ΚΩΜΩΔΙΑ!… Του ΛΕΑΝΔΡΟΥ ΣΛΑΒΗ

165

Του ΛΕΑΝΔΡΟΥ ΣΛΑΒΗ

Ασφαλώς και κάτι σχετικό θα έχετε ακούσει: έργο του ιταλού εικαστικού καλλιτέχνη – δημιουργού “conceptual” έργων όπως διευκρινίζεται – Maurizio Catellan αγοράστηκε – κατακυρώθηκε κατά τη διάρκεια δημοπρασίας του γνωστού οίκου Sotheby’s στον πλειοδότη (ιδρυτή πλατφόρμας κρυπτονομισμάτων παρακαλώ) έναντι του “ευτελούς” ποσού των 6,2 εκατομμυρίων δολαρίων! Δεν μπορεί· έχει βουΐξει ο τόπος και ο τύπος (γραπτός τε και ηλεκτρονικός). Σχόλια επί σχολίων επί σειράν ημερών.

Εκ πρώτης όψεως το γεγονός δεν θα είχε άξια λόγου σημασία αν δεν το χαρακτήριζε τουλάχιστον κάποια ιδιαιτερότητα. Άλλα έργα έχουν πιάσει πολύ υψηλότερες τιμές. Αν το καλοεξετάσει όμως κάποιος θα εντοπίσει τρεις τουλάχιστον ιδιαιτερότητες από τις οποίες η πρώτη είναι απόρροια της δεύτερης και αυτή της τρίτης. Η πρώτη έγκειται στο ότι η τιμή εκκίνησης ήταν μόλις οκτακόσιες χιλιάδες δολάρια. Δηλαδή είχε υποεκτιμηθεί με δεδομένο το που ανέβηκε η τελική τιμή κτήσης. Η δεύτερη στο ότι το ποσό που πρόσφερε ο τελικός πλειοδότης ήταν αποτέλεσμα πραγματικής μάχης. Δηλαδή δεν ήταν μόνον αυτός πρόθυμος να καταβάλει ένα σεβαστό ποσό για την απόκτησή του. Και η τρίτη στο ίδιο το έργο τέχνης που δεν ήταν τίποτε άλλο από μία μπανάνα στερεωμένη σε έναν τοίχο με αυτοκόλλητη ασημί ταινία! Δηλαδή κάτι που δύσκολα θα φανταζόταν ένας απλός άνθρωπος πως θα είχε διεγείρει το ενδιαφέρον τόσων φιλότεχνων.

Εντούτοις το πέτυχε. Μάλιστα, ο νέος ιδιοκτήτης παρέλαβε και πιστοποιητικό αυθεντικότητας και οδηγίες για την αντικατάσταση της μπανάνας οπότε αυτή είτε θα σαπίζει από την πολυκαιρία είτε θα καταναλώνεται ως επιδόρπιο από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη ή κάποιον του περιβάλλοντός του! Υποθέτω πως θα υπάρχουν και οδηγίες για την αντικατάσταση και της ταινίας οπότε αυτή θα χάνει αναπόφευκτα την συγκολλητική της ικανότητα από την επανειλημμένη χρήση της καθώς η ζωή κάθε μπανάνας δεν θα ξεπερνά ένα μικρό αριθμό ημερών.

Διόλου περίεργο λοιπόν που το καλλιτέχνημα φέρει τον τίτλο «Comedian»! Όντως, κωμωδία!

Εύλογα, βέβαια, θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο οποιοσδήποτε ή η οποιαδήποτε: «Αν εγώ αγόραζα μια παρόμοια μπανάνα και ένα ισόμηκες κομμάτι από την ίδια αυτοκόλλητη ταινία και τα στερέωνα σε έναν τοίχο, πόσα θα έδινε ένας συλλέκτης έργων τέχνης για να αποκτήσει το δημιούργημά μου;». Το πιο πιθανό ούτε δεκάρα τσακιστή! Εκτός και αν λιγουρευόταν την μπανάνα ή τον έκοβε λόρδα και τρέχαν τα σάλια του τη στιγμή που το έβλεπε, οπότε μπορεί να πρόσφερε μερικές πεντάρες με αντάλλαγμα την μπανάνα! Και αυτό γιατί το συγκεκριμένο έργο τέχνης δεν θα έφερε, όπως και το πανομοιότυπό του, την υπογραφή του Maurizio Catellan! Γιατί, όπως είχε γράψει εδώ και έναν περίπου αιώνα ο μεταξύ πολλών άλλων (συγγραφέας, ιστορικός τέχνης, πολιτικός ακτιβιστής) και συλλέκτης γερμανός Eduard Fuchs «Το φετίχ της αγοράς τέχνης είναι το όνομα του μαιτρ που έχει αποτυπωθεί στο έργο». Άλλο να διαβάζεις (αν διαβάζεται) σε κάποιο σημείο του καλλιτεχνήματος ή στο σχετικό πιστοποιητικό γνησιότητας Maurizio Catellan και άλλο ένα όνομα που δεν το αναγνωρίζει καλά-καλά ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας όπου μένει ο/η κάτοχός του!

