Κωνσταντίνος Καλλιγάς: Ένας ευπατρίδης της ελληνικής δημοσιογραφίας, που έστεκε με σεβασμό στην αλήθεια και την ποιότητα… Του Κώστα Σερέζη

444

Του Κώστα Σερέζη*

Τον Κωνσταντίνο Καλλιγά (1928-1993) τον γνώρισα προτού τον συναντήσω (1). Χρόνια πολλά πριν, αρχές της δεκαετίας του 1960. Έκανα ήδη τα πρώτα μου βήματα στη ραδιοφωνία της Κύπρου ως κειμενογράφος, παρουσιαστής ειδήσεων και εκφωνητής σε διάφορες εκπομπές. Ο τότε διευθυντής του ραδιοφώνου Ανδρέας Χριστοφίδης, μου ανέθεσε να επιμελούμαι και να παρουσιάζω κάποια κείμενα που έρχονταν από την Αθήνα. Έφεραν την υπογραφή του Κωνσταντίνου Καλλιγά. Ήταν κείμενα γραμμένα στη γραφομηχανή, πάνω σε διαφανές χαρτί και σε πυκνές σειρές. Πυκνά όμως ήταν και τα νοήματα αυτών των κειμένων, όπως γρήγορα διαπίστωσα. Έτσι που οι φράσεις ήταν φορτωμένες με σκέψεις και απόψεις, συχνά μακροσκελείς με πλούσιες παρενθέσεις, κείμενο κατάλληλο περισσότερο για δημοσίευση και κατ’ ιδίαν ανάγνωση παρά για εκφώνηση, έπρεπε να γίνει πιο «ραδιοφωνικό», όπως λέγαμε, με μικρότερες φράσεις, εύληπτες στο ευρύ κοινό, με εναλλαγές φωνών και προσθέτοντας τις κατάλληλες μουσικές σε μια προσέγγιση κλασικού ραδιοφώνου, όπως συνηθίζονταν τότε. Εξετάζοντας με περισσότερη φροντίδα αυτά τα κείμενα για να γίνουν οι αναγκαίες παρεμβάσεις είδα πόσο γνήσια ιδεολόγος ήταν ο συνεργάτης από την Αθήνα σε ό,τι έγραφε και ανέλυε. Πόσο διαποτισμένος ήταν από ένα βαθύ αίσθημα δικαίου και ανθρωπιάς. Δεν ήταν κείμενα που αναφέρονταν στην Κύπρο και το πρόβλημά της οπότε θα ήταν πιο άμεση για τον τόπο αυτή η ευαισθησία. Ήταν προβληματισμοί πάνω στις διεθνείς εξελίξεις της εποχής εκέινης, που τις αντίκριζε με γνώση και ευθύνη, μ’ ένα οικουμενικό πνεύμα, σαν γεγονότα που συνέβαιναν στη γειτονιά μας.

Η ανάμειξή μου μ’ αυτά τα κείμενα κράτησε, αν θυμάμαι καλά, κοντά δυο χρόνια. Μια λεπτομέρεια στο σύνολο των επαγγελματικών μου υποχρεώσεων στο ΡΙΚ. Πολύ αργότερα έμαθα τα στοιχεία εκείνα που συνέδεαν τον Κωνσταντίνο Καλλιγά με την Κύπρο. Ως ανταποκριτής μεγάλης γαλλικής εφημερίδας είχε πάει στη Μαδαγασκάρη το 1957, για να συναντήσει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, μόλις είχε απελευθερωθεί από τις Σεϋχέλλες, βρετανική αποικία τότε και τόπος εξορίας του. Από το 1954, που άρχισε να ενδιαφέρεται για την Κύπρο και μέχρι το τέλος της ζωής του, αρθρογραφούσε συνέχεια για το Κυπριακό. Έγραψε ακόμη και μια βιογραφία του Μακαρίου εξιστορώντας τον τρόπο με τον οποίον άρχισε ο Κυπριακός Απελευθερωτικός Αγώνας. Το πάθος και η απεριόριστη αγάπη του για το νησί δεν ήταν χωρίς εξήγηση. Ενδεικτική είναι η εξής τοποθέτησή του: «Η Κύπρος δεν είναι υπόθεση ορισμένου αριθμού τετραγωνικών χιλιομέτρων και ορισμένων εκατονάδων χιλιάδων Ελλήνων. Η Κύπρος είναι μια ολόκληρη Ελλάδα. Μια δεύτερη Ελλάδα. Η δε γεωπολιτική θέση της είναι τέτοια, ώστε και μόνη η παρουσία της είναι καθοριστική για όλο τον ελληνισμό. Με την ύπαρξη του κυπριακού κράτους το «εύρος» του βήματος του ελληνισμού αρχίζει από τον Έβρο και καταλήγει στη Μέση Ανατολή και στο Σουέζ. Αν επρόκειτο να χαθεί η Κύπρος όλες οι γεωπολιτικές και δυναμικές ισορροπίες και οι συνέπειες θα ήταν βαρύτατες, ακόμη και για τον ελλαδικό ελληνισμό, ο οποίος θα αποτελούσε τον επόμενο στόχο. Η δυναμική παρουσία της Κύπρου και του κυπριακού ελληνισμού είναι πολλαπλάσια εκείνης την οποίαν υποδηλώνουν οι ποσοτικές τους παράμετροι. Και αυτό πρέπει να το γνωρίζουν οι Έλληνες».

