσταντίνου, και οι τρεις αρχηγοί των Επιτελείων.

Μπαίνω μέσα και ρωτάω: «Μπορώ να έχω κάποια ενημέρωση;» Κοιτάξτε να δείτε», μου λέει ο Παπανδρέου, «με έχουν πείσει ότι πρέπει να στείλουμε την πολεμική αεροπορία». Κοιτάω τον πρωθυπουργό και του λέω: «Με συγχωρείτε, μπορώ να κάνω μια ερώτηση;». «Βεβαίως», μου λέει. Και γυρίζω στον αρχηγό της Πολεμικής Αεροπορίας και τον ρωτάω: «Αρχηγέ μου, με συγχωρείς, τώρα δεν σου κάνει ερώτηση πολιτικός, ο βασιλιάς σου κάνει την ερώτηση, μην μου πεις άσχετα πράγματα. Ποιά αεροπλάνα θα στείλεις;». Μου λέει: «τα F-84 G». «Καλά», λέω. «Από πού θα απογειωθούν;». «Από την Κρήτη και την Ρόδο». 

«Πόση ώρα θα κάνουνε να πάνε στην Κύπρο;» Μου απαντάει: «45 λεπτά περίπου». «Πόση ώρα θα κάνουν αναχαίτιση;». «3 με 4 λεπτά», απαντά. Ρωτάω: «πού θα προσγειωθούν;». «Άλλα θα πέσουν στην θάλασσα, άλλα θα πάνε στο Λιβόρνο, ό, τι βρούνε».
Πάγωσαν όλοι.  Λέω: «Κύριε πρωθυπουργέ, εσείς ξέρετε το Σύνταγμα 100 φορές καλύτερα από μένα, αλλά νομίζω ότι εάν πάμε σε πόλεμο πρέπει να υπογράψω. Εγώ τέτοια υπογραφή δεν δίνω. Εάν πρόκειται η Τουρκία να μας επιτεθεί, θα πάω στο χαράκωμα μπροστά απ’ όλους» [παρέκβαση Β.Κωνσταντίνου στην συνέντευξη: «και τώρα που είμαι μπαμπόγερος θα πάω»], αλλά να πάω να πολεμήσω τον Τούρκο, επειδή ξύπνησαν οι Κύπριοι και έγινε σαματάς, δεν πάω, έχω την ευθύνη 9 εκατομμυρίων ανθρώπων, δεν πάω σε πόλεμο έτσι για να περάσει η ώρα, ξέρω τί θα πει πόλεμος, ξέρω τί θα πει να σκοτωθούμε, αλλά πρέπει να υπάρχει λόγος. Πρέπει να πολεμάει ο άλλος για να το πιστεύει, όχι γιατί ξυπνήσαμε ένα πρωί και πήγαμε και σφάξαμε τους Τούρκους». Λοιπόν, γυρίζει ο Παπανδρέου και λέει: «Κύριοι, είναι ανάγκη να έρθει ο άναξ μέσα σε αυτήν την αίθουσα για να μάθω την αλήθεια; Πηγαίνετε όλοι σας, φύγετε», και τους πέταξε έξω και σταμάτησε εκείνη στην στιγμή την όλη κίνηση.

Εν τω μεταξύ, να τι έμαθα. Ο [υφυπουργός Αμύνης] Παπακωνσταντίνου είχε στείλει με δική του πρωτοβουλία ένα ή δύο αεροπλάνα να περάσουν πάνω από την Κύπρο. Τον ρώτησα: «Κύριε υφυπουργέ, ενημερώσατε τον υπουργό Εθνικής Αμύνης;». Μου λέει: «όχι». «Ενημερώσατε τον πρωθυπουργό, πήρατε άδεια;». «Όχι», απαντά. «Ενημερώσατε τον βασιλιά;». Μου λέει: «όχι». «Δηλαδή, εσείς, με δική σας πρωτοβουλία και με δική σας ευθύνη, στείλατε αεροπλάνα στην Κύπρο, τα οποία μπορούσαν ενδεχομένως να προκαλέσουν τον πόλεμο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Γιατί;». Μου λέει: «deniability». «Με συγχωρείτε», του λέω, «κύριε υφυπουργέ, αλλά ποιος θα πιστέψει το deniability. Δηλαδή θα πείτε ότι εμείς δεν ξέραμε και ότι εσείς ξέρατε, δηλαδή άγνοια είχε ο πρωθυπουργός, άγνοια είχε ο υπουργός Αμύνης σας; Και θα είναι πειστικό αυτό το deniability; «Αυτό», του λέω, «είναι απαράδεκτο, δεν μπορεί να σηκώνεται ο καθένας και να στέλνει τα αεροπλάνα όπου θέλει. Υπάρχει πρωθυπουργός, κυβέρνηση, υπουργικό συμβούλιο». Αυτά σχετικά με την εποχή εκείνη.

