Κορωνοϊός, Κλιματική Αλλαγή και Ενεργειακή Μετάβαση… Του Κ. Ν. Σταμπολή

341

Του Κ. Ν. Σταμπολή*

Την συνειδητοποίηση, στις αρχές του περασμένου Μαρτίου, ότι η πανδημία του Covid 19 δεν αποτελούσε απλά μια Κινεζική υπόθεση αλλά εξελίσσετο τάχιστα σε παγκόσμιο φαινόμενο, ακολούθησαν τα ακραία φαινόμενα στις ενεργειακές αγορές με την απότομη και μεγάλη  πτώση της ζήτησης (λόγω περιορισμών στις μετακινήσεις) και την συνεπακόλουθη κατακρήμνιση της τιμής του πετρελαίου, που συμπαρέσυρε αυτήν του φυσικού αερίου, ενώ σε πολύ μικρότερο βαθμό επηρεάστηκαν οι αγορές ηλεκτρισμού.

Παράγοντες της αγοράς και έγκριτοι αναλυτές μέσα σε ένα απόλυτα ρευστό κλίμα προσπαθούσαν μάταια  να καταλάβουν τι ακριβώς συνέβαινε και που οδηγούντο τελικά  το οι ενεργειακές αγορές. Προβλέψεις και σενάρια ακολουθούσαν το ένα μετά το άλλο με κοινό παρονομαστή την αβεβαιότητα για την εξέλιξη της ενεργειακής ζήτησης, που τελικά αναδεικνύεται σε καθοριστικό (αλλά όχι τον μοναδικό) παράγοντα για την εξέλιξη και μετεξέλιξη του σημερινού ενεργειακού συστήματος.

Να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ) η ενεργειακή ζήτηση για το 2020 θα είναι μειωμένη κατά 5.0% σε σύγκριση με το 2019, ενώ η ζήτηση για πετρέλαιο εκτιμάται ότι θα μειωθεί πολύ περισσότερο κατά 8.4% σε σχέση με το περασμένο έτος.

Η λογική λέει, και αυτό αντανακλάται στα περισσότερα σενάρια, ότι μετά την αντιμετώπιση και οριστική πάροδο της πανδημίας του κορωνοϊού το Β’ Εξάμηνο του 2021 και το 2022, η ζήτηση θα επανακάμψει στα προ πανδημίας επίπεδα. Τα διάφορα σενάρια (V, U, W, L κλπ) διαφέρουν κυρίως ως προς τον χρονικό ορίζοντα επανόδου της ζήτησης σε νορμάλ επίπεδα αλλά και ως προς το μέγεθος της εκτιμώμενης ανάκαμψης. Με εξαίρεση το σενάριο τύπου L και τις διάφορες παραλλαγές του, το οποίο προβλέπει ότι η ενεργειακή ζήτηση στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες (που είναι υπεύθυνες για το μεγαλύτερο τμήμα της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης) ουδέποτε θα αποκατασταθεί πλήρως και άρα οδεύουμε σε ένα κόσμο με μειωμένη ενεργειακή ταχύτητα.