Γι’ αυτό και διαβάζουμε (ή ακούμε) συχνά-πυκνά στις “ειδήσεις” πως ξαφνικά έγινε πάμπλουτος κάποιος κακομοίρης χάρις σε έναν πίνακα που είχε αγοράσει μπιρ παρά από έναν πλανόδιο έμπορο σε κάποιο πανηγύρι προ ετών ή είχε βρει ξεχασμένο σε μια αποθήκη με τα πράγματα κάποιου προγόνου του και αποδείχθηκε πως ήταν μη καταγεγραμμένο ή χαμένο έργο ξακουστού ζωγράφου (και έσπευδε να τον ρευστοποιήσει με τη βοήθεια ενός οίκου δημοπρασιών)! Ή πως κάποιος κλαίει που έδωσε τα μαλλιοκέφαλά του για ένα γλυπτό που αποδείχθηκε τελικά πως δεν οφείλεται στον ονομαστό καλλιτέχνη, όπως νόμιζε και πιστοποιούσαν καλοπροαίρετα οι ειδήμονες, αλλά σε κάποιον μαθητή ή μιμητή του (και έσπευδε να το αποσύρει κακήν-κακώς από τη θέση που το έκανε περίοπτο στην αίθουσας δεξιώσεων της έπαυλής του)! Ή πως αποκαλύφθηκε πως ένας άγνωστος μεν αλλ’ επιδέξιος

και επιτήδειος καλλιτέχνης προωθούσε στην αγορά έναντι αδράς αμοιβής απομιμήσεις έργων ονομαστού ομότεχνού του περασμένων αιώνων ως αυθεντικά (και πλούτιζε σε βάρος των εύπιστων συλλεκτών σε συνεργασία συχνά με ευυπόληπτους οίκους δημοπρασιών παραπλανώντας ακόμα και τους καλύτερους εξπέρ της τέχνης)! Η αξία του ίδιου του έργου μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, αν έχει στον ήλιο μοίρα. Λες και η τέρψη που προσέφερε χάνεται ή πολλαπλασιάζεται μονομιάς με την απόδοσή του σε έναν ήσσονα ή μείζονα αντίστοιχα δημιουργό. Ίδιον των εικαστικών τεχνών την εποχή της άκρατης εμπορευματοποίησης της τέχνης.

Αυτή είναι η μία πτυχή που αναδεικνύεται (όχι για πρώτη φορά) με την αγοροπωλησία του έργου του Maurizio Catellan. Γιατί υπάρχει ακόμα μία. Το κατά πόσο το «Comedian» είναι έργο τέχνης αντικειμενικά και όχι επειδή έτσι το αντιλαμβάνεται μία μειονότητα εστέτ. Βέβαια, όποιος ή όποια το αμφισβητήσει κινδυνεύει να απαξιωθεί στα μάτια μιας σημαντικής μερίδας του φιλότεχνου κοινού που εκστασιάζεται στη θέα ανάλογων καλλιτεχνικών δημιουργημάτων. Και να ακολουθεί τον αμφισβητία η φήμη του οπισθοδρομικού, του ανεξέλικτου, του παραδοσιόπληκτου, του κολλημένου στο παρελθόν, του ανίκανου να αντιληφθεί τα υψηλά νοήματα της σύγχρονης τέχνης, του μισονεϊστή, του αντιδραστικού, του αμέτοχου στα νέα κοινωνικο-καλλιτεχνικά ρεύματα. Κάτι που ενδεχομένως να το αποθαρρύνει να εκδηλωθεί ανοιχτά και να το αναγκάσει να εξωτερικεύσει μια προσποιητή συγκαταβατική αποδοχή του καλλιτεχνήματος.