ΜΗΜ: Θα με ενδιέφερε η άποψή σας για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος. Ήταν καθηγητής, δεν έχω τίποτα με τους καθηγητές, φιλοσοφούσε.  Ακούστε, όλοι οι πολιτικοί εκείνης της εποχής είχαν μία τάση δημαγωγίας, αλλά δεν είχες την αίσθηση ότι κλέβει κανένας.

ΜΗΜ: Πολύ σημαντικό αυτό.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Θυμάμαι μια φορά, δεν πρόκειται να πω ονόματα, είχα συνάντηση με έναν πρωθυπουργό, ο οποίος μου είπε ότι έπρεπε να αυξήσουμε τους φόρους. Μου λέει: «Είναι δύσκολη απόφαση, ως εκ τούτου θα ήθελα να κάνετε μία ανακοίνωση ότι θα απαρνηθείτε δύο εκατομμύρια δρχ. από τα (δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς) επτά εκατομμύρια δρχ. της χορηγίας. Αλλά επειδή εμείς ξέρουμε ότι τα χρήματα που σας δίνει το ελληνικό δημόσιο δεν φτάνουν, θα σας δώσουμε τέσσερα εκατομμύρια  από τα μυστικά κονδύλια». Απάντησα: «Κύριε πρωθυπουργέ, επειδή σιχαίνομαι τις παρεξηγήσεις, θα ήθελα να επαναλάβετε αυτό που μου είπατε για να είμαι σίγουρος ότι το κατάλαβα». «Βεβαίως», μου λέει. Λέω: «Εγώ, λοιπόν, σήμερα το βράδυ θα κάνω μια ανακοίνωση ότι απαρνούμαι δύο εκατομμύρια από την χορηγία και εσείς θα δώσετε εντολή στο υπουργείο Εξωτερικών να  μου δώσει κάτω από το τραπέζι τέσσερα». «Μάλιστα», απαντά. Του λέω: «Κύριε πρωθυπουργέ, με συγχωρείτε, η πόρτα είναι εκεί». Μου λέει: «τί είπατε;». «Εκεί είναι η πόρτα, τελείωσε η συζήτηση», είπα. Νόμιζε ότι είχα τρελλαθεί.

ΜΗΜ: Ναι, γιατί προφανώς έκρινε με δικά του κριτήρια.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Τελείως. Αλλά εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά, ξέρετε, είναι άνευ μεγάλης σημασίας.

ΜΗΜ:  Απεναντίας, έχουν τεράστια σημασία.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Πρόκειται γιά μία δύσκολη περίοδο. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου….Συγγνώμη, δεν μπορώ να μιλάω για τον πατέρα μου.

ΜΗΜ: Συγκινείστε.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Πάρα πολύ.

ΜΗΜ: Στις 5 Μαρτίου θα προβληθεί,  σε πρώτη προβολή, η ταινία του Γ.Πολίτη γιά τον βασιλιά Παύλο.Θα είστε στην πρεμιέρα της ταινίας;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Δεν αντέχω, συγκινούμαι.

ΜΗΜ: Θα την δείτε ιδιωτικά προφανώς.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ναι.

ΜΗΜ: Ήδη φαντάζομαι ότι έχετε δει κάποια αποσπάσματα

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Έχω δει ένα μικρό κομμάτι.

ΜΗΜ: Με τον βασιλιά Παύλο είχατε στενό σύνδεσμο.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Πολύ.

ΜΗΜ: Ήταν πατέρας στοργικός μαζί σας, αφοσιωμένος, σας έπαιρνε μαζί του κτλ.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ναι.

