Κίνα: Άσχημο το 2022, Δύσκολο το 2023… Του Πλάμεν Τόντσεφ

244

Του Πλάμεν Τόντσεφ*

Στο 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) τον περασμένο Οκτώβριο ο Σι Τζινπίνγκ επανεξελέγη για τρίτη συνεχόμενη φορά και επιβεβαίωσε την απόλυτη κυριαρχία του στο κόμμα-κράτος. Ταυτόχρονα, όμως, επωμίζεται αυξημένες προσωπικές ευθύνες σε μια συγκυρία ιδιαιτέρως δύσκολη για τον ασιατικό γίγαντα. Η απεριόριστη εξουσία του Κινέζου προέδρου δεν απέτρεψε σοβαρές αναταράξεις στο εσωτερικό της χώρας, ενώ μένει να δούμε κατά πόσο θα συμβάλει στην ουσιαστική ισχυροποίηση του Πεκίνου σε διεθνές επίπεδο.

Τα εσωτερικά μέτωπα

Το έτος 2022 ήταν πολύ αρνητικό για την Κίνα, κυρίως γιατί σημαδεύθηκε από το νέο ξέσπασμα της πανδημίας. Τα παρατεταμένα lockdowns επέτειναν την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας και προκάλεσαν έκδηλη κοινωνική δυσαρέσκεια. Οι διαμαρτυρίες σε πολλές γωνίες της  χώρας και το “κίνημα της λευκής κόλλας” θύμισαν ως ένα βαθμό την εξέγερση της πλατείας Τιενανμέν του 1989. Ακούστηκαν, μάλιστα, συνθήματα κατά του ίδιου του Σι Τζινπίνγκ, λίγες μόνον ημέρες μετά την θριαμβευτική επανεκλογή του.

Θα ήταν, όμως, ανακριβές οι εντάσεις αυτές να αποδοθούν αποκλειστικά στην πανδημία, καθώς η δυσθυμία των πολιτών σχετίζεται εξίσου με το ξεθώριασμα του “κινεζικού ονείρου”. Καθίστανται εμφανή τα συσσωρευμένα δομικά προβλήματα της οικονομίας, όπως είναι οι επίμονες εισοδηματικές ανισότητες, η φούσκα  των ακινήτων, το δυσθεώρητο χρέος των τοπικών αρχών, η γήρανση του πληθυσμού, η σταθερή μείωση της παραγωγικότητας, κ.λπ. Ως αποτέλεσμα, το 2022 όχι μόνο αποδείχθηκε ότι η κινεζική οικονομία δεν είναι άτρωτη, αλλά αμφισβητείται πλέον το θέσφατο ότι οσονούπω θα ξεπεράσει την αμερικανική οικονομία ως προς το ύψος του ονομαστικού ΑΕΠ. Είναι χαρακτηριστικές οι αναθεωρημένες εκτιμήσεις πολλών οίκων ότι, αντί για το 2025, η Κίνα θα μπορούσε να πλησιάσει τις ΗΠΑ περί το 2035 το νωρίτερο, αλλά ακόμη κι αυτή η πρόβλεψη παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό. 

Η Κίνα στην διεθνή σκηνή

Μετά από διπλωματική “καραντίνα” που κράτησε περίπου δύο χρόνια, το 2022 ο Σι Τζινπίνγκ επανήλθε δυναμικά στην διεθνή σκηνή, με την φυσική συμμετοχή του σε σημαντικά φόρα. Τον περασμένο Σεπτέμβριο ήταν “αυτοκρατορική” η παρουσία του στην σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης. Δύο μήνες αργότερα συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας στην σύνοδο της ομάδας G20 στην Ινδονησία κι αμέσως μετά παρευρέθηκε στο φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) στην Μπανγκόκ. Η δε επίσκεψη του Κινέζου προέδρου στην Σαουδική Αραβία και οι επαφές του με τις χώρες του Περσικού Κόλπου φανερώνουν τον στόχο του Πεκίνου να εκμεταλλευτεί την εξασθένηση της αμερικανικής επιρροής στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Στο θέμα της Ουκρανίας, η Κίνα κρατά “ευμενή ουδετερότητα” υπέρ της Μόσχας, η οποία παραμένει στρατηγικός εταίρος του Πεκίνου κατά των ΗΠΑ. Μόλις τρεις εβδομάδες πριν την ρωσική εισβολή, ο Πούτιν και ο Σι Τζινπίνγκ υπέγραψαν στην Κίνα βαρυσήμαντο μανιφέστο για το περίγραμμα μιας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων στον αντίποδα της Pax Americana. Όπως κι άλλες χώρες που δεν συντάσσονται με τις δυτικές κυρώσεις, η Κίνα όχι απλά διατήρησε στενές οικονομικές σχέσεις με την Ρωσία, αλλά αύξησε τον όγκο του διμερούς εμπορίου που αντιστοιχεί κυρίως στις εισαγωγές ρωσικών υδρογονανθράκων.