Δεν πρόκειται βέβαια για θέμα γούστου. Περί αυτού ισχύει το λατινικό «de gustibus et coloribus non est disputandum» (ή, νεοελληνιστί, «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα»). Άλλωστε και στο παρελθόν αμφισβητήθηκαν τεχνοτροπίες. Ιδιαίτερα αφότου οι τεχνολογίες ξεπερνούσαν σε πιστότητα αντιγραφής τις εικαστικές τέχνες, οπότε οι θεράποντες των τελευταίων κατέφευγαν σε πιο αφηρημένους τρόπους έκφρασης παρότι αντιμετώπιζαν την εχθρότητα των πιστών των εκάστοτε πιο κλασικών τάσεων. Δεν γλύτωσαν ούτε οι ιμπρεσιονιστές, οι εξπρεσιονιστές, οι φωβιστές κ.λπ. των δύο προηγούμενων αιώνων, παρότι σύντομα αποκτήσανε μια θέση στο πάνθεον των καλλιτεχνικών εκφράσεων. Ακόμα και όταν εγκαταλείφθηκε πλήρως η απεικονιστική αναπαράσταση με τον κυβισμό, τον ντανταϊσμό και άλλα πιο μοντέρνα εκφραστικά ρεύματα, ο εξοστρακισμός των εκφραστών τους ξεπεράστηκε ανώδυνα. Γιατί η αμφισβήτηση αφορούσε βασικά τον τρόπο έκφρασης και όχι τη φύση του έργου.

Σήμερα, αντίθετα, αμφισβητείται η φύση του δημιουργήματος ως έργου τέχνης σε περιπτώσεις όπως η κολλημένη σε τοίχο μπανάνα του Maurizio Catellan. Ή η λεκάνη τουαλέτας από μασίφ χρυσό (γνωστή ως «America») του ίδιου καλλιτέχνη που εκλάπη από το ανάκτορο του Blenheim το 2019 και έκτοτε, αν δεν μου διαφεύγει κάτι, αγνοείται η τύχη της παρά την σύλληψη του δράστη μετά από μία πενταετία! Ή η (προγενέστερη της λεκάνης του Catellan και γνωστή ως «Fontaine») λεκάνη του γάλλου (ντανταϊστή εκείνη την εποχή, δηλαδή το 1917) Marcel Duchamp. Είναι η κολλημένη σε έναν τοίχο μπανάνα έργο τέχνης; Και θα την τοποθετούσε ως έργο τέχνης για διακόσμηση ο καθένας μας στο σαλόνι του ακόμα και αν του την χαρίζανε δωρεάν; Μάλλον όχι. Τουλάχιστον αν δεν ήθελε να επιδείξει κάτι άλλο με την έκθεσή της.

Αν, όμως, αμφισβητείται η ιδιότητα του έργου τέχνης αυτών των δημιουργημάτων πως και συνεχίζεται η παραγωγή τους; Η απάντηση έχει πολλά σκέλη. Το ένα προφανώς έγκειται στο ότι κάποιοι δεν την αμφισβητούν. Είτε επειδή είναι πεπεισμένοι πως και αυτά τα δημιουργήματα αποτελούν μορφή τέχνης και έλκονται από το τι συμβολίζει το καθένα τους (και τι νόημα εκπέμπει χωρίς να εξετάζεται αν το κατανοεί ο κάθε λήπτης του), είτε γιατί δεν θέλουν να φανούν, στους κύκλους τους τουλάχιστον, εκτός τόπου και χρόνου και τα αποδέχονται με συγκατάβαση, είτε γιατί απλά αδιαφορούν και ακολουθούν έναν συρμό.

Ένα δεύτερο σχετίζεται με το γιατί, παρά την αμφισβήτησή τους, “πουλάνε”. Δηλαδή βρίσκουν αγοραστές. Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν θα υπήρχε, με εξαίρεση κάποιους που έχουν βρει άλλους τρόπους για να εξασφαλίζουν τα προς το ζην, εικαστικός καλλιτέχνης να

προορίζει την αδιάθετη παραγωγή του μόνον για τις προσωπικές του αποθήκες ή τις προθήκες ιδρυμάτων στα οποία θα τα πρόσφερε ως δωρεά!

Ποια, όμως, είναι σε αυτή την περίπτωση τα κίνητρα των αγοραστών; Μπορεί να είναι μία ματαιοδοξία: να καταγραφούν στην ιστορία ως μαικήνες οι οποίοι, από τη στιγμή που δεν μπορούν να δημιουργήσουν μία συλλογή με δημιουργήματα καταξιωμένων καλλιτεχνών του παρελθόντος, καταφεύγουν σε μία σύγχρονη παραγωγή που δεν είναι εφικτό να συγκρίνεται με τις προγενέστερές της λόγω ανομοιότητας. Μπορεί να είναι και μία άλλου είδους ματαιοδοξία: να κάνουν επίδειξη της οικονομικής τους επιφάνειας χωρίς να “κατεβούν” στο επίπεδο του ποδοσφαιροπαράγοντα ή του τακτικότατου θαμώνα ελαφρολαϊκών κέντρων ή του παρεπίδημου άντρων του διεθνούς τζετ-σετ. Μπορεί να είναι και η εξασφάλιση της υστεροφημίας τους μέσω της δωρεάς και, στη συνέχεια, έκθεσης σε κάποιο μουσείο της φερώνυμης συλλογής τους. Μπορεί, πάντως, να είναι και μία πραγματική πίστη στην καλλιτεχνική αξία αυτών των δημιουργημάτων και στο ότι με αυτόν τον τρόπο υποστηρίζουν τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή.

