Της Ζωρζέτ Ζολώτα
Στενό μαρκάρισμα γίνεται από κυβερνώντες, αρχές και μικρότερες εταιρίες στους κολοσσούς ψηφιακής τεχνολογίας ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, είτε καταφεύγοντας στη Δικαιοσύνη, είτε χαράσσοντας νέους κανόνες με κοινό σκοπό της χαλιναγωγήσουν την τεράστια επιρροή που ασκούν σε μια αγορά που μέχρι πρότινος δεν ήταν παρά μια αφηρημένη έννοια στην κοινή γνώμη.
Οι όροι του παιχνιδιού στον ψηφιακό κόσμο της τεχνολογίας, έτσι όπως αναμφισβήτητα έχουν τεθεί από τις εταιρείες που πρωταγωνίστησαν στη δημιουργία του, άρχισαν να γίνονται κατανοητοί στον κοινού νου μετά από σκάνδαλα όπως αυτό της Cambridge Analytica ή τη διαρροή λανθασμένων πληροφοριών που έχουν τη δυναμική να προκαλέσουν ζημιά στο δημόσιο βίο.
Ναι οι χρήστες των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης είναι το βασικό τους περιουσιακό στοιχείο και τα προσωπικά δεδομένα μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο σε εκστρατείες παραπληροφόρησης. Ναι η διάδοση ψευδών ειδήσεων, μεθοδευμένη ή μη, μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις με βαρύ πολιτικό αντίκτυπο. Η οπορτουνιστική φορολογική συμπεριφορά των κολοσσών αυτών, οι οποίοι συστηματικά αλλά και νόμιμα επιδιώκουν να μην πληρώνουν τις υποχρεώσεις που αναλογούν τεράστια έσοδα τους, δίνει ακόμη μεγαλύτερα κίνητρα στις αρμόδιες αρχές να εξετάσουν τη θεσμοθέτηση βαριών προστίμων ή ακόμη και να επιβάλουν τη διάσπασή τους.
Για πρώτη φορά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχείρησε να προσδιορίσει τι είναι ένας «ψηφιακός κηδεμόνας», υποχρεώνοντας κολοσσούς όπως η Alphabet που είναι μητρική της Goοgle, η Facebook, η Amazon και η Apple να αναλάβουν ευθύνες ως προς το περιεχόμενο που αναρτάται στις πλατφόρμες τους, αλλά και να μην λειτουργούν ως μονοπώλια, καταπνίγοντας τον ανταγωνισμό από μικρότερες εταιρείες. Τα πρόστιμα που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να φθάσουν έως και το 10% των παγκόσμιων ετήσιων εσόδων τους. Ανάλογα μέτρα εξετάζονται, επίσης, στη Βρετανία.
Στις ΗΠΑ ακολουθείται, κυρίως, η δικαστική οδός. Από τον Οκτώβριο έχουν ασκηθεί πέντε αγωγές με εναγόμενους τη Facebook και την Google. Σε μια περίπτωση οι ενάγοντες είναι η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου και πάνω από 40 πολιτείες των ΗΠΑ, θέτοντας στο μικροσκόπιο τις επεκτατικές τάσεις της Facebook με τις εξαγορές των Instagram και WhatsApp και σε μια άλλη είναι περίπου 38 πολιτείες που κατηγορούν την Google για πρακτικές που της έχουν προσδώσει το ένα τρίτο της παγκόσμιας ηλεκτρονικής διαφήμισης. Είναι η πρώτη φορά που Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι βρίσκουν κοινό έδαφος σε μια προσπάθεια να καταπολεμηθεί, όπως ισχυρίζονται, η μονοπωλιακή συμπεριφορά των κυρίαρχων παικτών του Διαδικτύου. Έχει επίσης κατατεθεί έκθεση από επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων στο αμερικανικό Κογκρέσο που προωθεί μεταρρυθμίσεις ώστε να μην μπορούν οι Amazon και Apple να προωθούν δικά τους προϊόντα στις πλατφόρμες τους εις βάρος ανταγωνιστών.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Επιβάλλοντας ενιαίους κανόνες στους «ατίθασους του Διαδικτύου»
