Του Σταύρου Χρ. Τσέτση
Προδημοσίευση του βιβλίου «Το Δήλιον Φως στην Αρχιτεκτονική. Σχετικά με την έννοια και την πρόσληψη του κλασικού»
Τα θεμελιώδη για τον εξεταζόμενο τομέα κείμενα του Rudolf Wittkower, «Αρχές της Αρχιτεκτονικής στην εποχή του Ανθρωπισμού» (Architectural Principles in the Age of Humanism, 1949) και του Manfredo Tafuri με το «Βενετία και η Αναγέννηση. Θρησκεία, Επιστήμη και Αρχιτεκτονική» [Venezia e il Rinascimento, Religione, Scienza e Architettura, Torino, Einaudi, 1985], υπεισέρχονται με σπάνια διεισδυτικότητα στην ουσία της όλης μελέτης, που πραγματεύεται η ενότητα· με κριτήρια που πηγαίνουν πέραν και πάνω της οικοδομικής· προσεγγίζουν τη θεματική του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού στην Ενετική Αναγέννηση, με όρους προβολής μιας φιλοσοφικής θεώρησης στον χώρο, υπό την οπτική ενός ολιστικού πρίσματος.
Ο πρώτος, με τη διαύγεια της κατοχής του κλασικού στοχασμού και ειδικότερα των δύο αρχηγετών του, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, που του επιτρέπει με ευχέρεια να διακρίνει το αποτύπωμα τους ή το όποιο τους «άγγιγμα», ακόμη και επιπόλαιο – στην Re aedificatoria.
Ο δεύτερος, με εξαιρετική γνώση του εγχώριου (ενετικού) γίγνεσθαι, ανατέμνει τις σχέσεις φιλοσοφίας, των διακόνων της και του αρχετυπικού υπόβαθρου της ενετικής αρχιτεκτονικής, ενίοτε παραθέτοντας σχοινοτενή τεκμηρίωση· η οποία δεν εμποδίζει –ακόμη και όταν επαγγέλλεται μία σχετική αυτονομία αυτής της περιόδου στη Serenissima– να αναδείξει ή ακριβέστερα να αποκαλύψει «Δήλιες φωτεινές ακτίνες», πίσω από την αρχιτεκτονική σύνθεση.
Εάν, ο «ιστορικός δαίμων» κρύβεται –και κρίνεται– στις λεπτομέρειες, οι επισημάνσεις του Tafuri για τις επιδράσεις του «Εἰδέναι» στην Ενετική αρχιτεκτονική –όχι μόνον της κλασικής αλλά και της του Βυζαντίου δόξης εποχής– κατέχουν ασφαλώς τα πρωτεία. «Όπως οι μελέτες του Vitruvius έχουν αποδείξει ιδίως στον 15ο αι., η Re aedificatoria έλαβε μια συμβολική έννοια, που πήγε πέραν της οικοδομικής πρακτικής: επιζητούσε να μεσολαβήσει μεταξύ ενός κλάδου της γνώσης που αφορούσε τους «λόγους της θείας αρμονίας του κόσμου» –την «harmonia mundi»– και ενός τρόπου δράσης που δίνει έμφαση στο ανθρώπινο περιβάλλον, με στόχο τον εξορθολογισμό ή την «αναβίωση» του Κανόνα».
Η επισήμανση του Tafuri, στα ίχνη του Wittkower, ορίζουν –με σαφήνεια, χωρίς αμφισημίες και α-διαυγείς εμφιλοχωρήσεις θεωρητικών επινοήσεων– το τι είναι αναγέννηση ή ακριβέστερα τι είναι αναγεννησιακό έργο· σε αντιδιαστολή με αυτά της αναγεννησιακής περιόδου.
Η διάκριση είναι ρητή και θα πρέπει να θεωρείται απαρέγκλιτη. Το έργο της Αναγέννησης θεωρείται αυτό πού απορρέει από μία θεώρηση «συνομιλίας» του προτύπου της αναμέτρησης με τον «αρχαίο τρόπο». Ο Tafuri κατέγραψε – όπως και παλαιότερα εναργέστατα ο Wittkower στις Αρχές της Αρχιτεκτονικής στην Αναγέννηση, – περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά ή και διαισθαντικά, το δίδαγμα των «antichi».
