Μαρία Ευθυμίου: «Υποκλίνομαι σε αυτήν την υπέροχη Ελλάδα»

320

Συνέντευξη με τη Μαρία Ευθυμίου με αφορμή το βιβλίο της «Ρίζες και Θεμέλια», σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά, εκδόσεις Πατάκης

Μερικές φορές, όταν πρόκειται να γράψεις κάτι, ξέρεις τον τίτλο από την αρχή. Συνέβη στην κ. Μαρία Ευθυμίου, με το βιβλίο «Ρίζες και Θεμέλια – Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού», εκδ. Πατάκης. Ο τίτλος ήταν το πρώτο που είχε αποφασίσει πριν ακόμα αρχίσει τη συγγραφή, μαζί με την αφιέρωση «Στις εγγονές μου Μάγια, Έλενα, Δανάη. Επειδή ρίζες γερές γεννούν άνθη θεσπέσια»* – ίσως και την προμετωπίδα από το ποίημα του Ελύτη, «Ήλιος ο πρώτος», γιατί η ποίηση συχνά παρεισφρέει στην αφήγησή της. Συνέβη και σε μένα, όταν έφευγα από το σπίτι της εκείνο το μεσημέρι της συνέντευξής μας, αισθανόμενη αγαλλίαση από την επαφή μας. Η συζήτησή μας πέρασε από τα μεγάλα σχήματα της Ιστορίας στις μικρές ζωές των ανθρώπων, και πρώτη φορά κατάλαβα πόσο συνδέονται αυτά τα δύο. Όπως κατάλαβα γιατί το βιβλίο έχει αγαπηθεί τόσο πολύ και γιατί όποιος το διαβάζει έχει πολλαπλά κέρδη και όχι μόνον το προφανέστερο, ότι, δηλαδή, μέσω συναρπαστικής αφήγησης –με τη βοήθεια ερωτήσεων του Μάκη Προβατά– μαθαίνει κανείς την Ιστορία του Ελληνισμού στα 4.000 χρόνια της καταγεγραμμένης μακράς διαδρομής του.

Μαζί με τον τίτλο, όμως, είχα και μια απορία: Πώς θα κατάφερνα να μεταδώσω γραπτά το πνεύμα της συζήτησής μας; Πώς να αποτυπωθεί στο χαρτί το πάθος της Μ. Ευθυμίου για την ιστορική αφήγηση αλλά και για τη ζωή, που και τα δύο ξεχειλίζουν όταν ανοίγει το στόμα της, αλλά και όλο το άφατο που έρχεται από μέσα μας και ακουμπάει τους άλλους όταν τους έχουμε απέναντί μας; Ξέρω ότι θα συμφωνήσει μαζί μου, γιατί πιστεύει στην αφήγηση και στη ζώσα επαφή, πιστεύει στη δύναμη της μετάδοσης μέσω του λόγου. Γι’ αυτό, τα τελευταία 15 χρόνια, έχει παραδώσει εθελοντικά, επί 4.000 περίπου ώρες, μαθήματα Ιστορίας στο ευρύ κοινό, σε όλη την Ελλάδα, σε πόλεις και νησιά του τόπου μας ακόμα και τα πιο απομακρυσμένα. Για να διδάξει διά ζώσης σε χιλιάδες ανθρώπους θέματα που αφορούν την παγκόσμια Ιστορία, τους μεγάλους πολιτισμούς, τις θρησκείες, την ελληνική Ιστορία.

Η κ. Μαρία Ευθυμίου είναι ακτιβίστρια της γνώσης και, μαζί, μια χαρισματική αφηγήτρια που πιάνει το κουβάρι του ιστορικού χρόνου και το ξετυλίγει μαγεύοντας τους ακροατές της. Αυτοί της επιστρέφουν την αγάπη τους με δώρα, όπως το δέμα που είχε μόλις φτάσει ανώνυμα στο σπίτι της, με προϊόντα από την Πελοπόννησο. Πόσο συγκινητικό σαν χειρονομία! Στους γενναιόδωρους ανθρώπους επιστρέφεται πίσω η γενναιοδωρία τους, όσο κι αν η ίδια επιμένει πως το κέρδος είναι δικό της. Κέρδος πνευματικό, συναισθηματικό και ηθικό.

«Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ πλούσιο. Πλούτος απαράμιλλος που προέρχεται από την εμπειρία μου με όλους αυτούς τους ανθρώπους, κάθε μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου. Ο καθένας μας είναι ον που σκέφτεται και έχει έναν κόσμο δικό του με τον οποίο μπορεί να προσεγγίσει και κατανοήσει την Ιστορία, ιδιαίτερα όταν εκτεθεί στη χαρά και τη μαγεία της ζωντανής αφήγησής της και της διαδικασίας ερμηνείας της. Αυτό πολλαπλασιάζει τη δύναμη του δασκάλου μια και στόχος του μαθήματος δεν είναι η μεταφορά πληροφορίας, αλλά η μετάδοση ενός ολόκληρου κόσμου που, εκ των πραγμάτων, περνά μέσα από τον λόγο, τον στοχασμό και την προσωπικότητα του διδάσκοντος. Το πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της διδασκαλίας, του λόγου και της αφήγησης, το δείχνει το γεγονός ότι οι ιδρυτές θρησκειών ήταν Δάσκαλοι, και είχαν όπλο τους τον λόγο, που παράγει εικόνες πολύ πιο δυνατές κι από τις ίδιες τις εικόνες. Η δική μου χαρά και η πίστη στη διδασκαλία είναι αυθεντικές και, ίσως αυτό το αντιλαμβάνεται άφατα το ακροατήριό μου. Αυτό είναι όλο. Δεν νομίζω ότι μου αναλογεί κάτι παραπάνω».

Μάθημα Ελληνικής Ιστορίας

Την επισκέφθηκα για να μιλήσουμε καταρχήν για το βιβλίο της. Γράφτηκε κατά την πρώτη καραντίνα, από τον Μάρτιο ως τον Μάιο του 2020, και εστιάζει στα δυνατά σημεία των 4.000 χρόνων της Ιστορίας του Ελληνισμού. Πριν, μέσω των ερωτήσεων του δημοσιογράφου και καλού της φίλου Μάκη Προβατά, συστηματοποιηθεί ο πυρήνας αυτής της ιδέας, είχε προηγηθεί μια σειρά ομιλιών της με θέμα: «Τα ισχυρά σημεία του Ελληνισμού στη διάρκεια των 4.000 χρόνων της καταγεγραμμένης Ιστορίας του».

«Η ιδέα των ομιλιών αυτών σχετιζόταν με το γεγονός ότι η παρατεταμένη κρίση της τελευταίας δεκαετίας που μάς είχε πλήξει βαθιά ως κοινωνία, μαζί με τα επιτιμητικά σχόλια στον δημόσιο λόγο και τα αρνητικά στερεότυπα που είχαν κυριαρχήσει για εμάς στο εξωτερικό, ψαλίδιζαν την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και την προοπτική να ανακάμψουμε από τις δύσκολες διαδρομές στις οποίες είχαμε μπει. Είμαι από εκείνους που επισημαίνουν τα όχι λίγα αρνητικά μας ωστόσο, στη συγκυρία εκείνη, σκέφτηκα πως θα ήταν ευεργετικό για όλους μας, και για μένα την ίδια, να θυμηθούμε τα θετικά σημεία που η ελληνική Ιστορία έχει να παρουσιάσει στη ροή του χρόνου. Και δεν είναι καθόλου λίγα – όχι επειδή το λέμε εμείς, αλλά επειδή έτσι συνέβη».