Φωτεινές απόψεις που έρχονται σε αντίθεση με το κλίμα αντιπαλότητας μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας που πολλοί, ακούσια ή εκούσια, προσπαθούσαν στο παρελθόν να προβάλουν ή και να καλλιεργήσουν. Απόψεις που δείχνουν, μακριά από εθνικιστικούς φανατισμούς, την πίστη του στο μέλλον και το μεγαλείο του ελληνισμού, μ’ ένα όραμα ευπατρίδη αλλά και με θεωρητική γνώμη πολιτικού επιστήμονα.

Πρόταξα το ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου Καλλιγά για την Κύπρο αφού απ’ εκεί είχα την πρώτη επαφή μαζί του. Αργότερα, όταν εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, Δεκέμβριο του 1974, τον γνώρισα πλέον και προσωπικά, και «κατ’ όψιν».

Τα κείμενά του ήταν πράγματι η έκφραση του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του. Μιλούσε σαν δικηγόρος. Όπως και το ύφος των κειμένων του παρτυρούσαν τον επηρεασμό του από τα νομικά, τα οποία σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είχε μια ευγένεια στην έκφραση και το ύφος, όπως κομψή ήταν και η πνευματική του δημιουργία. Οι συνήθειες και οι εκφράσεις του θύμιζαν Άγγλο αριστοκράτη αλλά είχε και τη λεπτότητα Γάλλου ευγενούς. Άλλωστε μαζί με το απολυτήριο του γυμνασίου στα 17 του χρόνια από το Λεόντιο, είχε αποκτήσει και το γαλλικό «μακαλορεά» (baccalaureat). Όλ’ αυτά έρχονταν σαν άμεση διαπίστωση, παρά το γεγονός ότι η εμφάνισή του ήταν ατημέλητη, με την πάντοτε φθαρμένη δερμάτινη τσάντα να κρέμεται από τον ώμο του, φιλοξενώντας τα προσωπικά του είδη για το θαλάσσιο μπάνιο, που έκανε ανελλιπώς χειμώνα-καλοκαίρι, μόλις τέλειωνε τη σύνταξη του άρθρου του στην «Καθημερινή», όπου δούλευε από τη Μεταπολίτευση και μετά. Μια συνήθεια που παρέπεμπε στον τρόπο ζωής φλεγματικού Εγγλέζου. Να ήταν άραγε η εμφάνισή του ένα κοινωνικό σχόλιο στις συνήθειες πολλών για «σινιέ» ντύσιμο, κάτι που τον έβρισκε αντίθετο και επικριτή, ή η βαθύτερη επίγνωση ότι η ευγένεια πηγάζει από την ψυχή, την ανατροφή και την παιδεία και όχι από τους οίκους μόδας της Γαλλίας και της Ιταλίας; Να πρότασσε στον κοινό σνομπισμό ένα δικό του προσωπικό σνομπισμό; Ό,τι και να έκανε πάντως το έκανε συνειδητά.

