Με ενισχυμένη θέση στις διερευνητικές επαφές… Της Μαριέττας Γιαννάκου

235

Η έναρξη των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας σηματοδοτεί μία απτή εξέλιξη για τη διπλωματική διευθέτηση των ζητημάτων μεταξύ των δύο χωρών. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι οι διερευνητικές επαφές δεν συνιστούν διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο χωρών. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα σημαντικό εργαλείο της διπλωματίας, το οποίο επιτρέπει στις δύο πλευρές να κατανοήσουν τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς. Ενδεχομένως, να οδηγήσουν σε άλλες διπλωματικές εξελίξεις, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο.

Η Ελλάδα με κάθε πρόσφορο μέσο έχει τονίσει ότι δύο είναι τα μόνα ζητήματα τα οποία θα συζητηθούν. Η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και της υφαλοκρηπίδας. Για τα ζητήματα αυτά είναι απαραίτητη η αμοιβαία κατανόηση, προκειμένου να προχωρήσουμε στην ακριβή οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, αφού προηγουμένως γίνει η χάραξη της αιγιαλίτιδας ζώνης.

Της Μαριέττας Γιαννάκου*

Πρόκειται για ζωτικής σημασίας ζήτημα, καθώς θα καθορίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα και στην υφαλοκρηπίδα, άρα και στο δικαίωμα έρευνας και εξόρυξης πλουτοπαραγωγικών πηγών, οι οποίες ενδεχομένως να υφίστανται. Η Ελλάδα διαπραγματεύτηκε και ρύθμισε οριστικά το ζήτημα με την Ιταλία στο Ιόνιο Πέλαγος. Κατέθεσε στον ΟΗΕ την συμφωνία περί ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Ανάλογη προσπάθεια έγινε και με την πλευρά της Αλβανίας, το ζήτημα στην περίπτωση αυτή θα παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Τα παραπάνω συνηγορούν στη διαπίστωση ότι η χώρα μας παραμένει αταλάντευτα προσηλωμένη στα διπλωματικά μέσα και το διεθνές δίκαιο για τη διευθέτηση των όποιων διαφωνιών προκύπτουν με όμορα κράτη. Όπως, όμως, έγινε σαφές κατά τη μακρά περίοδο των πολλών μηνών έντασης με την Τουρκία, η Ελλάδα διαθέτει ισχυρή αποτρεπτική δύναμη και πλήρη εμπιστοσύνη στο αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτή η αποφασιστικότητα έγινε πλήρως κατανοητή από την πλευρά της Τουρκίας, η οποία δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει de facto καταστάσεις αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας με τον πλου και τις έρευνες του ερευνητικού πλοίου.

Η κυβέρνηση ορθώς επιχείρησε την ανάδειξη της αντιπαράθεσης ως ένα ευρύτερο ζήτημα των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας. Όταν ένα κράτος-μέλος απειλείται από κράτος το οποίο επιδιώκει μία ειδική σχέση με την ΕΕ, τότε είναι αυτονόητο ότι το ζήτημα δεν μπορεί παρά να έχει ευρωπαϊκή διάσταση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απειλή των κυρώσεων, και όχι μόνο η επιβολή τους, δημιούργησε μία υπολογίσιμη πίεση προς την άλλη πλευρά. Αναγνωρίζουμε ότι αρκετές κυβερνήσεις διατηρούν επαφές και συμφέροντα με την Τουρκία, ή υπολογίζουν το ζήτημα του μεταναστευτικού, οπότε εμφανίζουν αντιστάσεις στην περαιτέρω κλιμάκωση της στάσης τους. Ωστόσο, είναι σε όλους σαφές ότι η Τουρκία δρα με τρόπους οι οποίοι αμφισβητούν το διεθνές δίκαιο. Η Ελλάδα, συνεπικουρούμενη από τη Γαλλία, αλλά και άλλες χώρες, προασπίζουν τη θέση ότι η Ευρώπη είναι η μόνη κυρίαρχη δύναμη στη Μεσόγειο, και καμία άλλη περιφερειακή δύναμη δεν μπορεί να την υποκαταστήσει.