Διαβάζοντας το βιβλίο δεν είναι λίγες οι φορές που ο αναγνώστης διακατέχεται από αίσθηση θαυμασμού για όσα οι Έλληνες έχουν καταφέρει όχι μόνον στην αρχαιότητα, αλλά και στους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, στο Βυζάντιο, την Οθωμανική περίοδο, και βέβαια στη διαδρομή των 200 χρόνων του νέου ελληνικού κράτους. Το σημαντικότερο που κατανοούμε είναι ότι η μακρά αυτή διαδρομή φτάνει ως εμάς κυρίως μέσω της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, την οποία παρακολουθούμε να εξελίσσεται, να θριαμβεύει ή να επιβιώνει στη διάρκεια των αιώνων.
«Δεν έχουμε κάτι πιο δυνατό ως λαός από τη γλώσσα μας. Είναι σπάνιο στην παγκόσμια Ιστορία το ότι μπορούμε να παρακολουθήσουμε γραπτά, επί 4.000 χρόνια, την πάντα ζώσα ελληνική γλώσσα. Ξέρουμε –χάρις στον Βέντρις που, το 1952, διάβασε τη Γραμμική Β στις πήλινες πινακίδες των μυκηναϊκών ανακτόρων– πως οι Μυκηναίοι μιλούσαν ελληνικά τουλάχιστον από το 1.500 π.Χ., ενώ υπολογίζουμε πως η γλώσσα τους είχε ήδη πίσω της μακρό χρόνο ύπαρξης και διαμόρφωσης. Το να είναι μια γλώσσα γραπτή επί τόσο διάστημα είναι κάτι το καταπληκτικό, αν σκεφτούμε ότι χιλιάδες γλώσσες της γης υπήρξαν ή είναι προφορικές, χωρίς να έχουν καν μπει στη διαδικασία της γραφής.

»Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, η αλβανική, η γλώσσα ενός τόσο γειτονικού σε εμάς λαού, αν και αρχαία στη διαμόρφωσή της, παρέμενε προφορική μέχρι πρόσφατα, μέχρι και το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Αλλά και οι ισχυρότερες σήμερα γλώσσες παγκοσμίως, όπως η αγγλική, η ισπανική, η γαλλική, διαμορφώθηκαν πολύ αργότερα από την ελληνική, μετά από την επαφή των λαών αυτών με τους Ρωμαίους ή τους Γερμανούς, το 200 π.Χ., το 500 μ.Χ.. Η δύναμη της ελληνικής γλώσσας προέκυψε μέσα από τις προκλήσεις που οι Έλληνες αντιμετώπισαν πολιτισμικά, ιδεολογικά, οικονομικά και πνευματικά, στον μακρό χρόνο. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως, για περισσότερα από 1.000 χρόνια, η ελληνική υπήρξε η γλώσσα επικοινωνίας, αναφοράς και παιδείας σε μιαν ευρύτατη γεωγραφική περιοχή, από την Ιταλία και τη ΝΑ Ευρώπη μέχρι την Εγγύς και Μέση Ανατολή, την Αν. Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο, τη Μικράν Ασία, τη Β. Αφρική».

Μοιάζει συναρπαστικό το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός υιοθέτησε ως γλώσσα του τα ελληνικά. Δεν συνειδητοποιούμε τι σημαίνει αυτό!

«Αυτό είναι πράγματι ένα καταπληκτικό σημείο στην Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, και έφερε μεγάλης κλίμακας εξελίξεις στους αιώνες που ακολούθησαν. Στην περίοδο της ακμής της Ρώμης, η λατινική γλώσσα επηρέασε κυρίως τους λαούς προς τα δυτικά της ιταλικής χερσονήσου. Αντίθετα, προς τα ανατολικά, παρά την είσοδο της λατινικής, δεν διαταράχθηκε η πρωτοκαθεδρία της ελληνικής γλώσσας που είχε, μάλιστα, χαλυβδωθεί πρόσφατα από τα ελληνιστικά βασίλεια και τον ελληνιστικό πολιτισμό. Αυτή λοιπόν η θρησκεία –που έμελλε να γίνει, χίλια πεντακόσια χρόνια αργότερα, η μεγαλύτερη στον κόσμο– γεννήθηκε στην υπό ρωμαϊκό έλεγχο εβραϊκή Παλαιστίνη. Ιδρυτής της ήταν ένας Εβραίος, ο Γιεχόσουα, ο Ιησούς δηλαδή, ωστόσο η θρησκεία ονομάστηκε Χριστιανισμός από το “Χριστός”, το ελληνικό όνομα με το οποίο αυτός έγινε γνωστός – από το ελληνικό ρήμα “χρίζω”, μια και, σύμφωνα με τους οπαδούς του, ο Ιησούς είχε “χρισθεί βασιλεύς από τον Θεό”. Ο ίδιος, όσο ζούσε, απευθυνόταν στους συντοπίτες του στην κοινή τους γλώσσα, τα εβραϊκά, οι μαθητές του όμως, προκειμένου να διαδώσουν τη διδασκαλία του σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους στις επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ξεκινώντας από τις κοντινότερες της Μέσης Ανατολής και επεκτεινόμενοι δυτικά και νότια, επέλεξαν τα ελληνικά που ήταν, από αιώνες, η γλώσσα κοινής συνεννόησης για την ευρύτερη περιοχή.