Από την άλλη οι συσχετισμοί των συνηθειών του με ξένα πρότυπα δεν υποδηλώνουν μιμητισμό. Αντίθετα ο Κωνσταντίνος Καλλιγάς, ένας γνήσιος suis generis τύπος, ήταν ένας αθεράπευτος Έλληνας σε κάθε έκφραση της ζωής και του χαρακτήρα του. Ένας Έλληνας που τράβηξε χυμούς από τις πιο γνήσιες δεξαμενές της ελληνικής παράδοσης. Είχε μια σπάνια και ευρύτατη μόρφωση, που δεν την απέκτησε μόνο στο Πανεπιστήμιο. Η μητέρα του, το γένος Αγελάστου, ήταν από παλιά βυζαντινή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, κλάδοι της οποίας, μετά την Άλωση, πήγαν στην Ιταλία. Χωρίς να έχει ιδιαίτερη οικονομική άνεση, του διέθεσε από μικρό παιδί, δασκάλους στο σπίτι. Ήταν μια μάνα που πίστευε ότι η καλύτερη προίκα είναι η παιδεία. Υπήρξε καθηγήτρια στο Ωδείο Αθηνών και πήρε απ’ αυτήν την αγάπη για την καλή μουσική και μια βαθύτερη ψυχική καλλιέργεια. Κάποτε ο Κωνσταντίνος Καλλιγάς, αυτός ο μετρημένος άνθρωπος, που πρόσεχε μη θίξει κανέναν, έγινε έξαλλος ένα πρωινό, σε κείνες τις απίθανες ώρες που πήγαινε στο γραφείο του, όταν άκουσε από το χώρο της γραμματείας της εφημερίδας να ξεχύνεται εκκωφαντικά από ένα μικρό τρανζίστορ μια χυδαία αμανοειδής μουσική, τάχα ελληνική. Και συνέστησε με έντονο ύφος, ενώ δεν του έπεφτε λόγος, σεβασμό στο καλό γούστο.

Ο πατέρας του είχε την καταγωγή από την Κεφαλλονιά. Ευγένεια και εδώ. Το όνομα Καλλιγάς προέρχεται από τον “κέλητα ίππο”, από τον ίππο τον δρομικό, το άλογο της ιππασίας, που το παροτρύνεις με αγάπη και όχι τον υποζύγιο ίππο, τον κατάλληλο για ζέψιμο. Σαν πήγασοι παιδείας και μόρφωσης, σε εποχές πνευματικής ανέχειας, ήταν οι Καλλιγάδες. Σχολάρχης ο παππούς του στο Λεωνίδιο της Πελοποννήσου, διαπρεπής δικηγόρος ο πατέρας. Σ’ αυτό το περιβάλλον, έμφυτα και επίκτητα, πλούτισε το μυαλό και κόσμησε την ψυχή του. Είχε ευρεία αντίληψη κι ένα μεγάλο συναισθηματικό απόθεμα. Γι’ αυτό και στα κείμενά του δεν υπάρχει μόνο ο καλός νομικός, ο γνώστης των προβλημάτων, ο ικανός αναλυτής που βρίσκει το νήμα εκείνο που θα τον οδηγήσει σ’ ένα σωστό και αξιόπιστο αποτέλεσμα. Είναι και ο άνθρωπος που νοιάζεται για τον άνθρωπο. Προτού ακόμη γίνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα επιλεκτικό και για τούτο υποκριτικό επίκεντρο της πολιτικής ορισμένων κρατών, ο Κωνσταντίνος Καλλιγάς τα είχε ως γνώμονα των σκέψεών του στην αρθρογραφία και τα πιστεύω του. Όταν διάβαζε κανείς το καθημερινό, ανώνυμο πάντα, πολιτικό άρθρο της “Καθημερινής”, που το έγραφαν διάφοροι, δεν ήταν δύσκολο να διαπιστώσει ποιό ήταν του Καλλιγά. Όχι μόνο γιατί ξεχώριζε από το ύφος αλλά και για την ιδεολογική γραμμή και τη φιλοσοφία που το διέκρινε. Τον σεβασμό που είχε για τον άνθρωπο και την αξιοπρέπειά του δεν την επέβαλλε η ιδιότητα του Χριστιανού, του Ορθόδοξου, του θρησκευόμενου ατόμου, γιατί, ουσιαστικά και συνειδητά έτσι ήταν, προέρχονταν βασικά από την ανθρώπινη ποιότητά του. Ένιωθε τη χαρά να προσφέρει πάντοτε. Και το κύρος της γραφής του ήταν ένα μέσο.

Έφηβος ακόμη, κατά τα χρόνια της κατοχής, μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, είχε βοηθήσει και είχε σώσει πολλούς Ιταλούς από τα χέρια των Γερμανών στην Ύδρα, όπου ζούσε τότε η οικογένειά του. Το ίδιο έγινε και με πολλούς Εβραίους. Ήταν μια ενέργεια, η οποία, όταν έγινε γνωστή αργότερα, συνέβαλε στο να θεωρηθεί αριστερός, πράγμα που του κόστισε κάποιες διώξεις. Μετά το τέλος του πολέμου εκείνου, είχε εργαστεί για την προσέγγιση των δυο λαών, που τους είχε χωρίσει η απερίσκεπτη και αλαζονική συμπεριφορά του ιταλικού φασισμού. Σε αναγνώριση το ιταλικό κράτος τον τίμησε δια του Προέδρου του, μετά θάνατον, με το “Ordine al Merito della Republica Ialiana”, μια διάκριση που ήρθε να προστεθεί στο «Χρυσό Σταυρό του Φοίνικα», με τον οποίον τον είχε τιμήσει ήδη η πατρίδα του.