Το έργο της περιόδου της Αναγέννησης, ο δεύτερος χαρακτηρισμός, συνίσταται κυρίως στη μίμηση των μορφών –μια στιλιστική προσέγγιση [των στύλων]– ως μακρινή και μη βιωματική αντανάκλαση του κλασικού· κατά τεκμήριο αυτών που δεν θήτευσαν στο «Λόγο».
Οι εισηγητές του Αναγεννησιακού «Παραδείγματος» στην Αρχιτεκτονική τέχνη και οι πρωταγωνιστές της ενετικής της επικράτησης επί μιας επίμονης παράδοσης, ο Mauro Codussi (1440-1504), o Jacopo Sansovino (1486-1570), εντάσσονται στον ολκό των πρωτοβουλιών της πρώτης. Η θητεία τους στα κύρια κέντρα του «νέου τρόπου» στη Ρώμη και στη Φλωρεντία, με την ανάληψη εμβληματικών έργων στη Βενετία τους επέτρεψε να τον μεταλαμπαδεύσουν στη «Γαληνοτάτη» – ασφαλώς μέσα σε ένα πολιτικό περιβάλλον.
Όπως και του Michele Sanmicheli, με μαθητεία στη Ρώμη, σε δημιουργίες κύριων εκπροσώπων του Αναγεννησιακού τρόπου και διακεκριμένων αρχιτεκτόνων –των Bramante, Raffaello, Sansovino και Antonio da Sangallo–, πέραν των ιδιωτικών παραγγελιών, ως μηχανικός οχυρώσεων της «Repubblica Veneziana», παρήγαγε ένα ιδιαίτερα πλούσιο έργο, τόσο στο «Stato da Mare», όσο και στο «Stato da Terra» της «Γαληνοτάτης».
Ο Fra Giocondo, o Tullio Lombardo, και ιδίως οι θεωρητικοί, Trissino, Zorzi και Daniele Barbaro, o Palladio, o Scamozzi είναι επίσης γνήσιοι εκπρόσωποι μιας πνευματικής στάσης, που αναζητούν και επιδιώκουν να αναβιώσουν και να μεταφέρουν στην πράξη τον «Αΐδιο Κανόνα».
Είναι αυτοί που δεν σταμάτησαν στον Ευκλείδη και στον Vitruvius τα θεμελιώδη αναγνώσματα της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης στην αναγεννησιακή περίοδο. Αλλά αναμετρήθηκαν με το Παράδειγμα του Τίμαιου, τα Μηχανικά, αυτού που θεωρούσαν ως Αριστοτέλη, στον Αρχιμήδη, στο έργο του Ήρωνα του Αλεξανδρέα.
Αυτοί που τα αναγέννησαν με τη δική τους οπτική, την ιδιοσυγκρασία της «maniera» τους –την ονόμασαν «italiana» ή και «in forma latina»–σε αντιδιαστολή με αυτή της Κωνσταντινούπολης– την «maniera Greca»· που σε ειρωνεία της ιστορίας, όχι μόνον την είχε βιώσει ως αδιάλειπτη συνέχεια του Ομήρου, αλλά τώρα ήταν φερμένη και διδαγμένη από τους καταδιωκόμενους λογίους της.
Ωστόσο η υποτιθέμενη ρήξη στη Βενετία, κυρίως σ’ αυτή την πόλη, δεν ήταν ρήξη ολική. Το αποτύπωμα του Βυζαντίου παρέμεινε ισχυρό και ως πρότυπο, στις αρχιτεκτονικές συνθέσεις των ναών. Ακόμη και στον Mauro Codussi.
Ο Manfredo Tafuri μεταφέρει ότι τόσο ο John Mc Andrew, όσο και ο James Ackerman, επέμεναν σε μια νέο Βυζαντινή αναβίωση των «σχημάτων» στις κατόψεις των ναών από τα μισά του 15ου αι., – ο Lionella Puppi προσπαθεί να βρει τον μίτο των σχέσεων στη Βενετία με το δόγμα «Camaldolensiano», καθώς και στην ουμανιστική τους παιδεία.
Αποδίδοντας την πρέπουσα έμφαση στους ισχυρούς δεσμούς της Βενετίας με την Κωνσταντινούπολη, ο Tafuri θεωρεί ότι «η γοητεία του Βυζαντίου τρόπου αντιστοιχούσε με την ανάγκη της ενετικής δημοκρατίας να αναβιώσει την ταυτότητά της, επιβεβαιώνοντας την ειδική φύση των καταβολών της».