Σύμφωνα με το ανωτέρω σενάριο, το οποίο αποκτά ολοένα και περισσότερους οπαδούς, παράγοντες όπως η διευρυμένη τηλεργασία, η ροπή προς αποκεντρωμένου τύπου επιχειρήσεις και εργασιακή οργάνωση και τελικά η πλήρης  η επικράτηση του ηλεκτρονικού εμπορίου (οριστικό τέρμα στο λιανεμπόριο όπως το γνωρίζαμε) θα δράσουν ανασχετικά στην προοπτική επαναφοράς της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης στα προ κορωνοϊού επίπεδα. Σε αυτούς τους παράγοντες θα πρέπει να προσθέσουμε την τάση προς ένα καθεστώς σχεδόν ημι-μόνιμης κοινωνικής αποστασιοποίησης, κάτι  που θα ενθαρρύνεται από κυβερνήσεις και πολυεθνικές στο πλαίσιο προληπτικών μέτρων για την αντιμετώπιση ενός πιθανού νέου κύματος επιδημιών (θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι ο κόσμος του αύριο θα αντιμετωπίζει συχνά πυκνά νέες επιδημίες, παραλλαγές του Covid 19 αλλά και εντελώς νέου τύπου ασθένειες αποτέλεσμα άγνωστων μέχρι σήμερα ιών και λοιμώξεων).
Παράλληλα με την προοπτική μιας μόνιμης εξασθένησης της ενεργειακής ζήτησης για τους λόγους που αναφέραμε ανωτέρω, θα τρέχει, και θα ενδυναμώνεται, το αφήγημα που προωθείται από ακραίους πράσινους ακτιβιστές (green radicals), αυτό της Κλιματικής Έκτακτης Ανάγκης (climate emergency) που θα έχει ως αποτέλεσμα την επίσπευση και μεγιστοποίηση των μέτρων για την αντιμετώπιση της επερχόμενης κλιματικής καταστροφής!  Απτό παράδειγμα η πρόσφατη αναθεώρηση (η δεύτερη μέσα σε διάστημα 5ετών) και εν ριπή οφθαλμού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και με την πλήρη στήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των στόχων για μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου (από 40% σε 60% μέχρι το 2030). Εντύπωση προκαλεί η ευρωπαϊκή σπουδή για τόσο υψηλή και ταχεία μείωση των εκπομπών την στιγμή που οι εκπομπές της ΕΕ ανέρχονται μόνο στο 9.7% των παγκόσμιων εκπομπών και μάλιστα με μειούμενη τάση την τελευταία 10ετία, ενώ οι βασικοί ρυπαντές όπως η Κίνα (28.8%), οι ΗΠΑ (14.5%) και η Ινδία (7.3%) παραμένουν στο απυρόβλητο.

Σύμφωνα με τους υψιπετείς στόχους του ευρωιερατείου για υπερβολικά μεγάλη μείωση των εκπομπών, θα υπάρξει όφελος από την ευρείας κλίμακας ανάπτυξη των ΑΠΕ, (η οποία όμως θα επιδοτηθεί με τεράστια ποσά, αφού θα απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος του €1.5 τρις του Ταμείου Ανάκαμψης, εις βάρος του αγρίως φορολογούμενου πολίτη),  και αντιστάθμισμα από την ανάπτυξη ευρωπαϊκής τεχνολογίας, που πιθανολογείται ότι σε λίγα χρόνια θα  εξάγεται σε όλο τον κόσμο ανταγωνιζόμενη επάξια ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία, Ν. Κορέα κλπ. Τα παράλογα αυτά σχέδια όμως δημιουργούν σοβαρά ερωτήματα ως προς την δυνατότητα επιβίωσης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας που παραδοσιακά στηρίζεται σε φθηνή ενέργεια και καινοτομία. Η απότομη και βιαστική διείσδυση και επικράτηση των ΑΠΕ-Υδρογόνου με τον επιπόλαιο τρόπο που επιδιώκεται, δεν συνεπάγεται απαραίτητα την αναγέννηση της βιομηχανίας και την τεχνολογική αναβάθμιση των ευρωπαϊκών προϊόντων και υπηρεσιών, τονίζουν κύκλοι της βιομηχανίας και τεχνολογικών εταιρειών. Αντίθετα θα καταστήσει ακόμα πιο ακριβό το κόστος της ενέργειας στην Ευρώπη και θα βλάψει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων και υπηρεσιών.

Ασφαλώς και η Ευρώπη δεν είναι η μόνη ήπειρος που σπεύδει να μετασχηματίσει το ενεργειακό  της σύστημα, ώστε να υπηρετήσει μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, στοχεύοντας σε μια ενεργειακή μετάβαση. Κίνα  και ΗΠΑ κινούνται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση χωρίς όμως να παραβλέπουν (σε πλήρη αντίθεση με την μηδενιστική αντίληψη της Ευρώπης) τον ρόλο των ορυκτών καυσίμων, ιδιαίτερα του φυσικού αερίου το οποίο σε πρώτη φάση αντικαθιστά, στην βιομηχανία και στην ηλεκτροπαραγωγή, τον ρυπογόνο άνθρακα. Η ενεργειακή μετάβαση για τις περισσότερες χώρες εκτός Ευρώπης στηρίζεται στην διεύρυνση της χρήσης φυσικού αερίου και όχι στον περιορισμό του θεωρώντας το ως το καύσιμο γέφυρα προς την μετάβαση στην οικονομία του υδρογόνου.