Την περασμένη εβδομάδα, η Κομισιόν επιβεβαίωσε φήμες που κυκλοφορούσαν εδώ και εβδομάδες για την παρουσιάσει μια σειράς κανόνων που για πρώτη φορά θα θέσουν όρια στη συμπεριφορά των αποκαλούμενων «ψηφιακών κηδεμόνων». Ανακοίνωσε την οδηγία για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA) και την οδηγία για τις ψηφιακές αγορές (DMA), αναγνωρίζοντας πως η αντιμετώπιση μονοπωλιακών υποθέσεων κατά περίπτωση, όπως έγινε με την Google, δεν απέφερε μόνιμα αποτελέσματα στους όρους ανταγωνισμού της ψηφιακής τεχνολογίας. Aπό τον Ιούνιο 2017 μέχρι τον Μάρτιο του 2019, η Κομισιόν διεξήγαγε τρεις έρευνες για την Google, επιβάλλοντας πρόστιμα 2,42 δις ευρώ, 4,34 δις και πρόσφατα 1,49 δις σε κάθε περίπτωση για την εκτόπιση ανταγωνιστών στις ηλεκτρονικές διαφημίσεις και τη μηχανή αναζήτησης, όπως για το μπλοκάρισμα τους στο λογισμικό σύστημα Android που χρησιμοποιείται στα κινητά τηλέφωνα. Κύρια πηγή εσόδων της Google είναι η διαφήμιση μέσω του Διαδικτύου.
Τι είναι, λοιπόν, ένας «ψηφιακός κηδεμόνας»;
Μια εταιρεία με ετήσιο τζίρο στην Ευρώπη άνω 6,5 δις ευρώ και χρηματιστηριακή αξία μεγαλύτερη των 65 δις ευρώ που παρέχει βασικές υπηρεσίες μέσω ψηφιακής πλατφόρμας σε τουλάχιστον τρεις χώρες-μέλη της Ε.Ε. Για αυτούς προβλέπονται πρόστιμα έως και 10% στην οδηγία DMA εάν αυτοί οι «ψηφιακοί κηδεμόνες» δεν μοιράζονται συγκεκριμένα δεδομένα με τις ρυθμιστικές αρχές ή τους ανταγωνιστές τους και ευνοούν δικές τους υπηρεσίες στις πλατφόρμες τους εις βάρος άλλων εταιρειών ή ακόμη εκμεταλλεύονται δεδομένα από τις πλατφόρμες τους για να υπερισχύσουν εις βάρος επαγγελματικών χρηστών που είναι ανταγωνιστές. Η συστηματική παραβίαση των κανόνων αυτών μπορεί να υποχρεώσει έναν ψηφιακό κηδεμόνα σε διάσπαση των δραστηριοτήτων του.
Στην οδηγία της Ε.Ε για τις ψηφιακές υπηρεσίες για τις εταιρείες ψηφιακής τεχνολογίας ως μεγάλη πλατφόρμα προσδιορίζεται αυτή που έχει πάνω από 45 εκατ. χρήστες. Πρόστιμα έως και 6% του παγκόσμιου τζίρου τους μπορεί να επιβάλλονται εάν οι πλατφόρμες αυτές δεν λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετωπίσουν αναρτήσεις παράνομου υλικού, την παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων και την κατάχρησή τους για ασκηθεί επιρροή σε εκλογές ή θέματα δημόσιας υγείας.
Προ ημερών η βρετανική κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα ανάλογες προτάσεις για τις υποχρεώσεις που έχουν πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όπως οι Facebook, YouTube και WhatApp «να απομακρύνουν και να περιορίσουν τη διασπορά παράνομου περιεχομένου», συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών ή υλικού υπέρ τη τρομοκρατίας. Εξίσου τσουχτερά πρόστιμα προβλέπονται στη Βρετανία.