»Είναι εντυπωσιακό ότι τα Ευαγγέλια γράφτηκαν κατευθείαν στα ελληνικά και ότι κρίθηκε αναγκαίο να μεταφραστούν στα λατινικά μόλις τον 4ο αιώνα, 300 δηλαδή χρόνια αργότερα, όταν η νέα θρησκεία άρχισε να αποκτά ικανό αριθμό πιστών στην ιταλική χερσόνησο και δυτικότερα, όπου η γλώσσα επικοινωνίας ήταν, πλέον, η λατινική. Χαρακτηριστικό είναι και το ότι ένα από τα κύρια σύμβολα του Χριστιανισμού κατά τους πρώτους αιώνες, πριν την υιοθέτηση του σταυρού, ήταν το ακρωνύμιο ΙΧΘΥΣ, τοποθετημένο στο εσωτερικό περίγραμμα ιχθύος. Πρόκειται για τα αρχικά των λέξεων της φράσης “Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ” – φράση ελληνική, την οποία όμως όλοι οι Χριστιανοί μπορούσαν να καταλάβουν κι ας ήταν αλλόγλωσσοι, λόγω της δύναμης και διάχυσης της ελληνικής γλώσσας.

«Ανήκω σε αυτόν τον λαό, τον αγαπώ και τον τιμώ. Eίναι το κέλυφός μου, και θέλω, πριν πεθάνω, να ζήσω τις δύο σημαντικότερες πτυχές που τον καθόρισαν: τη γλώσσα και τη ναυτοσύνη».

Θάλασσα και ναυτοσύνη

Πλάι στη γλώσσα τοποθετείτε την έννοια της ναυτοσύνης, που έχει να κάνει με τη γεωγραφία της Ελληνικής χερσονήσου. Η θάλασσα πάντα μας συνόδευε…

«Σε κάθε περιοχή παίζει σημαντικότατο ρόλο η γεωγραφία. Η ελληνική χερσόνησος -στην οποία, σύμφωνα με κάποιες θεωρίες, εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες περί το 2.500 π.Χ- έχει το εντυπωσιακό χαρακτηριστικό να διαθέτει θαυμαστή ποικιλομορφία. Χαρακτηρίζεται από πολλά και τραχιά βουνά, κοιλάδες και πεδιάδες, αλλά κυρίως από την εγγύτητα της θάλασσας, που βρίσκεται κοντά και στην πιο απομακρυσμένη βουνοκορφή της ενδοχώρας. Δαντελωτά παράλια και χιλιάδες νησιά συγκροτούν το περίγραμμά της, ένα περίγραμμα ναυτοσύνης και ανοιχτών οριζόντων. Αυτό δεν το συναντάμε συχνά, και έχει γεννήσει όλων των ειδών τα επαγγέλματα: ημινομάδες κτηνοτρόφους των ψηλών βουνών, κτηνοτρόφους και γεωργούς των ημιορεινών, των πεδιάδων και των κοιλάδων, ναύτες και αλιείς, εμπόρους και βιοτέχνες, καραβοκύρηδες και καραβομαραγκούς, λογίους και δασκάλους, ιερείς και ποιητές.