ΜΗΜ: Μια τελευταία ερώτηση. Στην διάρκεια της δεκαετίας του 60’, πριν από την Δικτατορία, είχατε πληροφορίες ή έστω νύξεις ότι κάποιοι συνωμοτούν;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Κοιτάξτε να δείτε, αυτό μου το έλεγαν και οι πολιτικοί,και μάλιστα συνέχεια.  Ο Παπανδρέου, ο οποίος είχε και χιούμορ, τελευταία  φορά που τον είδα, ένα από τα πράγματα που μου είπε και μου έκανε εντύπωση, ήταν: «Προσέξτε, Μεγαλειότατε, την χούντα». Του λέω: «κύριε πρόεδρε, ποιά χούντα;». Δεν απαντά. «Δεν θα μου πείτε;», τον ρωτάω. «Μα δεν γίνεται». «Ξέρετε τι θα συμβεί τώρα κύριε πρόεδρε;», του λέω.  «Τι;», με ρωτάει. «Μόλις βγείτε από εδώ, θα συλληφθείτε δια εσχάτην προδοσίαν». Έσκασε στα γέλια, χτυπιότανε κυριολεκτικά. Ξέρεις ότι υπάρχει χούντα, αλλά όταν σε ρωτάει ο αρχηγός του κράτους ποιά είναι η χούντα δεν λες. Άρα δεν ξέρεις τι γίνεται. Δεν ήξερε. Φήμες ήταν, όλοι έλεγαν ότι υπάρχει αλλά…

ΜΗΜ: Δεν είχατε κάτι χειροπιαστό.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Και οι εφημερίδες έγραφαν το προηγούμενο βράδυ ότι θα γίνει κίνημα. Το περιοδικό Time  με είχε στο εξώφυλλο και από κάτω έγραφε«the palace coup», αλλά το κείμενο μέσα δεν είχε απολύτως καμμία σχέση με το εξώφυλλο.Μέχρις ότου κυκλοφορήσει το Time, είχε αλλάξει όλη η ιστορία.

ΜΗΜ: Πού αποδίδετε την απείθεια των μεσαίων αξιωματικών προς εσάς και το κράτος; Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να μην ήταν βασιλικοί;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Υπήρχε μια άλλη νοοτροπία εκείνη την εποχή. Βγήκαμε από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μπήκαμε σε έναν εμφύλιο.  Υπήρχε μια συνομωσία στον στρατό, ο ΙΔΕΑ. Ο πατέρας μου ήθελε όλα αυτά να φύγουν. Προσπαθούσε όσο μπορούσε να πείσει, και εγώ έκανα το ίδιο, να γίνονται αρχηγοί των Επιτελείων αυτοί που είχαν πολεμική εμπειρία, δηλαδή να γίνονται με το σπαθί τους. Όλα αυτά θα τα γράψω στο βιβλίο που ετοιμάζω, πώς υπήρχε πίεση απέναντι στον πατέρα μου να γίνει τότε αρχηγός του στρατού ο Καρδαμάκης, πώς ο Καρδαμάκης κατέβασε όλη την χούντα στην Αθήνα. Πώς, αφού έφυγε ο Καρδαμάκης, ο βασιλιάς Παύλος ήθελε να κάνει αρχηγό του επιτελείου τον Παπαθανασιάδη, που τον έβαλα εγώ μετά αυλάρχη. Ήταν ξεχωριστή μορφή στρατηγού, ήταν πάρα πολύ έξυπνος, αλλά δεν ήταν δεξιός, ήταν από την φιλελεύθερη πλευρά, ήταν άνθρωπος  του Παπανδρέου.

Λοιπόν, ήρθε η σειρά μου να συζητήσω με τον Παπανδρέου γιά την διαδοχή του Καρδαμάκη. Ο Παπανδρέου ήθελε να βάλει κάποιον που ήταν πολύ χαμηλά στην επετηρίδα. Του λέω: «Κύριε πρόεδρε, γιατί διαλέξατε αυτόν;». Μου απαντά: «Γιατί τον πιστεύω, είναι καλός». Του λέω: «Με συγχωρείτε πολύ, έχετε διαβάσει τα χαρτιά του, την επετηρίδα του κτλ; Εσείς, το πρώτο πράγμα που θα κάνετε μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας στην εξουσία, είναι να βάλετε αρχηγό του Στρατού κάποιον ο οποίος είναι πολύ χαμηλά στην επετηρίδα;». Μου λέει: «Ποιόν να βάλω;». Του λέω: «Βάλτε το νούμερο ένα, τον Γεννηματά». «Δεν γίνεται», μου λέει. «Με συγχωρείτε», του λέω, «γιατί δεν γίνεται;». Μου απαντά: «Αυτός έχει εκτεθεί στις εκλογές της βίας και της νοθείας». Του λέω: «Κύριε πρόεδρε, ποιά βία και νοθεία, τώρα  σοβαρά μιλάμε, έχουν περάσει τα χρόνια, μιλάμε ακόμα για βία και νοθεία; Εμείς, αυτό που πρέπει να κάνουμε τώρα, είναι να αλλάξουμε τα στρατηγικά σχέδια της Ελλάδος.»  Γιατί τα στρατηγικά σχέδια προέβλεπαν επίθεση από βορρά, εμείς δεν κινδυνεύαμε πλέον από τον βορρά, κινδυνεύαμε από ανατολικά. Και ο μόνος που μπορούσε να κάνει όλες αυτές τις επιτελικές αλλαγές ήταν ο Γεννηματάς. Ο στρατηγός Γεννηματάς ήταν πάρα πολύ δυνατός από πλευράς επιτελικών σχεδίων. Μου λέει ο Παπανδρέου: «Θα με βρίζει ο Λαμπράκης και ο Κόκας». Του λέω: «Κύριε πρωθυπουργέ, αυτά δεν είναι πράγματα που πρέπει να τα δέχεστε εσείς». Ο Παπανδρέου είχε τέτοια γενναιότητα, που ήρθε και με βρήκε μετά από τρεις μήνες, και μου είπε: «Δεν έχω θέμα συζητήσεως εκτός από το θέμα του Γεννηματά». Του λέω: «Θέλετε να τον διώξετε;». «Όχι», μου λέει, «ήρθα να σας ευχαριστήσω που με πείσατε να τον κάνω αρχηγό του Επιτελείου, διότι άλλαξε όλα τα σχέδια, και μόνον αυτός μπορούσε να το κάνει όπως το έκανε».
 
ΜΗΜ:  Δηλαδή  εσείς επιμείνατε να τοποθετηθεί ο Γεννηματάς, ώστε να μετατοπίσει το στρατηγικό κέντρο βάρους του επιτελικού σχεδιασμού έναντι της Τουρκίας, γιατί ο προηγούμενος σχεδιασμός ήταν έναντι του Ανατολικού Μπλοκ, που ήταν πλέον δευτερεύων κίνδυνος.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Δεν είπα ονόματα, αλλά αυτή είναι η ουσία. Στα ανάκτορα είχα στενογράφους και, όταν τελείωνε το συμβούλιο, έλεγα «αυτά να δημοσιοποιηθούν» και δημοσιεύονταν αμέσως. Τώρα δεν ξέρω πότε δημοσιεύονται, ξέρετε εσείς;

ΜΗΜ: Νομίζω ότι τα υπογράφουν οι πολιτικοί αρχηγοί πρώτα και μετά πάνε για δημοσίευση.  Έχουν υπάρξει προσφάτως και προβλήματα σχετικά με αυτό το θέμα.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Το φαντάζομαι. Όταν μπήκα στο παλαιό μου γραφείο, το 2004, κοίταγα πάνω. Με ρωτά ο Στεφανόπουλος: «τί ψάχνετε;». Απαντώ: «ψάχνω μια τρύπα!» [εσοχή στον τοίχο]. Μου λέει ο γραμματέας: «Την καλύψαμε». Του λέω: «Εγώ την έβαλα εκεί»! Επειδή δεν είχα πλήρη εμπιστοσύνη στους στενογράφους, αν και εκείνοι δημοσίευαν αμέσως τα πρακτικά, είχα  βάλει (μόνο στο Συμβούλιο του Στέμματος, όχι στις ακροάσεις) ένα μικρόφωνο και ένα tape και έχω όλες τις συζητήσεις που έγιναν για το Κυπριακό, γιά όλα.

ΜΗΜ: Και τις έχετε ακόμα;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ναι.

ΜΗΜ: Αυτό είναι υλικό για βιβλίο.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ελπίζω να διατηρηθεί η τρύπα, είναι ιστορική! Το άλλο που ξέχασα να σας πω είναι ότι, στην ίδια επίσκεψή μου, όταν έκανα βόλτα στον  κήπο μέσα στα ανάκτορα, μου λέει ο αστυνομικός διοικητής: «Θέλετε να δείτε το τούνελ για την διαφυγή της ελληνικής βασιλικής οικογένειας;» Λέω: «Ποιό τούνελ;».  Απαντά:

«Υπάρχει εδώ ένα τούνελ». Ρωτώ: «Και πάει πού;». Απαντά: «Μας έχουν πει ή στο στάδιο ή κάπου κοντά στην Βουλή». Λέω του αξιωματικού: «Με συγχωρείς, αλλά αυτόν τον κήπο τον έχω γυρίσει με την Σοφία και την Ειρήνη από το 45’, το 46’ που γυρίσαμε, αν υπήρχε τούνελ θα το είχα βρει». Λοιπόν, πήρα τηλέφωνο όλους τους επιζώντες, χωροφυλακή, υπασπιστές, τον Ποταμιάνο. Λέω, βρε παιδιά, υπήρχε τούνελ ποτέ; Λοιπόν, αυτό το τούνελ ή το έφτιαξε ο Παπαδόπουλος για το σκάσει ή το έφτιαξε ο Καραμανλής, ένας από τους δύο, δεν έχω μάθει.