Το πως θα επιτευχθεί τελικά η πολυπόθητη «Ενεργειακή Μετάβαση» θα εξαρτηθεί κυρίως από τον βαθμό ωριμότητας του πολιτικό -οικονομικού κατεστημένου στις διάφορες χώρες και υπερεθνικά μπλόκ. Προς το παρόν και υπό την πίεση, και την χρηματοδότηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών κύκλων, τείνει να επικρατήσουν τα τελείως ακραία, αβάσιμα και πέρα κάθε λογικής φοβικά σενάρια περί μη αναστρέψιμης  Κλιματικής  Αλλαγής και της απόλυτης καταστροφής που θα επιφέρει δήθεν η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη τα αμέσως επόμενα χρόνια (χωρίς όμως να ορίζεται επακριβώς ποια  είναι η επικαλούμενη αύξηση: στους 1,5ΟC, στους 2ΟC ή στους 3,0 βαθμούς Κελσίου και πότε ακριβώς μέλλει να συμβεί;). Με τα εν λόγω σενάρια να ασκούν όμως την απαραίτητη ψυχολογική πίεση (όπως το είδαμε ξεκάθαρα στην περίπτωση της ΕΕ) και την απαίτηση όπως εδώ και τώρα και έναντι πάσης θυσίας την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Όμως, με την κλιματολογική επιστήμη να μην είναι ακόμα σε θέση να προβλέψει τις καιρικές συνθήκες σε δύο ή τρεις μήνες από σήμερα είναι τελείως εξωπραγματικό και αφελές  να δηλώνουμε τόσο μεγάλη πίστη στις έωλες προβλέψεις, (αποκλειστικά βάσει μαθηματικών μοντέλων), στην διαμόρφωση του κλίματος της Γης σε 10,20 η και 80 χρόνια από σήμερα. Ήδη ένας αυξανόμενος αριθμός έγκριτων επιστημόνων που δραστηριοποιούνται στην ατμοσφαιρική φυσική (πχ. βλέπε πρόσφατες εργασίες του Dr. Motoko Nakamura) έχουν αρχίσει να αμφισβητούν σοβαρά τις διάφορες καταστροφολογικές προβλέψεις. Συμπερασματικά, όσο καλύτερη αντίληψη αποκτήσουμε για τους πραγματικούς (και όχι φανταστικούς) κινδύνους που περικλείει η Κλιματική Αλλαγή, την ύπαρξη της  οποίας δεν αμφισβητούμε, τόσο ποιο διαχειρίσιμη, υλοποιήσιμη και οικονομικά εφικτή θα καταστεί η επιχειρούμενη σήμερα Ενεργειακή Μετάβαση.

Μια μετάβαση που θα οδηγήσει σε ένα διαφοροποιημένο ενεργειακό μείγμα με μεγαλύτερη ασφαλώς συμμετοχή των λεγόμενων καθαρών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένης και της πυρηνικής ενέργειας. Ένα μείγμα όμως που δεν θα αποκλείσει πλήρως τα ορυκτά καύσιμα τα οποία και έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο ρόλο να παίξουν κατά την περίοδο της Ενεργειακής Μετάβασης, η χρονική διάρκεια της οποίας θα διαρκέσει 30 με 40 χρόνια και όχι 5 ή10, όπως πολύ αφελώς προβλέπει μεγάλη μερίδα κακώς ενημερωμένων και μεροληπτούντων «ειδικών» και στελεχών επιχειρήσεων.

*Ενεργειακός Αναλυτής και Σύμβουλος Στρατηγικής