Μακροχρόνια η δικαστική μάχη που θα πρέπει να δώσει η Facebook
Τον Δεκέμβριο του 2020, η ομοσπονδιακή επιτροπή εμπορίου (FTC) και 46 πολιτείες των ΗΠΑ κατέθεσαν αγωγές εις βάρος της Facebook, βάσει των οποίων ο κολοσσός των ψηφιακών μέσων κοινωνικής δικτύωσης κατηγορείται για μονοπωλιακή στάση του τηρεί επί σειρά ετών. Εάν οι ενάγοντες δικαιωθούν από το ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ τότε η Facebook μπορεί να διασπαστεί από τις πλατφόρμες Instagram και WhatApp.
Στην αγωγή των 46 πολιτειών των ΗΠΑ που συνυπογράφεται από τις δικαστικές αρχές της Νέας Υόρκης, η Facebook κατηγορείται πως εξαγόραζε ανταγωνιστές για να εξουδετερώσει τον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα να «στερούνται οι χρήστες τα οφέλη του ανταγωνισμού και στην πορεία να συμβιβάζεται η προστασία των προσωπικών τους δεδομένων». Εικάζεται πως η Facebook θα περάσει σε σκληρή αντεπίθεση, υποστηρίζοντας πάνω απ΄όλα πως οι αρχές ανταγωνισμού των ΗΠΑ έδωσαν το πράσινο φως στην εξαγορά της Instagram και της WhatsApp έναντι ενός δις. δολαρίων το 2012 και 19 δις το 2014, αντίστοιχα. Είναι ένα εύλογο ερώτημα. Ενδεχομένως, όμως, να μην είχε ακόμη συνειδητοποιήσει η κοινή γνώμη και οι κυβερνώντες την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη χάραξη πολιτικής ή ακόμη και την εκμετάλλευση τους ως μέσο επιρροής προς την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.
Στην καρδιά αυτών των αγωγών βρίσκεται η κατάχρηση προσωπικών δεδομένων εν αγνοία των χρηστών του ομίλου κοινωνικής δικτύωσης μέσω Διαδικτύου. Το καλοκαίρι του 2019, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (Federal Trade Commission) είχε επιβάλει πρόστιμο 5 δισ. δολαρίων στη Facebook διότι η διοίκηση του ομίλου έδωσε ελεύθερη πρόσβαση στα προφίλ πάνω από 50 εκατ. χρηστών της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης εν αγνοία τους στην Cambridge Analytica, της εταιρείας πολιτικών συμβούλων που είχε αναλάβει ενεργό ρόλο στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016.
H Rakuten Viber, η οποία διαχειρίζεται την ομώνυμη εφαρμογή ανταλλαγής γραπτών μηνυμάτων και οπτικοακουστικού υλικού, διέκοψε κάθε επιχειρηματική σχέση με τη Facebook στο πλαίσιο του κινήματος #StopHateForProfit ως αντίδραση στην αδυναμία της πλατφόρμας να προστατεύσει τους χρήστες από τη βίαιη ρητορική.
Στο στόχαστρο η Google αυτήν τη φορά στις ΗΠΑ
Νέες δικαστικές περιπέτειες ανοίγονται στις ΗΠΑ και για την Google, θυγατρική της Alphabet, ύστερα από αγωγή που ασκήθηκε εις βάρος της από τις εισαγγελικές αρχές 38 πολιτειών των ΗΠΑ κατά της μονοπωλιακής συμπεριφοράς της μηχανής αναζήτησης, μπλοκάροντας ανταγωνιστές από το Διαδίκτυο στα αποτελέσματα αναζήτησης αλλά και από έσοδα στην ηλεκτρονική διαδήμιση. Είναι η τρίτη προσφυγή εις βάρος του τεχνολογικού κολοσσού, με τις πολιτείες να ζητούν να συνεδικαστεί η αγωγή τους μαζί με αυτήν που ασκήθηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης τον Οκτώβριο για τη μονοπωλιακή συμπεριφορά της Google.