Παραθέτοντας παράλληλα το «ακραίο παράδειγμα της νεοβυζαντινής αναβίωσης» στην περίπτωση του San Salvator, στέκεται με ορισμένες επιφυλάξεις, σε μια αδιάκριτη γενίκευση όρων, όπως «renovatio» και «Ενετικό Ουμανισμό».
Αναλύοντας το εσωτερικό του ναού αυτού, – του οποίου η ανοικοδόμηση ξεκίνησε από τον Giorgio Spavento (1506), μαθητή του Codussi και συνεχίστηκε με την εμπλοκή του Tullio Lombardo (1507), ως «architectus et gubernator» –διαιρετέου σε απλά σώματα, διαπίστωσε ότι «φαίνεται να παρουσιάζει τις Πυθαγόρειες και νεοπλατωνικές ιδέες για το χώρο»–· που γι’ αυτόν δεν είναι εμφανείς στον ναό του San Francesco della Vigna· θέση που ωστόσο για τον ναό αυτό (San Franceso della Vigna) με εξαιρετική τεκμηρίωση, που βρίσκει αντίθετο τον Wittkower κυρίως, και όχι μόνον στην πρόσοψη του ναού.
Η μία είναι η έκφραση μιας (πιο) άμεσης, ενδεχομένως, βυζαντινής πρόσληψης των αντιλήψεων περί Πυθαγορισμού –«Venetiae quasi alterum Byzantium»– η άλλη, πιθανώς μια (παρ)ερμηνεία διυλισμένη στην περίμετρο των ζυμώσεων στη Villa Careggi.
O Tafuri υποστηρίζει ότι δύο έτη μετά την αποδοχή του μοντέλου του Giorgio Spavento για τον San Salvator, ο Luca Pacioli έκανε την περιώνυμη ομιλία του στην εκκλησία του Αγίου Βαρθολομαίου στο Rialto για τον Ευκλείδη, που περιελάμβανε πολυάριθμες αναφορές στα μυστικιστικά μαθηματικά, παρόμοια με αυτά της «dispositio harmonica» του San Salvator.
Για τον διακεκριμένο ιστορικό της Αρχιτεκτονικής, ήταν ώριμες οι συνθήκες για να δεχθούν την αυστηρότητα των μαθηματικών. Ο Tafuri διέκρινε έναν ενθουσιασμό «με τον οποίο η τάξη των πατρικίων υποδέχθηκε τον Νεοπλατωνισμό του Fra Luca ο οποίος δεν αποκλείει τη δυνατότητα να αναγνώσουν κάποιοι στα σύμβολα και στις μυστικιστικές σημασίες των αριθμών, τη μετουσίωση πολλών μαθηματικών ιδεών που επικρατούσε σε συγκεκριμένους κύκλους»· ένας περιρρέων Πλατωνισμός στη Βενετία, που όπως κατέδειξαν προηγούμενες ενότητες, αιτιολογείται.
Για να εξηγήσει το αποτέλεσμα του San Salvator, ο Tafuri στέκεται στον ναό του San Nicolo di Castello, όπου διακρίνει την επιβίωση των «νεοβυζαντινών σχημάτων», πιθανόν επιβεβλημένων από τον κλήρο.
Για τον ίδιο, ο Tullio Lombardo, – αναφορικά με την αρχική σύλληψη του San Salvator, – τείνει να αυξήσει τη συνάφεια των περισσότερων αρμονικών αξιών, να φέρει μαζί βυζαντινές ποιότητες, σε ένα ασυνήθη γραμματικό και συντακτικό έλεγχο, με το νέο ιδίωμα. Ώθησε, κατ’ αυτόν τον τρόπο «το νεοβυζαντινό πρόγραμμα, να μιλήσει την ουμανιστική γλώσσα».
Δίνει παράλληλα μια ενδιαφέρουσα εκδοχή: Η άφιξη του Fra Giocondo στη Βενετία, λειτούργησε καταλυτικά για τα λανθάνοντα αρχαιολογικά ενδιαφέροντα.
Για τη στροφή του ιδιώματος του Tullio Lombardo, η Wendy Stedman Sheard και η Debra Pincus επιμένουν στη δυνατότητα του να ήρθε σε επαφή με τον Zaccaria Barbaro – συλλέκτη ελληνικών έργων, όπως και με τον Ermolao.
Ο Tafuri μεταφέρει μαρτυρίες σύγχρονων του, σύμφωνα με τις οποίες ένα μαρμάρινο γυναικείο άγαλμα αρχαίας συλλογής βρισκόταν στο εργαστήριο του Tullio και το απεικόνιζε πολλές φορές.