Μένει και το θέμα του πως αντιλαμβάνεται τη σημασία των δημιουργημάτων το κοινό, όχι τόσο αυτών που ομνύουν στην αξία τους και είναι ανά πάσα στιγμή πρόθυμοι και έτοιμοι να βγάλουν από το τσεπάκι τους την πιο ευφάνταστη ερμηνεία, αλλά αυτό που σπεύδει να τα δει ως εκθέματα είτε από περιέργεια είτε για να μην απουσιάσει από κάποιο σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός είτε επειδή, όπως αναφέρθηκε, τα αποδέχεται ως καλλιτεχνήματα με συγκαταβατικότητα. Αυτό το κοινό, σε οποιαδήποτε από τις τρεις κατηγορίες (ή κάποια άλλη που μου διαφεύγει) και αν ανήκει, έχει την ανάγκη ενός οδηγού, ζώντος ή γραπτού, που θα του μετακενώσει το «τι θέλει να πει ο (χειρο)ποιητής». Και να είναι πρόθυμο να πεισθεί «τοις κείνου ρήμασι». Όχι πάντα πολύ εύκολο αν κρίνει κανείς από τα (επιεικώς δυσνόητα) γραπτά πολλών τεχνοκριτών! Κάποτε είχα αναρωτηθεί τι θα μπορούσε να καταλάβει, όχι ένας αδαής αλλά κάποιος καλοπροαίρετος δέκτης των κειμένων τους, αναγνώστης διαβάζοντας φράσεις από κριτική έκθεσης εικαστικού όπως την εξής: «εξετάζοντας το οντολογικό πρόβλημα της παρουσίας – απουσίας και τη βιταλιστική έννοια της υπαρξιακής σχετικότητας σαν την ανοιχτή διαδικασία μιας νέας συνειδησιακής προβληματικής που διερευνά τα όρια της επικοινωνίας» που μου έχει μείνει απωθημένο αφότου την πρωτοδιάβασα εδώ και δεκαετίες. Φράσεις που, κατά τη γνώμη μου, απαξιώνουν το ίδιο το έργο στο οποίο αναφέρονται ή, μάλλον, αποδιώχνουν τον εν δυνάμει επισκέπτη της έκθεσής του!

Βέβαια, υπό αυτές τις συνθήκες είναι απόλυτα κατανοητό να συμβαίνουν ευτράπελα περιστατικά όπως το ακόλουθο που θρυλείται ότι συνέβη σε έκθεση έργων σύγχρονης τέχνης από συλλογή γνωστού έλληνα συλλέκτη πριν από όχι και τόσο πολλά χρόνια. Οδηγός που εξηγούσε τη σημασία των εκθεμάτων βρίσκεται ξαφνικά μπροστά σε ένα από αυτά που δεν ήταν παρά ένα σκέτο διπλό κρεββάτι, τα σκεπάσματα του οποίου, όμως, ήταν σε μια γωνία ξέστρωτα. Ξεκινά λοιπόν να (επινοεί κατ’ αρχάς) και να αναλύει την αιτία αυτής της τοπικής ακαταστασίας. Εκείνη τη στιγμή αριβάρει ασθμαίνων ένας από τους φύλακες του εκθεσιακού χώρου και αρχίζει να σιάζει το τσαλακωμένο σεντόνι. «Τι κάνεις εκεί;» τον ρωτά αλαφιασμένος ο οδηγός. «Κουράστηκα από την ορθοστασία, κάθισα μια στιγμή να ξαποστάσω και το ξέστρωσα. Και τώρα γύρισα για να το τακτοποιήσω» απαντά με ένοχο ύφος ο φύλακας. Δεν μπόρεσα να εξακριβώσω το κατά πόσον συνέβη πράγματι το περιστατικό, αλλά αναμφίβολα θα μπορούσε να έχει συμβεί. «Se non è vero, è moltoben trovato» κατά τον αφορισμό του Giordano Bruno!