Ταυτόχρονα, όμως, η εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και η απομυθοποίηση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων προβλημάτισαν έντονα το Πεκίνο. Επιπροσθέτως, η Κίνα σημείωσε την ομοβροντία των δυτικών κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας και δεν θα ήθελε επ’ ουδενί να βρεθεί στην ίδια θέση.  Σε ό,τι δε αφορά τις σχέσεις του με την Ταϊβάν, όλα δείχνουν ότι το Πεκίνο θα είναι ιδιαίτερα προσεκτικό  στο προσεχές μέλλον και το worst-case σενάριο για απόπειρα απόβασης στην αυτοδιοικούμενη νήσο χάνει έδαφος στην παρούσα φάση.

Ως προς την αντιπαλότητα Κίνας-ΗΠΑ, φαίνεται πως οι απ ’ευθείας συνομιλίες Μπάιντεν-Σι στο Μπαλί απομάκρυναν το ενδεχόμενο μετωπικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο δυνάμεων, αν και οι σχέσεις τους θα παραμείνουν τεταμένες. Ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός εντείνεται συνεχώς και μεταφέρεται κυρίως στο πεδίο των προηγμένων τεχνολογιών, με αιχμή του δόρατος τον τομέα των ημιαγωγών. Σημειωτέον, το Πεκίνο προσέφυγε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου κατά των περιορισμών που επέβαλε η διοίκηση Μπάιντεν τον περασμένο Οκτώβριο στην διάθεση της αντίστοιχης τεχνογνωσίας σε κινεζικές εταιρείες.

Το επιχείρημα του αμερικανικού Πενταγώνου είναι ότι οι προηγμένες τεχνολογίες βοηθούν την Κίνα στην κατασκευή σύγχρονων οπλικών συστημάτων. Οι πρώτες εκτιμήσεις είναι ότι, ενώ η περιοριστική πολιτική της Ουάσιγκτον δεν θα εμποδίσει την κινεζική ηγεσία να προχωρήσει στην τεχνολογική αναβάθμιση του οπλοστασίου της, θα αυξηθεί αισθητά το κόστος που πρέπει να επωμιστεί η Κίνα και θα χρειαστεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για την επίτευξη των στόχων της. Οι ΗΠΑ διατηρούν προβάδισμα σε κρίσιμες τεχνολογίες και θα επιδιώξουν να το διατηρήσουν πάση θυσία.

Πώς θα φαντάζει το 2023;

Το επόμενο έτος, οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τις κινεζικές αρχές θα παραμείνουν η πανδημία και η οικονομία. Και οι δύο σχετίζονται άμεσα με την πολιτική νομιμοποίηση του κόμματος-κράτους και το αφήγημα για το «αλάνθαστο» του ΚΚΚ. Διακυβεύεται κατ’ ουσίαν  το αφήγημα της διαχειριστικής ικανότητας της κομματικής ηγεσίας σε σημαντικά θέματα που άπτονται άμεσα της καθημερινότητας των Κινέζων πολιτών – του βιοτικού επιπέδου τους, αλλά και της υγείας τους και της ίδιας της ζωής τους.

Μετά την χαλάρωση της πολιτικής μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό (zero Covid), ήδη φουντώνει ισχυρό κύμα εξάπλωσης που δοκιμάζει τις αντοχές του εθνικού συστήματος δημόσιας υγείας και αναμένεται να κορυφωθεί την άνοιξη του 2023. Εκφράζονται, μάλιστα, ανησυχίες για την εμφάνιση καινούριων μεταλλάξεων του κορωνοϊού και, όπως συνέβη στην αρχή της πανδημίας, για νέο κύμα σε διεθνή κλίμακα. Η κατάργηση των αυστηρών μέτρων, χωρίς να έχει προηγηθεί επαρκής εμβολιασμός του κινεζικού πληθυσμού, είναι παρακινδυνευμένη και μένει να φανεί αν το ΚΚΚ αναλαμβάνει αυτό το ρίσκο βάσει συνεκτικού σχεδίου ή – το πιθανότερο – ως κίνηση πανικού.