Ο Tafuri στέκεται σε ένα άκρως ενδιαφέρον, όσο και δηλωτικό επεισόδιο: «Ένας ανθρωπιστής, όπως ο Fra Giocondo, για τον οποίο η τεχνολογία και η αρχιτεκτονική ήταν μόνον μέρος από ένα πνευματικό κόσμο, που τείνει στην Αρχαιότητα, πρότεινε στον Ποντίφικα Julius II, ένα σχέδιο για την ανέγερση του Αγίου Πέτρου, το οποίο είχε ως πρότυπο, τον Άγιο Μάρκο της Βενετίας –και συνεπακόλουθα τους Αγίους Αποστόλους της Κωνσταντινούπολης– της «μυστικιστικής καρδιάς» της Λιμνοθάλασσας».
Ο «Νεοβυζαντινισμός του Fra Giocondo», εκπεφρασμένος στα σχέδια του Αγίου Πέτρου, καταδεικνύει «ότι στα πλαίσια των ουμανιστών, ενυπήρχε ένα αυξημένο ενδιαφέρον για τη Βυζαντινή αντίληψη του χώρου» (Tafuri), εμφανές στο παράδειγμα του Αγίου Μάρκου, ανεξάρτητα αν ήταν ερμηνευμένο σχεδιαστικά με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο».
Αυτό πέτυχε στην εναρμόνιση με ανάλογα παραδείγματα που παρατηρήθηκαν στα τέλη του 15ου αι. «στα σχέδια του Bramante, του Mauro Codussi του Giorgio Spavento». Διακρίνονται στον εκλεπτυσμό, αν και αρχαϊκό του Fra Giocondo. Στον βυζαντινισμό του Bramante, που στόχευε στην «αναγέννηση μιας χωρικής και δομικής οργάνωσης», ενιαίας, με τη συνάφεια του όλου.
Ο Tafuri, συνεχίζοντας, διακρίνει αναλογίες και στον προθάλαμο της Villa Garzoni στο Pontecasale, που αποδίδεται στον Sansovino και στους θόλους της στοάς της βιβλιοθήκης του Αγίου Μάρκου· όπου παρόλη την υπερβολική γεωμετρική τους έκφραση, παραπέμπουν στον «αρχαίο τρόπο»· και στα σχέδια του San Salvator. Για τα τελευταία, ο Tafuri θεωρεί ότι εκφράζεται έντονα η Πυθαγόρεια διάταξη του χώρου.
Η εργασία του Jacopo Sansovino, υπό την επίβλεψη του Francesco Zorzi, για την εκκλησία του San Francesco della Vigna –που φαίνεται να συνιστά κρίσιμο σημείο, μεταξύ βλέψεων για «renovatio ecclesiae», οδηγούμενη από συμφιλιωτικές υποθέσεις και τα πολιτικά σχέδια του Δόγη Andrea Gritti και του κύκλου του– χαρακτηρίζεται από τα βυζαντινά σχήματα.
Ένα άλλο στοιχείο που επιδιώκει να αναδείξει ο Tafuri, αφορά στην πολιτειακή οργάνωση της Βενετίας και στις κλασικές της καταβολές. Αναφέρεται στον Lauro Quirini, στενό φίλο του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, φίλο επίσης του Ciriaco d’Ancona, με επαφές με τoν Leonardo Giustinian και τον Francesco Barbarο, ο οποίος υπήρξε ο συγγραφέας της De repubblica. Ερευνητής, μεταφραστής και αντιγραφέας κωδίκων, κυρίως ελληνικών, άσκησε σφοδρή πολεμική εναντίον του Lorenzo Valla, Leonardo Bruni και Poggio Bracciolini.
Με ερείσματα στον Αριστοτέλη, στον Πλάτωνα και στον Κικέρωνα, ο Quirini επιδιώκει να συλλάβει την ιδανική πολιτεία, βασισμένη στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία.
Δίνει έμφαση στο σύγγραμμα De bene institute re publica του Francesco Patrizi di Siena (1413-1492), φίλο του Giocondo. Συγγραφέας, ανθρωπιστής, επίσκοπος και μελετητής του Vitruvius, στο βιβλίο του ασκεί κριτική στον Πλατωνικό κοινοτισμό και για τα όρια που αυτός θέτει στην ιδιωτική πρωτοβουλία [Tafuri].