»Η Μεσόγειος ήταν πρόσφορη για ναυτιλία γιατί είναι μια μεγάλη λίμνη, οι αποστάσεις ανάμεσα στις ακτές δεν είναι δυσθεώρητες και τα πολλά νησιά προσέφεραν τη δυνατότητα στον ναυτιλόμενο να κάνει στάσεις. Ήδη οι Μυκηναίοι με τα πλοία τους έκαναν εμπόριο στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, αλλά και προς τα δυτικά, φτάνοντας μέχρι την Ισπανία. Μέσω της θάλασσας, εγκαταστάθηκαν στα νησιά του Αιγαίου, στη Μικρά Ασία, την Κρήτη και την Κύπρο, κάτι που όχι μόνο ενίσχυσε την ελληνική γλώσσα αλλά και κατοχύρωσε τη βαθιά σχέση των Ελλήνων με τη θάλασσα σε μια διάρκεια 3.500, τουλάχιστον, χρόνων. Γλώσσα και ναυτοσύνη έχουν διαχρονικά σμιλέψει τα χαρακτηριστικά του ανήσυχου αυτού λαού. Μέσα στη ροή του χρόνου, κάθε τόσο η ναυτιλία μας εκτινασσόταν. Μια τέτοια περίοδος ήταν και επί οθωμανικής κυριαρχίας, και ιδιαίτερα τον 18ο, 19ο αιώνα οπότε το ελληνικό ναυτικό έλαμψε με τη δράση του σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Δεν είναι τυχαίο ότι και σήμερα κατέχουμε την υψηλότερη θέση παγκοσμίως στην εμπορική ναυτιλία».

Να μια ιστορία που με αφορά προσωπικά. Λέει: «Επαναπροσεγγίζοντας την Ιστορία του Ελληνισμού, επαναπροσεγγίζουμε την Ιστορία του ίδιου μας του εαυτού» και καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοεί. Όταν η συζήτηση έρχεται στο επάγγελμα του πατέρα μου, που ήταν πλοίαρχος εμπορικού ναυτικού, μου λέει πόσο θαυμάζει τους ναυτικούς κι ότι στα σχέδιά της είναι να μπαρκάρει. Νιώθω έκπληξη, αλλά και συγκίνηση που το ακούω. Μου λέει: «Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να γίνω δεκτή σε ένα εμπορικό μας πλοίο, αλλά είναι κάτι που θα ήθελα να ζήσω και να υπηρετήσω. Γιατί ανήκω σε αυτόν τον λαό, τον αγαπώ και τον τιμώ. Eίναι το κέλυφός μου, και θέλω, πριν πεθάνω, να ζήσω τις δύο σημαντικότερες πτυχές που τον καθόρισαν: τη γλώσσα και τη ναυτοσύνη».

Πρώτη φορά συνειδητοποιώ, ακούγοντάς τη να μου μιλάει για τη θάλασσα, πόσο καθοριστική υπήρξε για την ιστορία μας, και καταλαβαίνω τι σημαίνει να γίνεται η Ιστορία έμπρακτο βίωμα και κινητήριος δύναμη, πάθος για τη ζωή. Και είναι αυτό το στοιχείο, όταν έχεις απέναντί σου κάποιον σαν την κ. Μαρία Ευθυμίου, που θαυμάζεις και σε εμπνέει να τη μιμηθείς.

«Πρέπει να περάσεις από μια διαδικασία, να δεις τον εαυτό σου από μακριά και να αναρωτηθείς γιατί έκανες αυτό και όχι το άλλο, να βρεις τις συνάφειες, τις αφορμές, τις αιτίες…

Για αυτό είναι συναρπαστική η Ιστορία, γιατί αναγκαστικά, προσεγγίζοντάς την, συνομιλείς με τον εαυτό σου, με τη ζωή σου».

Η μεγάλη Ιστορία και οι μικρές ζωές μας

Το βιβλίο αναπτύσσει τα σημαντικότερα οδόσημα των 200 χρόνων, τυχαίνει μάλιστα να έχουμε και την επέτειο. Κυρίως, μας βοηθάει να καταλάβουμε πώς δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις ώστε να γίνει εφικτή η Επανάσταση του 1821.

«Προϊστορία σαν αυτή της ναυτιλίας, στην οποία μόλις αναφερθήκαμε, έκτισε έναν κοινωνικό ιστό που μπορούσε να υπηρετήσει όχι απλώς μιαν εξέγερση, αλλά μιαν επανάσταση. Αυτήν που οδήγησε, το 1830, στη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού εθνικού κράτους και που άλλαξε τον πολιτικό στοχασμό και την κυρίαρχη ως τότε ιδεολογία του έθνους μας. Ο πόλεμος 1821-29 θα μπορούσε να αποκαλείται Πόλεμος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας -και ήταν- αλλά τον λέμε Επανάσταση γιατί, κατά τη διάρκειά του, συντελέστηκαν επαναστατικές αλλαγές. Η λέξη “εθνοσυνέλευση” είναι από μόνη της επαναστατική, μια και το έθνος συσκέφθηκε, επανειλημμένα, δια των αντιπροσώπων του, προκειμένου να πάρει αποφάσεις. Αποφάσεις δυτικού τύπου, επηρεασμένες από την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, από το ρεύμα του Φιλελευθερισμού, αλλά και το κίνημα του Εθνισμού της εποχής. Αποφάσεις εντυπωσιακές που μας ακολουθούν μέχρι σήμερα.

