Του Ηρακλή Ρούπα
Βρισκόμαστε σε μία φάση όπου κάθε ενέργεια βραχυπρόθεσμων και μόνον οικονομικών παρεμβάσεων στήριξης κινδυνεύει να αφήσει μηδενικό αποτύπωμα εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν αναδεικνύεται ουσιαστική πολιτική εξάλειψης των χρόνιων στρεβλοτήτων της οικονομίας
Αν λάβουμε σοβαρά υπόψη τις πρόσφατες καταγγελίες των θεσμικών φορέων της βιομηχανίας ως προς την στρεβλότητα στην αγορά ενέργειας, γίνεται αντιληπτό πως το πρόβλημα των στρεβλοτήτων της οικονομίας γενικότερα, δεν έχει τεθεί ως προτεραιότητα στην ατζέντα της Κυβέρνησης. Οι δε έλεγχοι που διενεργούνται την περίοδο αυτή στις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, δεν αναδεικνύουν τίποτα περισσότερο από αυτό που πιθανώς κυοφορείται χρόνια τώρα.
Όσο όμως η οικονομία σε κάθε ουσιαστική της έκφανση, δίνει την εντύπωση καρτελοποίησης, τόσο κάθε μορφή κοινωνικής και οικονομικής στήριξης δεν θα μπορεί να υποστηρίξει μακροπρόθεσμες λύσεις. Οι σημερινές παρεμβάσεις γίνονται απλά γιατί η κρίση της Ουκρανίας ανέδειξε το ενδογενές πρόβλημα της οικονομίας σε τέτοιο βαθμό θα ήταν αδύνατο να αγνοηθεί. Έστω και επιφανειακά.
Με αυτό ως δεδομένο, γίνεται αντιληπτό πως η μορφή της συζήτησης για τον κατώτατο μισθό, όσο και της πολιτικής γενικότερης επιδοματικής πολιτικής, έχει λάθος στόχευση. Η δε επαμφοτερίζουσα στάση της Κ. Λαγκαρντ ως προς την πολιτική επιτοκίων, καθώς και η άρνηση της Γερμανίας -για άλλη μία φορά- να δεχθεί την αναγκαιότητα του ευρωομολόγου, καταδεικνύουν για άλλη μία φορά πως οι όποιες υποστηρικτικές πολιτικές της ΕΕ συμφωνηθούν – όποτε συμφωνηθούν- δεν θα πρέπει να αποτελούν την βάση του αναπτυξιακού σχεδιασμού της χώρας. Άλλωστε, η έλλειψη εναλλακτικού σχεδίου για τον ενεργειακό μετασχηματισμό οδήγησε στην λήψη απόφασης για πολύ ταχύτερη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, που λόγω των εξελίξεων έχει αποδειχθεί ανέφικτη.
Με την ίδια μονοδιάστατη φιλοσοφία, το Ταμείο Ανάπτυξης στοχεύει σε μεγάλα έργα, τον πρωτογενή τομέα, καθώς και την ενεργειακή μετάβαση χωρίς όμως, να υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο στήριξης (hedge) για την περίπτωση κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα. Ως παράδειγμα αξίζει να σημειωθεί πως με μία απλή συλλογιστική, το αυξημένο κόστος πρώτων υλών κατά 30% περίπου, σημαίνει πως επί της ουσίας θα είναι δυνατόν να εκτελεσθεί μόνον το 70% των προγραμματισμένων έργων, καθώς τα εγκεκριμένα – και μη εκταμιευθέντα – κονδύλια είναι συγκεκριμένου ύψους για κάθε χώρα.
Με τον πληθωρισμό μέχρι σήμερα να έχει ξεπεράσει το 6% και τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ και της Τράπεζας της Ελλάδος να προβλέπουν πως η ανάπτυξη για το 22’ θα είναι η μισή της προβλεπόμενης, τα περιθώρια αποφυγής στασιμοπληθωρισμού αρχίζουν να στενεύουν, καθιστώντας ως επιτακτική ανάγκη να ταχεία ανάδειξη εναλλακτικών προτάσεων ανάπτυξης. Ως τέτοιες βέβαια δεν μπορεί να νοηθούν οι άστοχες τηλεοπτικές «φιλοσοφικές» παρεμβάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης κυρίου Γεωργιάδη αναφορικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της ακρίβειας των καυσίμων και της ενέργειας.