Η έννοια της δημοκρατίας ήταν βαθιά ριζωμένη μέσα του. Κάθε παρέκκλιση ήταν γι’ αυτόν δοκιμασία ζωής. Ο άνθρωπος που είχε την πνευματική ηδονή να απαγγέλλει στα αρχαία τον Όμηρο και να βυθίζεται τακτικά στη σοφία των αρχαίων Ελλήνων και στις μεγάλες έννοιες και αλήθειες που εκείνοι δίδαξαν και έγιναν σήμερα κτήμα του πολιτισμένου κόσμου, δεν μπορούσε να αντέξει την αναξιοπάθεια των Ελλήνων και την κατάπτωση, γενικά, στην οποίαν είχε φέρει την Ελλάδα η Απριλιανή Δικτατορία. Από τον πρώτο κιόλας χρόνο συλλαμβάνεται ως ύποπτος και μένει για ένα διάστημα στη φυλακή. Τον επόμενο χρόνο, το 1968, συλλαμβάνεται μαζί με τον καταζητούμενο καθηγητή Βασίλη Φίλια, και παραμένει υπό κράτηση για τρεις μήνες. Το ουσιαστικό είναι ότι ο Κωνσταντίνος Καλλιγάς, πριν και μετά τις κρατήσεις του, αφού σταμάτησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία, έγινε το κλειδί της ενημέρωσης του ξένου τύπου για τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα. Είναι κοινή ομολογία ότι από τη θέση αυτή επιτέλεσε ένα έργο καταλυτικό και ανεπανάληπτο. Και το ουσιαστικότερο. Όχι μόνο δεν εκμεταλλεύτηκε τη δράση του εκείνη, πράγμα που δείχνει το ήθος και την ανιδιοτέλειά του, αλλά αρνήθηκε κάθε σχετική δημοσιότητα. «Η προβολή αντιστασιακών τίτλων, άλλοτε υπαρκτών και άλλοτε όχι, με την πρόθεση της εξαργύρωσής τους έχει γίνει πλέον τόσο εκτεταμένη […] που έχω αηδιάσει από ορισμένες τέτοιες εκδηλώσεις στην ελληνική κοινωνία», έγραψε. Τιμούσε όμως πάντα εκείνους που πράγματι είχαν προσφέρει για να μείνει παρένθεση και να μη γίνει καθεστώς η δικτατορία εκείνη.

Ο Κωνσταντίνος Καλλιγάς ήταν σε ορισμένες του εκδηλώσεις συντηρητικός, όχι όμως μονοσήμα-ντος. Είχε όμως και μια ριζοσπαστική ιδιοσυγκρασία. Μια συνείδηση αδέσμευτη. Δεν ζέστανε τα χέρια του σε καμιά πολιτική ηγεσία. Μόνο με τον Γεώργιο Παπανδρέου τον συνέδεε στενή φιλία. Από παράδοση οικογενειακή του φιλοβενιζελικού περιβάλλοντός του. Επί 20 χρόνια (1946-1966) εργάστηκε στο συγκρότημα Λαμπράκη («Το Βήμα» και «Τα Νέα») και για μερικά χρόνια ως αρθρογράφος του. Φιλία τον συνέδεε και με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Εκτιμούσε το πνευματικό ανάστημα και των δυο. Απέναντι στην πολιτική ηγεσία είχε στάση κριτική και συχνά επικριτική. Με τη δύναμη όμως του πειστικού λόγου και όχι των ευκολων ύβρεων. Γι’ αυτό και είχε τη γενική εκτίμηση. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που του είπε ένας σημαντικός πολιτικός όταν βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι. «Θα προσπαθήσω να γίνω αυτό που γράφεις». Χτύπησε ανελέητα τον λαϊκισμό. Ίσως ήταν ο πρώτος στο χώρο του που το έκανε. Για το εκφυλιστικό αυτό φαινόμενο έλεγε ότι «καταρρίπτει το προϊόν της κοινωνίας». Σε μια συνέντευξη που έδωσε λίγο προτού τον βρει ο θάνατος, τον οποίον αντιμετώπισε με γενναιότητα, είπε ότι «η μεγαλύτερη ανισότητα είναι η εξίσωση των ανίσων». Διάβαζα για τις ανάγκες αυτής της σκιαγραφίας ένα τυχαίο κείμενό του. Παντού υπήρχαν οι λέξεις «ποιόν», «ποιότητα», «ποιοτικός». Τον ενδιέφεραν οι επιλεκτικές διαδικασίες, τα ποιοτικά κριτήρια, οι διαλεκτικές προσεγγίσεις. Και σ’ αυτές στήριζε την άνοδο, την προκοπή, την πρόοδο του ελληνισμού, που υπήρξε ο άσβεστος πόθος του.