»Είναι π.χ. κεφαλαιώδους σημασίας κληρονομιά της Επανάστασης του 1821 το ότι συνδέσαμε τη ζωή μας και τη μοίρα μας με τη Δύση και όχι με το “ξανθόν γένος”, την αγαπητή στον μέσο Έλληνα Ρωσία, που συγκρουόταν επί μακρόν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό σημαίνει καίρια ρήξη με το παρελθόν μια και, μέχρι τότε, οι άνθρωποι αυτοπροσδιορίζονταν και ετεροπροσδιορίζονταν μέσω της θρησκείας, άρα ήταν πολύ πιο αυτονόητη η ψυχική τους σύνδεση με την ομόδοξη Ρωσία, παρά με τους Καθολικούς ή Προτεστάντες Δυτικούς. Την ώρα της Επανάστασης, όμως, υπήρχε ένας ικανός αριθμός Ελλήνων λογίων, εμπόρων και πολιτικών εξοικειωμένων με το φάσμα των νέων ιδεών που η πρωτοπόρα Δύση εκπροσωπούσε, και που θεωρούνταν πως ήταν οι μόνες που μπορούσαν να γεννήσουν ελεύθερα, ευνομούμενα έθνη. Δεν ήταν απόφαση που πάρθηκε από τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, αλλά από αυτή τη ζώνη των λογίων, των κοσμοπολιτών εμπόρων και ναυτικών, και των ενημερωμένων στα διεθνή θέματα πολιτικών.

Στο βιβλίο στέκεστε συχνά στις ιστορίες των ανθρώπων…

«Ιστορία είναι τα μεγάλα γεγονότα και οι ιστορικές συνέχειες αλλά είναι και η καθημερινή ζωή των ανθρώπων, ως ατόμων αλλά και ως συνόλων. Το βλέπουμε και στη δικιά μας ζωή: κι εσείς κι εγώ ανήκουμε σε ένα μεγάλο σχήμα, εσείς αισθάνεστε έτσι, κι εγώ περίπου όπως κι εσείς, γιατί υπάρχει μία συνολικότερη τρέχουσα πραγματικότητα σε πτυχές της οποίας ζούμε, διαμορφωνόμαστε και αντιδρούμε και οι δύο. Η Ιστορία, εξάλλου, προϋποθέτει τη βουβή καθημερινή προσπάθεια χιλιάδων ανώνυμων προσώπων, τον αγώνα τους να ζήσουν, την επιμονή τους στη βελτίωση των πραγμάτων, την αναθεώρηση προσωπικών στάσεων και κατεστημένων αντιλήψεων, την αφοσίωση, το δόσιμο, το τσαγανό, τη θυσία, το πείσμα, την καρτερία. Και φυσικά υπάρχουν κι εκείνοι που παίζουν, εκ των πραγμάτων, κομβικότερο ρόλο, που παίρνουν τις αποφάσεις και επωμίζονται το βάρος της επίλυσης των ζητημάτων μιας κοινωνίας.