Την ίδια στιγμή, ξοδεύονται τεράστια ποσά για την τόνωση της οικονομίας και τίθενται φιλόδοξοι στόχοι για την επανάκαμψή της, π.χ. μεγέθυνση της τάξεως του 5% το 2023. Οι αγορές προεξοφλούν μερικό rebound της κινεζικής οικονομίας το δεύτερο εξάμηνο του νέου έτους, αλλά ενδέχεται αυτό να επιτευχθεί με πολύ υψηλό ανθρώπινο κόστος, το οποίο οι αρχές θα αποκρύψουν επιμελώς. Η προπαγανδιστική μηχανή τους ήδη έχει δώσει δείγματα γραφής, καθώς πληθαίνουν οι πληροφορίες για εκατόμβη θυμάτων που δεν ανακοινώνονται επισήμως.

Ως προς το ειδικό βάρος της στην παγκόσμια οικονομία, η Κίνα θα επιδιώξει να το επιβεβαιώσει με την προσπάθεια να αντιστρέψει την φυγή ξένων επιχειρήσεων από την επικράτειά της προς άλλους, “ασφαλέστερους”, προορισμούς, όπως είναι οι αναπτυσσόμενες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας ή το Μεξικό. Αυτό, όμως, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της πανδημίας και της κινεζικής οικονομίας, μια εξίσωση με πολλούς αγνώστους προς το παρόν.

Μέχρι την εμφάνιση του κορωνοϊού, η Κίνα ήταν κινητήριος δύναμη της παγκόσμιας ανάπτυξης και μέρος της λύσης όταν ξεσπούσε κάποια οικονομική κρίση, π.χ. το 1997 ή το 2008. Τώρα πλέον έχει μετατραπεί σε μέρος του προβλήματος, όπως αυτό εκδηλώνεται με την παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση, την διαταραχή των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων, κ.λπ. Είναι μάλλον απίθανο το 2023 η Κίνα να ανακτήσει το προηγούμενο στάτους της.  

Στην ιδιαίτερα συγκεχυμένη γεωπολιτική εικόνα που χαρακτηρίζει τον πλανήτη, η Κίνα αναμφίβολα αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες του αναδυόμενου πολυπολικού κόσμου. Το πιθανότερο είναι ότι τον επόμενο χρόνο το Πεκίνο θα συνεχίσει τις προσπάθειές του να διευρύνει τον κύκλο των φιλικών χωρών (“circle of friends”) και ασφαλώς θα επιμείνει στο σινο-ρωσικό δίδυμο. Ωστόσο, παρά τον διπλωματικό ακτιβισμό του Σι Τζινπίνγκ τους τελευταίους μήνες, η Κίνα ποτέ δεν ήταν αντιμέτωπη με τόσες επιφυλάξεις διεθνώς και τόσο αρνητική εικόνα στην Δύση. Η επιρροή του Πεκίνου στην Ασία και την Αφρική αντισταθμίζεται από την αντιπαράθεσή του με τις ΗΠΑ και την ολοένα και πιο ψυχρή στάση των Ευρωπαίων, παρά την κινεζική επίθεση φιλίας προς την Γηραιά Ήπειρο.

Η Δύση θα εξακολουθήσει να σπαράσσεται από τις εγγενείς αντιφάσεις της, κάτι το συνηθισμένο άλλωστε, π.χ. οι εμπορικοί πόλεμοι μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης έχουν προϊστορία δεκαετιών. Αλλά και η Κίνα, για πρώτη φορά τα τελευταία σαράντα χρόνια συνεχούς ανόδου και ακλόνητων βεβαιοτήτων, έχει βρεθεί ενώπιον σκληρών διλημμάτων που θέτουν εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα του κομμουνιστικού καθεστώτος και τους φιλόδοξους στόχους του στην διεθνή σκηνή. Το 2023 ενδέχεται να δώσει κάποια πρώτη απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο η στρατηγική της κινεζικής ηγεσίας είναι ευθυγραμμισμένη με τις δυνατότητες της χώρας.

*Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ).

Πηγή: kreport.gr