Δυστυχώς, η συζήτηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού με τον πληθωρισμό να «τρέχει» έχει καθυστερήσει, καθώς οι παράμετροι εκτίμησης των θετικών ή μη επιπτώσεων από την αύξηση του κατώτατου μισθού διαφέρουν ανάλογα με τις συνθήκες της οικονομίας. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις όμως, ως προς τον βασικό μισθό, δυστυχώς παρακάμπτουν την ουσιαστικότερη παράμετρο αξιολόγησης, εμμένοντας στην επικοινωνιακή διαχείριση του ύψους του βασικού μισθού.
Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως κάποια στιγμή η συζήτηση – ακόμα και οι διαφωνίες -δεν θα πρέπει να εστιάζουν στα νούμερα, χωρίς ουσιαστικές προτάσεις συνολικής αναδιάταξης και ενίσχυσης των προοπτικών εργασίας. Για να θέσουμε το πραγματικό πρόβλημα σε μία ειλικρινή βάση, το βασικό ζητούμενο είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας και όχι ποιος θα είναι η κατώτατος μισθός για θέσεις που …δεν υφίστανται.
Η κρίση έχει εξαφανίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις θέσεις όπου ο κατώτατος μισθός θα είχε ουσιαστικό υποστηρικτικό ρόλο. Κατά συνέπεια μπορεί η κυβέρνηση ορθώς να αναδεικνύει ως επικοινωνιακή πολιτική το θέμα του κατώτατου μισθού. Επί της ουσίας όμως δεν προσφέρει κάτι μακροπρόθεσμα ουσιαστικό. Εάν δεν προωθηθούν πραγματικές προτάσεις και ριζοσπαστικές θέσεις για το μέλλον της εργασίας από τους κοινωνικούς εταίρους και τους φορείς στον διάλογο που θα γίνει- παρά μόνον συζήτηση για το ύψους του κατώτατου μισθού- τότε δυστυχώς, για άλλη μία φορά θα εκκινήσει μία διαδικασία το αποτέλεσμα της οποίας σε τελική ανάλυση θα «βολεύει» όλους εκτός από τους εργαζόμενους.
Η ίδια λογική αποσπασματικών επιδομάτων ακολουθείται και στην προσέγγιση παροχής μικροενισχύσεων των ενεργειακών τιμολογίων. Με αποτέλεσμα το αποτύπωμα των ενισχύσεων αυτών να μηδενίζεται από τον πολλαπλασιαστή κόστους ενέργειας από την ΔΕΗ και τους άλλους παρόχους. Την ίδια στιγμή όμως που ακυρώνεται επί της ουσίας ο χρόνος ενεργειακής μετάβασης με την ενεργοποίηση εκ νέου των λιγνιτικών μονάδων η ΔΕΗ διαμορφώνει πεδίο υπερκερδών. Μπορεί να πρόκειται για εισηγμένη εταιρία. Το αγαθό όμως είναι κοινωνικό. Κατά συνέπεια, μεγαλύτερο θετικό αποτύπωμα θα άφηνε η διοχέτευση των κερδών της εταιρίας στην άμεση μείωση κόστους προς τους καταναλωτές.
Η κρίση στην Ουκρανία μας αναγκάζει να αλλάξουμε τον όποιο σχεδιασμό είχε προκριθεί. Ειδικά στην περίπτωση που αυτός δεν ήταν προς την ορθή κατεύθυνση. Όποιος πολιτικός μπορέσει να διακρίνει την ωμή πραγματικότητα ως προς την αδυναμία μεμονωμένων μέτρων να αναδιατάξουν το μακροπρόθεσμο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, τότε σίγουρα θα μπορέσει να αναδείξει ριζοσπαστικές πολιτικές ουσίας. Αλλάζοντας ταυτόχρονα το αναπτυξιακό μείγμα της χώρας.
Με μονοδιάστατες επιλογές «επιδομάτων» ελλείψει συνολικής στρατηγικής, οι παράγοντες στήριξης της εργασίας ολοένα και θα φθίνουν. Σε περιόδους δε ακραίων κρίσεων ο αναπτυξιακός αλγόριθμος σε οικονομίες αδύναμες και με έντονες αντιαναπτυξιακές στρεβλότητες, θα εμφανίζεται όλο και περισσότερο δυσεπίλυτος.