»Στη ζωή, στην προσωπική μας ζωή, είναι αναγκαίο να παίρνουμε αποφάσεις, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό. Αν η διοίκηση από εμάς της προσωπικής μας ζωής είναι για τον καθένα μας δύσκολη, η διοίκηση μιας κοινωνίας είναι το πιο δύσκολο πράγμα γιατί ακριβώς πρέπει να πάρεις απόφαση για πολλούς, ίσως και εκατομμύρια ανθρώπους. Και να είναι η σωστότερη και η προσφορότερη – πράγμα που, όμως, ούτως ή άλλως, θα φανεί αργότερα, ενώ εσύ την απόφαση πρέπει να την πάρεις τώρα, με όσα ξέρεις και όσα αντιλαμβάνεται το αναγκαστικά ανθρωπίνως πεπερασμένο μυαλό σου και με δεδομένη την αβεβαιότητα του μέλλοντος και των εξελίξεων. Βαρύ. Πολύ βαρύ και δύσκολο αυτό. Ιδιαίτερα όταν είσαι έντιμος και πονάς την κοινωνία σου, τον άνθρωπο. Εξ αυτού και τιμώ βαθιά πολιτικούς που έπαιξαν έναν τέτοιο ρόλο στα πράγματα, στην Ελλάδα και παγκοσμίως. Και δεν είναι λίγοι αυτοί. Σπουδαίο έργο. Πολύτιμοι άνθρωποι.»

«Έχω τη χαρά και την τιμή να έχω γνωρίσει, μέσω των μαθημάτων, τον ανθό των Ελλήνων, χιλιάδες εντίμων, ικανών και αξιοπρεπών ανθρώπων. Και υποκλίνομαι σε αυτήν την υπέροχη Ελλάδα, την ανυστερόβουλη, τη φιλομαθή, την ευγενή, την ανθεκτική, τη γενναιόδωρη. Αυτή που, αν θέλει και πεισμώσει, μπορεί να φέρει τον τόπο στο σημείο που πρέπει».

Όταν μιλάτε για τα ελαττώματα των Ελλήνων, σάς ακούω συχνά που λέτε, «κι εγώ Ελληνίδα είμαι, δεν βγάζω τον εαυτό μου απέξω…»

«Δεν το λέω από σεμνότητα, αλλά από το γεγονός ότι, ζώντας σε μια κοινωνία, έχουν δημιουργηθεί αυτόματες ροές σκέψης που περιλαμβάνουν τον καθένα μας -κι εμένα, εν προκειμένω. Όπως όλοι οι λαοί, έχουμε κι εμείς ελαττώματα και είναι βοηθητικό να προσπαθήσουμε να τα δούμε με έναν τρόπο αγαπητικό, με κατανόηση αλλά και με απόφαση αλλαγής τους. Άνθρωποι είμαστε και ανοησίες θα κάνουμε, ωστόσο είναι σημαντικό να προσπαθούμε να τις αντιμετωπίζουμε όχι με έτοιμες απαντήσεις παρά με στοχασμό, αναστοχασμό και εγρήγορση. Έχουμε τη δυνατότητα και τις αρετές που θα μας επιτρέψουν να το πετύχουμε αυτό. Προσωπικά, έχω τη χαρά και την τιμή να έχω γνωρίσει, μέσω των μαθημάτων, τον ανθό των Ελλήνων, χιλιάδες εντίμων, ικανών και αξιοπρεπών ανθρώπων. Και υποκλίνομαι σε αυτήν την υπέροχη Ελλάδα, την ανυστερόβουλη, τη φιλομαθή, την ευγενή, την ανθεκτική, τη γενναιόδωρη. Αυτή που, αν θέλει και πεισμώσει, μπορεί να φέρει τον τόπο στο σημείο που πρέπει».

Με τα μαθήματά σας και με το βιβλίο, σαν να βάζετε τάξη στο χάος. Είναι ανακουφιστικό να κατανοεί κανείς ότι τα πράγματα είναι σε μια αλληλοδιαδοχή, σε μια συνέχεια…
«Μα και στη ζωή μας, αν το σκεφτείτε, υπάρχει περίοδος που να μην εμπεριέχει την προηγούμενη; Αυτό που επιχειρώ είναι να βρίσκω ένα κεντρικό νήμα που να μπορεί κάποιος να το παρακολουθήσει ώστε να κατανοήσει τη διαδοχή των πραγμάτων. Όλοι μας χαιρόμαστε όταν το καταφέρνουμε αυτό γιατί, ακόμα και στην ατομική μας Ιστορία, είναι δύσκολο να βρούμε το κεντρικό νήμα, καθώς συνήθως μας παρασέρνει κάτι που κυριαρχεί στιγμιαία στη ροή των πραγμάτων που μας αφορούν και μάς παραπλανεί. Πρέπει να περάσεις από μια διαδικασία, να δεις τον εαυτό σου από μακριά και να αναρωτηθείς γιατί έκανες αυτό και όχι το άλλο, να βρεις τις συνάφειες, τις αφορμές, τις αιτίες…