Είναι, λοιπόν, σαφές, ότι επιβαρύνθηκε ουσιαστικώς το διεθνές κλίμα εις βάρος της Τουρκίας τόσο σε επίπεδο ΕΕ, όσο και σε επίπεδο ΝΑΤΟ, καθώς η συμπεριφορά της απάδει των αρχών και των αξιών της Βορειο-Ατλαντικής Συμμαχίας. Το επιστέγασμα του δυσμενούς κλίματος επήλθε από την απόφαση των ΗΠΑ να επιβάλουν κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας με αφορμή την προμήθεια και χρήση των οπλικών συστημάτων S-400. Είχαν προηγηθεί προειδοποιήσεις, τις οποίες το τουρκικό κατεστημένο μάλλον παραγνώρισε. Οι κυρώσεις είναι σοβαρές και πλήττουν ποικιλοτρόπως την Τουρκία, ενώ θίγουν την τυχοδιωκτική τακτική της στην ευρύτερη περιφέρεια.

Αντιθέτως, η διεθνής θέση της Ελλάδας είναι σαφώς βελτιωμένη. Πέραν της αυτονόητης άμεμπτης συνεργασίας μας με τους Ευρωπαίους εταίρους, η χώρα διαθέτει σήμερα, ισχυρή στρατιωτική και διπλωματική συνεργασία με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Είναι δε εξαιρετικά σημαντικό ότι η μεταστροφή στην εξωτερική πολιτική υποστηρίζεται σθεναρά από διαφορετικές κυβερνήσεις και το μεγάλο μέρος του κοινοβουλίου.

Όλα τα παραπάνω δεν εξασφαλίζουν τη διευθέτηση των ελληνο-τουρκικών ζητημάτων. Ούτε προεξοφλούν μία ειρηνική στάση εκ μέρους των γειτόνων. Ωστόσο, δημιουργούν προϋποθέσεις αποτροπής και ένα σημαντικά υψηλότερο κόστος για την πλευρά η οποία θα κλιμακώσει τη διένεξη. Παρά την επανέναρξη των διερευνητικών, η Τουρκία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εξακολουθήσει τις παραβιάσεις του εναέριου χώρου και του FIR, θα επιμείνει σε θεωρίες περί «γκρίζων ζωνών», αποστρατικοποίησης νησιών και αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης (ζήτημα νομικά αδύνατο, καθώς είναι αποτέλεσμα πολυμερούς διαπραγμάτευσης πέραν των δύο χωρών). Τα ζητήματα αυτά δεν έχει κανέναν λόγο η υψηλού κύρους και εμπειρίας ελληνική αντιπροσωπεία να δεχθεί προς συζήτηση.

Ταυτόχρονα, η Ελλάδα ορθώς αποφάσισε ένα μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα, προκειμένου να ενισχύσει περαιτέρω την αποτρεπτική δύναμη της χώρας και την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας.

Η χώρας μας πρέπει να αξιοποιήσει τη διεθνή συγκυρία για την οριοθέτηση των διεκδικήσεων της Τουρκίας. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο με τις κυρώσεις των ΗΠΑ, αλλά και την νέα Προεδρία Μπάιντεν, η οποία θα αναθερμάνει τις διατλαντικές σχέσεις. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι και η προηγούμενη ηγεσία των ΗΠΑ ενίσχυσε την στρατιωτική συνεργασία με τη χώρα μας και επέδειξε έμπρακτο ενδιαφέρον με κορυφαία εκδήλωση την επίσκεψη του Αμερικανού ΥΠΕΞ και την αναβάθμιση της σημασίας της βάσης στη Σούδα. Ακόμη, το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έκρινε σκόπιμη μία συνολική αναθεώρηση των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας. Εμείς δεν επιδιώκουμε την απομόνωση της Τουρκίας, ιδιαίτερα σε μία συγκυρία οικονομικής κρίσης για τον λαό της. Αλλά, με σθένος επιδιώκουμε την προσήλωση του καθεστώτος Ερντογάν στα θεμελιώδη του Διεθνούς Δικαίου και των αρχών της διπλωματίας, όπως εκφράζονται στο μεταπολεμικό κόσμο.

*Βουλευτής Επικρατείας, Αντιπρόεδρος Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης ΝΑΤΟ

Πηγή: thepresident.gr