«Η αγωγή αυτή επιδιώκει να ανασχεδιάσει εκ νέου την διαδικτυακή αναζήτηση με τρόπους πού θα στερήσουν χρήσιμες πληροφορίες από τους Αμερικανούς και θα πλήξει τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να έρθουν απευθείας σε επαφή με τους πελάτες τους», σχολίασε ο Άνταμ Κοχέν, υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής στην Google στους Financial Times. Τόνισε, επίσης, πως η εταιρεία κατευθύνει τους χρήστες στα πιο χρήσιμα αποτελέσματα, παρακάμπτοντας «ιστοσελίδες απλής συγκέντρωσης δεδομένων» ή «μεσάζοντες» όπως είναι η Υelp ή η Expedia, οι οποίες έχουν διαμαρτυρηθεί για τις πρακτικές της Google.
Eισαγγελείς από το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων σε 11 πολιτείες, επίσης, άσκησαν αυτήν την εβδομάδα αγωγή κατά της Google, υποστηρίζοντας πως συνεργάστηκε παρανόμως με την Facebook προκειμένου να ενισχύσει τη θέση της στη διαδικτυακή διαφημιστική αγορά, παραβιάζοντας την νομοθεσία ανταγωνισμού των ΗΠΑ. Δικαστικά κινήθηκαν, ταυτόχρονα, εταιρείες ηλεκτρονικών διαφημίσεων στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Genius Media Group, και της ειδησεογραφικής ιστοσελίδας The Nation, υποστηρίζοντας πως υπέστησαν απώλεια εσόδων από την κυριαρχία της Google στο Διαδίκτυο.
Κάποτε ρομαντικοί καινοτόμοι, σήμερα αυστηροί επιχειρηματίες
Αναμφισβήτητα οι τεχνολογικοί κολοσσοί έχουν μεγάλη απήχηση και εκεί αποδίδεται η επιτυχία τους. Το λογότυπο της Google είναι πια περισσότερο γνώριμο και οικείο από αυτό της Coca Cola ενώ η Amazon άνοιξε νέους δρόμους στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές. Η Facebook συνέδεσε συγγενείς και φίλους από όλον τον κόσμο και η Apple με την τεχνολογία της έθεσε νέα κριτήρια στις τηλεπικοινωνίες. Η μεγάλη άνοδος των μετοχών τους από τον περασμένο Μάρτιο επιβεβαιώνει πως έχουν ωφεληθεί από αυτό το αντίξοο περιβάλλον της παγκόσμιας πανδημικής κρίσης. Αλλά μαζί με τη μεγαλειώδη επιτυχία τους, θα πρέπει να ανατεθούν και ευθύνες για αυτούς τους πρωτοπόρους. Θα πρέπει να υπάρξουν κοινοί κανόνες αργότερα παρά ποτέ σε αυτήν την γιγάντια επέκταση και τη διεύρυνση της σφαίρας επιρροής τους. Διότι το Διαδίκτυο είναι η αντανάκλαση των κοινωνιών και των οικονομιών μας όπου τα όρια είναι απαραίτητα.
«Αυτά τα ψηφιακά μονοπώλια έχουν μεγαλύτερη ισχύ από μια χώρα με τα μεγέθη π.χ. της Κύπρου με ομάδες επαγγελματιών που εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους στην Ε.Ε και τις ΗΠΑ», σχολίασε o επικεφαλής οικονομολόγος της Saxobank, Στιιν Γιάκομπσεν, στο τηλεοπτικό δίκτυο του Bloomberg στο πλαίσιο παρουσίασης των «παράδοξων» σεναρίων για το 2021. Ένα από τα σενάρια αυτά τιτλοφορείται «Η Amazon αγοράζει την Κύπρο», με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Saxobank να τονίζει πως οι κολοσσοί τεχνολογίας έχουν να δώσουν μάχες μέσα στο 2021. «Βέβαια τους ανήκει ένας τεράστιος όγκος δεδομένων και αυτό θα είναι ένα από τα βασικά θέματα που θα απασχολήσουν τον κόσμο μέσα στο 2021. Ας μην ξεχνάμε πως αυτές οι εταιρείες έχουν πληρώσει ελάχιστους φόρους ή ακόμη και καθόλου όλα αυτά τα χρόνια παρά το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες τους είναι κάποιοι από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο», τονίζει ο κ. Γιάκομπσεν.
Πηγή: naftemporiki.gr