Στην πολύχρονη ιστορία της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι μικρές χώρες που είχαν πολιτικούς τους σε ανώτατα ευρωπαϊκά αξιώματα, ήταν συνήθως το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και σε μια περίπτωση, η Πορτογαλία.
Μήπως όμως στην σημερινή συγκυρία έχει σημάνει και η ώρα της Ελλάδας; Αυτό είναι πολύ πιθανό και ο σημερινός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, θα ήταν ένα από τα πιο πιθανά πρόσωπα, στο τέλος του 2027 για παράδειγμα, να αναλάβει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Του Aθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Υπό αυτή την έννοια, οι τοποθετήσεις του Έλληνα πρωθυπουργού για την Ευρώπη στο ξεκίνημα της Τράμπ εποχής στην Αμερική, έχουν σαφώς χρώμα που πάει αισθητά πιο μακριά από την ελληνική πραγματικότητα.
Λόγου χάρη, με τελευταίο άρθρο του στους Financial Times, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, χωρίς περιστροφές, αναφέρει ότι «….αν η Ευρώπη θέλει να παραμείνει διεθνής πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας, πρέπει να αποκτήσει μια ισχυρή, ενιαία και αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα, γεγονός όμως που απαιτεί και πολύ περισσότερες αμυντικές δαπάνες, σε σχέση με αυτές που γίνονται σήμερα….».
«…Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο», τονίζει ο Έλληνας πρωθυπουργός και συμπληρώνει «…πως η ανάπτυξη πολύπλοκων αμυντικών συστημάτων νέας γενιάς απαιτεί επενδύσεις που υπερβαίνουν τις δυνατότητες οποιουδήποτε μεμονωμένου κράτους μέλους…».
Δίνοντας όμως έμφαση στον επείγοντα χαρακτήρα των δαπανών, ο Κυρ. Μητσοτάκης, επισημαίνει ότι μια αύξηση των αμυντικών δαπανών στις διάφορες χώρες – μέλη της ένωσης, «…είναι πολύ πιθανό να ενεργοποιήσει τις λεγόμενες διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ), οι οποίες σχεδιάστηκαν, ώστε οι προϋπολογισμοί ενός κράτους – μέλους της Ε.Ε., να κινούνται εντός κάποιων ορίων. Αυτό όμως είναι αναποτελεσματικό και δυνητικά πολύ δαπανηρό…».
Στο πλαίσιο αυτό, ευφυώς για πολλούς λόγους, ο Έλληνας πρωθυπουργός, προτείνει «….οι αμυντικές δαπάνες να εξαιρεθούν από τους δημοσιονομικούς στόχους εκ των προτέρων. Αυτό θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνα, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική αξιοπιστία και ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές. Δίνοντας στα κράτη μέλη αυτό το δημοσιονομικό περιθώριο θα αυξήσουμε τις δυνατότητες μας στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας…».
Πλην όμως, κατά τον Κυριάκο Μητσοτάκη «…αυτή η ενέργεια δεν είναι αρκετή. Διότι από ένα σημείο κι έπειτα οι αγορές μπορεί να προσθέσουν ένα επιπλέον κόστος στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μας. Εκτός από το αυξημένο δημοσιονομικό κόστος, αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αποθαρρυντικός παράγοντας για αμυντικές δαπάνες και να οδηγήσει σε δυσανάλογο καταμερισμό των βαρών μεταξύ των κρατών μελών της E.E…».
Τι μπορεί να γίνει έτσι στην περίπτωση αυτή; Ο Έλληνας πρωθυπουργός, απαντά γράφοντας: «…Για το λόγο αυτό, βασιζόμενος στη θετική εμπειρία με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της E.E. ως προς τις αγορές, προτείνω τη δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού εργαλείου… Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, τον περασμένο Μάιο, μαζί με τον Πολωνό πρωθυπουργό Donald Tusk, κατέθεσα μια φιλόδοξη πρόταση για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ασπίδας αεράμυνας, ως αξιόπιστου αποτρεπτικού μέσου έναντι δυνητικών επιθέσεων. Η εξαγγελία και η χρηματοδότηση μιας τέτοιας μεγάλης ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας, την οποία θα ακολουθήσουν γρήγορα και άλλα εμβληματικά έργα, θα έχει άμεσο αντίκτυπο σε τέσσερις τομείς. Πρώτον, θα επέτρεπε στα κράτη μέλη και στην E.E. συνολικά να αντιμετωπίσουν καίριας σημασίας αδυναμίες στις αμυντικές τους δυνατότητες. Δεύτερον, θα ενίσχυε την τεχνολογική και βιομηχανική βάση της Ευρώπης.
Τρίτον, θα αύξανε εμφανώς τη συμβολή της Ευρώπης στο NATO και θα ενίσχυε τη διατλαντική συνεργασία. Τέλος, και ίσως το πιο σημαντικό, θα έστελνε ένα αδιαμφισβήτητο μήνυμα ότι η Ευρώπη είναι ενωμένη και αποφασισμένη, μια παγκόσμια δύναμη που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Το γεγονός ότι η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen συμπεριέλαβε την ιδέα εμβληματικών έργων μίας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης στις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη δεύτερη θητεία της είναι καλοδεχούμενο. Το ίδιο ισχύει για την επικείμενη λευκή βίβλο για το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας, καθώς και τη «στρατηγική για την ετοιμότητα». Και τα δύο θα συμβάλλουν στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης.
Αυτό έχει σημασία διότι μία από τις βασικές παραδοχές πίσω από τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία θα πρέπει να είναι ότι η εδαφική ακεραιότητα κάθε κράτους – μέλους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ακεραιότητα όλων των άλλων κρατών – μελών και της Ε.Ε. στο σύνολό της. Γι’ αυτό πρέπει να ενισχύσουμε την αξιοπιστία και την επιχειρησιακή αξία των ρητρών αμοιβαίας άμυνας (42.7 ΣΕΕ) και αλληλεγγύης (222 ΣΛΕΕ) στις Συνθήκες της Ε.Ε.
Ως κράτος – μέλος πρώτης γραμμής, τόσο της E.E. όσο και του NATO, και ως χώρα που αντιμετωπίζει μοναδικές και άμεσες προκλήσεις ασφαλείας, ιδίως στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα έχει προ πολλού κατανοήσει την κρίσιμη σημασία των επενδύσεων στην άμυνα. Αλλά αυτές οι προκλήσεις ασφαλείας δεν είναι πλέον περιφερειακού χαρακτήρα. Το γεωπολιτικό διακύβευμα για την Ευρώπη δεν ήταν ποτέ υψηλότερο…».
Από αυτά που προηγούνται και που είναι ενδεικτικά ευρύτερων φιλοδοξιών του σημερινού πρωθυπουργού, ο οποίος το 2027 θα έχει συμπληρώσει οκτώ χρόνια στην εξουσία, εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί κάποιοι εντός της Ν.Δ. έχουν «ξεσαλώσει», ενώ εκτός αυτής συγκεκριμένοι αδίστακτοι γελωτοποιοί, καπηλεύονται τραγικά γεγονότα όπως αυτό των Τεμπών.
Πηγή: lykavitos.gr