»Για αυτό είναι συναρπαστική η Ιστορία, γιατί αναγκαστικά, προσεγγίζοντάς την, συνομιλείς με τον εαυτό σου, με τη ζωή σου. Μπορεί να διαβάζεις την Ιστορία ενός μακρινού λαού, όμως συνειδητοποιείς αμέσως πως αυτά τα πράγματα συνέβησαν σε κάποιους ανθρώπους σαν κι εσένα, ότι είσαι κι εσύ ένας άνθρωπος σε μια κοινωνία όπως κι αυτοί και, αναπόφευκτα, σου έρχονται σκέψεις, αισθήματα και συνειρμοί σε σχέση με σένα και το σήμερα. Είναι μια ευεργετική διανοητική ηδονή αυτό. Και χρησιμοποιώ τον όρο συνειδητά, γιατί υπάρχει ηδονή στη διαδικασία της γνώσης. Όταν αρχίζεις να κατανοείς και να βρίσκεις τις διαδρομές, πολλές φορές νιώθεις μια συνολική ευχαρίστηση -ο ‘έρωτας’ που έλεγαν οι αρχαίοι, που δεν είναι μόνο σαρκικός αλλά και πνευματικός, ως απόλαυση αρμονικού συντονισμού όλων των αισθημάτων».

Αναρωτιέμαι, μπορούμε να ζήσουμε χωρίς διαρκώς να ανακαλύπτουμε και να μαθαίνουμε; Η επιθυμία για γνώση δίνει ένα νόημα στη ζωή…
Έχετε δίκιο, η επιθυμία για γνώση είναι κινητήριος δύναμη, αλλά η βαθύτερη γνώση όλων είναι η αποκωδικοποίηση του εαυτού μας. Η μεγάλη μας διαδικασία είναι η εσωτερική. Αυτή με την οποία κοιτάμε τον εαυτό μας κάθε στιγμή προσπαθώντας να κατανοήσουμε τις στοχεύσεις του, τη ρίζα των επιθυμιών και των απογοητεύσεών του, των κάθε φορά προταγμάτων της διαδρομής του. Η Ιστορία είναι για όλους μας, για τον καθένα από εμάς, τόσο δυνατή ακριβώς γιατί παίζει ρόλο άφατο στο εσωτερικό, στο σιωπηλό μας κομμάτι που είναι, ωστόσο, το πιο καίριο. Είμαστε όντα κοινωνικά και εξ αυτού, μοιάζουμε μεταξύ μας αλλά, ταυτοχρόνως, ο καθένας μας είναι απόλυτα μοναδικός.

»Στη βάση αυτή, η προσπάθεια να κατανοήσουμε τον δικό μας κόσμο και τον κόσμο των άλλων είναι συναρπαστική γιατί περιλαμβάνει μια συνεχή συζήτηση ανάμεσα στον άλλον και εσένα. Συζήτηση κοινωνική, αλλά στο βάθος βαθιά μοναχική. Όπως μοναχικό είναι και το τέλος μας, η αναχώρησή μας από τη ζωή, έστω κι αν έχουμε την τύχη κάποιος να μας κρατάει το χέρι την ώρα αυτή. Ένα χέρι που, ούτως ή άλλως, κρατάει σταθερά, σε όλη μας τη ζωή και μέχρι τέλους, αόρατα αλλά απτά, η Ιστορία: η προσωπική μας Ιστορία, η Ιστορία της κοινωνίας μας, η Ιστορία του ανθρώπου, η Ιστορία του κόσμου.

Είναι συγκινητικό το ότι ζούμε, το ότι ζήσαμε…

(Τα τελευταία λόγια τα λέει ψιθυριστά…)

*Στην τέταρτη εγγονή της, τη νεογέννητη Δάφνη, έχει αφιερώσει τα Podcast «Μιλώντας για την Ιστορία στην εγγονή μου», μια συζήτηση με τον Μάκη Προβατά, μια συναρπαστική διήγηση της παγκόσμιας Ιστορίας.

Πηγή: athensvoice.gr