Όσο κι αν φαινόταν κατασταλαγμένος, γιατί ήξερε πού να ακουμπήσει, ήταν εντούτοις ένα ανήσυχο πνεύμα. Ερευνητικό και κριτικό μαζί. Θετικό ήταν το πέρασμά του από το Ευρωπαϊκό Πολτιστικό Κέντρο των Δελφών, του οποίου υπήρξε Πρόεδρος, όπως εποικοδομητική ήταν και η συμβολή του στο Ελληνικό Ινστιτούτο Άμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής. Οι ανησυχίες του είναι ευδιάκριτες στα κείμενά του. Έγραψε κάποτε: «Ο δημοσιογράφος ενδέχεται να έχει παράγει έργο ποιοτικώς ανώτερο, ποσοτικώς περισσότερο, κοινωνικά σημαντικότερο και πνευματικά αξιολογότερο από το έργο άλλων (2) εργατών του πνεύματος και του καλάμου. Το έργο αυτό μένει συνήθως σκόρπιο. Και αυτό είναι μια αδικία. Αλλά εκείνοι που από πάθος, από ταλέντο, από μεράκι, αν θέλετε, άσκησαν αυτό το επάγγελμα, ποτέ δεν σκέφτηκαν την υστεροφημία τους. Και θα έπρεπε κάποτε ορισμένα κείμενα, ιδίως των παλαιότερων και διαπρεπέστερων να συγκεντρωθούν σε τόμους. Θα ωφεληθεί η ελληνική κοινωνία και θα προήγετο η Ιστορία».

*Δημοσιογράφος και συγγραφέας

—————

1. Το 1996 η Ένωση Ευρωπαίων Δημοσιογράφων θέσπισε το «βραβείο ήθους, δημοσιογραφικής εντιμότητας και προσήλωσης στην ευρωπαϊκή ιδέα», ως δραστηριότητα του Ελληνικού Τμήματος, το οποίο και το απονέμει. Το βραβείο φέρει έκτοτε το όνομα του Κωνσταντίνου Καλλιγά, που υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος από το 1982, που λειτούργησε ως σώμα, έως το θάνατό του το 1993, χωρίς να είναι αυτός ο κύριος λόγος που επελέγη για να τιμηθεί. Τότε μου ανατέθηκε να κάνω μια σκιαγραφία του, την οποίαν παρουσίασα στην αίθουσα συνεδρίων της ΕΣΗΕΑ (Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών), κατά την τελετή της πρώτης απονομής του βραβείου στον Γιάννη Μαρίνο, τον χαλκέντερο επί 31 χρόνια (1965-1996) εκδότη, διευθυντή και αρθρογράφο του περιοδικού «Οικονομικός Ταχυδρόμος», που διαδραμάτισε με αντικειμενικό τρόπο σημαντικό ρόλο στην ελληνική κοινωνία σε θέματα πολιτικής και οικονομίας. Είναι επίσης συγγραφέας βιβλίων της ειδικότητάς του και τιμήθηκε από πολλούς φορείς, όπως και από την Ακαδημία Αθηνών.

Για τη σκιαγραφία του Κωνσταντίνου Καλλιγά βασίστηκα στις δικές μου εμπειρίες από τη γνωριμία μου μαζί του και δεν επέμεινα στις λεπτομέρειες της πλούσιας δημοσιογραφικής του καριέρας. Με ενδιέφερε κυρίως η προσωπικότητά του, όπως την εισέπραττα μέσα από την καθημερινότητά του και από στοιχεία που γνώριζα μέσα από καθοριστικές περιόδους της ζωής του.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 2 (Απρίλιος-Μάιος 1997) του περιοδικού «Ένωση Ευρωπαίων Δημοσιογράφων – Ελληνικό Τμήμα» σε συνεργασία με το Media View.

2. Δεν αναφέρεται στην ολότητα των “εργατών του πνεύματος και του καλάμου» αλλά σε κάποιους, ανώνυμα βέβαια, δημιουργούς, που εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία.