Κέρδη Μόσχας, ικανοποίηση Αγκυρας και αδιευκρίνιστα σημεία

86

Του  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ  ΦΙΛΗ*

H ρωσοτουρκική συμφωνία ήταν αναμενόμενη, από τη στιγμή που το Κρεμλίνο βρήκε παράθυρο ευκαιρίας για να αναπτύξει διαμεσολαβητικό ρόλο στη διευθέτηση μεγάλου μέρους του συριακού προβλήματος.

Οι ρωσικοί στόχοι έχουν ως εξής: α) να επιστεγαστεί η επαναφορά της τάξης στις κουρδικές περιοχές υπό τον έλεγχο του ασαντικού καθεστώτος και δη με τουρκική συγκατάθεση, β) να μετριαστεί η τουρκική επιθετικότητα και να υποχρεωθεί η Αγκυρα να αποδεχθεί την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και να σεβαστεί τη συμφωνία των Αδάνων του 1998, γ) να φανεί ότι η Μόσχα συμμερίζεται τις τουρκικές ανησυχίες σχετικά με τις κουρδικές πολιτοφυλακές και πως είναι διατεθειμένη να συμβάλει στην απόσυρση αυτών, όπως και του οπλισμού τους, από τη συροτουρκική μεθόριο, δ) να διαμορφωθούν οι συνθήκες προκειμένου να επιτευχθεί ένα modus operandi μεταξύ Δαμασκού και Αγκυρας και, ε) να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη στις σχέσεις με μια νατοϊκή χώρα, την Τουρκία, σε ένα μέτωπο εκτός ακτίνας δράσης ΕΕ και ΗΠΑ.

Η Τουρκία, από την πλευρά της, καταφέρνει να διατηρήσει στον έλεγχό της μια ακτίνα 117 χλμ. που χωρίζει τις πόλεις Τελ Αμπιάντ – Ρας αλ Αϊν, σε 32 χλμ. βάθος εντός της συριακής επικράτειας. Επίσης, οι εμφανώς έκνομες ενέργειές της στο έδαφος μιας γειτονικής χώρας, όχι μόνο δεν καταδικάζονται, αλλά και νομιμοποιούνται από τον διεθνή παράγοντα, που της αναγνωρίζει το δικαίωμα στην άμυνα και ταυτόχρονα κατανοεί το τουρκικό επιχείρημα ότι οι κουρδικές πολιτοφυλακές της Συρίας λογίζονται ως τρομοκράτες. Μάλιστα, η απόσυρση των Κούρδων από τη συνοριογραμμή Τουρκίας – Συρίας και η απώθησή τους νοτιότερα, όπως άλλωστε και η διαφαινόμενη αδυναμία να αποκτήσουν ένα status αυτονομίας εντός της Συρίας, δεν μπορούν πάρα να ικανοποιούν την τουρκική ηγεσία.

Βέβαια, τον τελευταίο λόγο έχει η Μόσχα, της οποίας τα μηνύματα επιδέχονται ερμηνειών, καθώς σύμβουλος του Πούτιν ισχυρίζεται ότι στις προθέσεις της χώρας του είναι το κουρδικό στοιχείο να αποκτήσει κάποιου είδους αυτονομία.

Πάντως, για την ώρα, η Αγκυρα φαίνεται πως μπορεί με τη συναίνεση των περισσότερων εμπλεκομένων να δημιουργήσει την πολυπόθητη ζώνη ασφαλείας εντός συριακού εδάφους, έστω και αν αυτή απέχει κατά πολύ από την εκπεφρασμένη πρόθεση Ερντογάν το μήκος της να φτάνει τα 444 χλμ. Και με αυτή τη συμφωνία, όπως και με την αντίστοιχη με τους Αμερικανούς προ λίγων ημερών, ο τούρκος πρόεδρος είναι σε θέση να εμφανίσει τις εξελίξεις ως νίκη του ιδίου στη συριακή σκακιέρα, δυσκολεύοντας έτσι ακόμη περισσότερο το έργο της αντιπολίτευσης αλλά και όσων πρώην συντρόφων του τον αντιστρατεύονται.

Το γεγονός ότι η σαφώς μικρότερη ζώνη δεν επιτρέπει σκέψεις για επαναπατρισμό 1-2 εκατομμυρίου Σύρων, όπως ο Ερντογάν αρχικά προγραμμάτιζε, διόλου δεν πρόκειται να τον κάμψει, διότι εξαρχής γνώριζε τις τεράστιες δυσκολίες του εγχειρήματος και περισσότερο χρησιμοποίησε αυτή την προοπτική ως δέλεαρ προς Ευρωπαίους και Αμερικανούς για να στηρίξουν τις επιδιώξεις του στη Συρία.

Ωστόσο, αν κυλήσουν όλα ομαλά, η Αγκυρα θα επιδιώξει να επιστρέψει τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό Σύρων, αν και ο βαθμός δυσκολίας δεν είναι αμελητέος, εφόσον πρέπει να πειστούν να κάνουν μία ακόμη νέα αρχή στη ζωή τους και να εγκατασταθούν κυρίως σε αγροτικές περιοχές που δεν τις γνωρίζουν. Αλλωστε, Μόσχα και Δαμασκός δεν θα μπορούσαν να αποδεχθούν τη μεταφορά και συγκέντρωση μεγάλου αριθμού αράβων σουνιτών που πρόσκεινται στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, στη Βορειοανατολική Συρία, υπό τον φόβο δημιουργίας στο μέλλον μιας κρίσιμης μάζας αμφισβήτησης του ασαντικού καθεστώτος.

Τέλος, η συμφωνία διατήρησης του status quo στις υπόλοιπες περιοχές σημαίνει πως Κομπάνι και Μανμπίτζ θα παραμείνουν στον έλεγχο του συριακού καθεστώτος, ενώ στα ζητήματα που δεν προέκυψε συμφωνία ή δεν γνωστοποιήθηκε είναι η περιοχή του Ιντλίμπ, στην οποία έχουν συγκεντρωθεί τόσο δυνάμεις της αντιπολίτευσης και τζιχαντιστικά στοιχεία (που βάσει συμφωνίας Ρωσίας – Τουρκίας επιτηρούνται από τη δεύτερη, όχι, πάντως με ιδιαίτερη επιτυχία) όσο και δυνάμεις της Δαμασκού, συνεπικουρούμενες από τη Ρωσία, στοχεύοντας στην πλήρη ανακατάληψη της πόλης.

Πάντως, η Μόσχα αναδεικνύεται σε συνεπή εταίρο – τόσο για τον Ασαντ όσο και για τον Ερντογάν -, όπως πλέον και σε σταθεροποιητικό παράγοντα (έχει αρχίσει να λησμονείται ότι η στρατιωτική της επέμβαση πολλαπλασίασε τα προσφυγικά ρεύματα), κερδίζοντας πόντους στη Μέση Ανατολή. Εχοντας δε καταφέρει να συνεργάζεται και να συνομιλεί με όλα τα κράτη της περιοχής, δεν αποκλείεται στο μέλλον, εφόσον πετύχει το «μοντέλο» της Συρίας και συντρέξουν οι προϋποθέσεις, να αναλάβει ακόμη θεαματικότερες πρωτοβουλίες επίλυσης διαφορών στην περιοχή (π.χ. μεταξύ Ιράν – Σαουδικής Αραβίας), εμβαθύνοντας περαιτέρω την επιρροή της.

*Εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».