Οι αντιλήψεις του Patrizi και του ουμανιστή Domenico Morosini, μετέχουν της αντίληψης για τον ρόλο της αρχιτεκτονικής ως γλώσσας και εργαλείου στιβαρότητας (solidity) και αρμονίας της «res publica».
Η ανθρωπιστική σκέψη μπορούσε πλέον να εντοπίσει τη σχέση μεταξύ αρχιτεκτονικής και πολιτικής στις πηγές της: Στα Πολιτικά του Αριστοτέλη και στους «Νόμους» του Πλάτωνα. Λαμβάνοντας υπόψη την αξία που ο Πλάτωνα απέδωσε στη μουσική, –ο Αθηναίος φιλόσοφος είδε τις συμφωνικές αρμονίες «ως σύμβολο του τέλειου «Συντάγματος μιας Πολιτείας»– ο Tafuri θεωρεί «βέβαιο», ότι «ο Nicholas V, o Pius II, o Sixtus IV, o Lorenzo ο Μεγαλοπρεπής, ο Alfonso II της Αραγονίας» χρησιμοποίησαν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, την «ars aedificatoria» και την αστική δομή για πολιτικούς στόχους.
Σε μια τέτοια «διυλισμένη» λογική, εντάσσονται και οι πολεοδομικές παρεμβάσεις της «Renovatio Urbis», του Gritti – η οποία βρίσκεται σε συντονία με τη «De bene Instituta re publica».
Η Accademia Veneziana ή della Fama ιδρύθηκε από τον Federico Badoer το 1557 και έκλεισε το 1561, εν μέσω κατηγοριών για δόλια πτώχευση. Μεταξύ των μελών του υπήρξαν ο Angostino Valier, o Alvise Mocenigo, o Beonardo Navagoro, o Francesco Barbarigo, o Jacopo Surian, o Francesco Patrizi da Cherso.
O Patrizi είχε ήδη δημοσιεύσει την Città felice –την «Ευδαίμονα Πόλη»– έναν ύμνο σε μια Πολιτεία βασισμένη στον Λόγο, όπως την αντιλαμβάνεται για τη «Γαληνοτάτη».
Με στόχους ανθρωπιστικούς, επιστημονικούς και πολιτικούς είχε την ευθύνη για ένα «εικονογραφικό πρόγραμμα», αρωγό στην καλή διακυβέρνηση, αφιερωμένο σε επιστημονικά θέματα – με μεγάλο αριθμό επανεκδόσεων κλασικών έργων.
Η ανάπτυξη των Επιστημών των Φυσικών και Μαθηματικών κατευθύνσεων ήταν αδιαχώριστα από την αναβίωση των αρχαίων επιστημόνων. Στην ηχώ πρωτοβουλιών όπως αυτή του Φραγκίσκου Μαυρόλυκου, που απευθυνόταν στον Bembo το 1536, για ένα σχέδιο αναβίωσης των Ελληνικών Μαθηματικών και των μεταφράσεων του Barozzi των «Πολιορκητικών» του Ήρωνα του Βυζαντίου. Μεταξύ μεταφρασμένων εκδόσεων ήταν τα Φυσικά του Αριστοτέλη, τα κείμενα των ατομιστών, ο Τίμαιος, τα έργα του Ιπποκράτη, του Γαληνού, του Ευκλείδη, του Αρχιμήδη, του Πάππου, του Πρόκλου, του Πτολεμαίου, του Στράβωνα.
Η Αρχιτεκτονική δεν αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος –όπως παραπονιόταν ο Paolo Manutio– ούτε η κοινότητα των διακεκριμένων αρχιτεκτόνων αποτελούσαν μέλη· ούτε ο Daniele Barbaro που εκείνη την εποχή δημοσίευσε τον Vitruvius – παρότι φίλος του Badoer.
Οι εκδόσεις του Barbaro των Commentarii και του Πολύβιου, σε συνέχεια του Vitruvius το 1556, ήταν ασφαλώς συνδεδεμένη με το πρόγραμμα της Accademia.
Ο Παντοβάνος φιλόσοφος και συγγραφέας Sperono Speroni, ένθερμος κλασικιστής στο πνεύμα των προτέρων Ακαδημιών, σχεδίασε μια άλλη, την «Accademia de Gimnosofisti» για τη μελέτη της De Architectura του Vitruvius και της Μηχανικής – (νόθας κατά τους ειδικούς) πραγματείας, που αποδίδονταν στον Αριστοτέλη.