ΜΗΜ: Εσείς δεν είχατε τούνελ διαφυγής;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Από τί να διαφύγουμε εμείς; Μην ξεχνάτε ότι ο πατέρας μου γύριζε χωρίς ασφάλεια. Όταν ήταν επίσημη περίσταση, είχε τέσσερις ανθρώπους, αλλά επέμενε να είναι με στολή για να φαίνονται, και να μην είναι όπως είναι τώρα με πολιτικά, με ακουστικά στα αυτιά κτλ. Ήθελε να είναι της χωροφυλακής και να τους βλέπει όλους ο κόσμος, να ξέρει ποιοί είναι.

ΜΗΜ: Τι γνώμη έχετε αποκομίσει από τον ελληνικό λαό, ποιά είναι η άποψη σας γι’ αυτό τον λαό;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Είναι περίεργο πράγμα. Δεν μπορείς να λες ψέματα στον ελληνικό λαό για πολύ καιρό, όσοι το δοκίμασαν το πλήρωσαν. Και το έχω πει σε πολλούς πολιτικούς, ότι αυτό που δεν μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος, μία χώρα ή μία κυβέρνηση, είναι να πέσει η αξιοπιστία του, άπαξ και πέσει η αξιοπιστία, ξεχάστε τα. Επισημαίνω στους διαφόρους πολιτικούς που βλέπω κάθε τόσο, να σκέφτονται πριν πούνε κάτι, και σαχλαμάρα να είναι αν την πιστεύουνε να την πούνε, αλλά να την εφαρμόσουν. Μην πούνε στον ελληνικό λαό το άλφα και να μην το κάνουν, ό, τι πούνε  πρέπει να το εφαρμόσουν, διότι αλλιώς ο ελληνικός λαός δεν θα τους ανεχτεί. Ήδη οι πολιτικοί γενικά έχουν υποστεί μεγάλη μείωση από πλευράς των ψηφοφόρων. Αυτό είναι και γενικότερο φαινόμενο, σε όλη την Ευρώπη και στην Αμερική. Αλλά πιστεύω πάρα πολύ ότι ο ελληνικός λαός, ειδικά, είναι πολύ ευαίσθητος στα θέματα της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της αλήθειας.

ΜΗΜ: Πιστεύετε στο μέλλον του Ελληνικού λαού; Θα έχουμε ένα καλύτερο μέλλον, αν ξεπεράσουμε αυτήν την κατάσταση;

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Εγώ είμαι εκ  γενετής αισιόδοξος, οπότε πιστεύω ότι θα  βρούμε την λύση. Πιστεύω ότι όλοι οι πολιτικοί σήμερα, και η συμπολίτευση και η αντιπολίτευση, συναισθάνονται ότι υπάρχει τεράστιο πρόβλημα στην χώρα μας. Το πρόβλημα της χώρας,  είτε ευθύνονται αυτοί είτε φταίνε άλλοι που ήταν πριν, είναι αντικείμενο που θα απασχολήσει εσάς τους ιστορικούς. Αλλά σίγουρα είναι μία πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση, διότι είναι η πρώτη φορά που συμβαίνουν αυτά, ούτε καν μετά τον πόλεμο δεν είχαμε τέτοια ανεργία, τέτοια φτώχεια, τέτοια γκρίνια. Είναι ένα απαράδεκτο θέαμα. Ποιός θα σκεφτόταν ότι θα πηγαίνουν παιδιά στο σχολείο και θα πεινάνε; Αυτό είναι τελείως ακατανόητο.

ΜΗΜ: Μεγαλειότατε, ήταν μία εξαιρετική συνέντευξη, μας αποκαλύψατε χιλιάδες σημαντικά πράγματα, δώσατε υλικό για τους ιστορικούς, τους αναλυτές, τους δημοσιογράφους. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Γειά σας.

Πηγή: lykavitos.gr