Του Δημήτρη Σκάλκου*
Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης συνιστούν για τη χώρα μας μία μοναδική ευκαιρία. Μας δίνεται η δυνατότητα να καλύψουμε ένα σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού της οικονομίας των τελευταίων χρόνων και να στηρίξουμε χρηματοδοτικά μία δέσμη μεταρρυθμίσεων που θα μας επιτρέψουν να τροχοδρομήσουμε στις ράγες μιας δυναμικής και βιώσιμης ανάπτυξης. Στο βαθμό που οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης συνδυαστούν με τους επίσης αυξημένους πόρους του νέου ΕΣΠΑ για την περίοδο 2021-2027 και μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στις διαρθρωτικές υστερήσεις της οικονομίας, δεν θα ήταν υπερβολικό να μιλήσουμε για ένα σχέδιο Μάρσαλ που μπορεί να αλλάξει τη μορφή της χώρας.
Ωστόσο, οι πόροι αυτοί «ξεκλειδώνουν» υπό προϋποθέσεις. Τα Εθνικά Σχέδια Ανάκαμψης συνοδεύονται από την υποχρέωση της τήρησης συγκεκριμένων χρονικών οροσήμων και επίτευξης στόχων. Και τα νέα προγράμματα του ΕΣΠΑ επιβάλλουν, με τη μορφή αιρεσιμοτήτων, την εφαρμογή ολοκληρωμένων στρατηγικών (όπως για την έξυπνη εξειδίκευση, την ενέργεια και το κλίμα, τη διαχείριση των λυμάτων, των αποβλήτων και των υδάτων, την πολιτική προστασία, τα ευρυζωνικά δίκτυα, το εθνικό σχέδιο μεταφορών). Επιπρόσθετα στα επόμενα χρόνια καλούμαστε να απορροφήσουμε πόρους που υπερβαίνουν σημαντικά τις συνήθεις ετήσιες επιδόσεις μας.
Ο προβληματισμός είναι κατανοητός. Η μεμψιμοιρία όμως δεν μας ταιριάζει, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα. Αυτό γιατί στο προηγούμενο διάστημα ολοκληρώθηκαν αλλά και προγραμματίζονται μία σειρά διαχειριστικών ενεργειών και νομοθετικών παρεμβάσεων για την απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών, κάτι που θα επιτρέψει την αποτελεσματική υλοποίηση του συνόλου των έργων. Επ’ αυτού περιορίζομαι σε τρεις παρατηρήσεις:
Πρώτον, η πρόοδος που έχει συντελεστεί στην υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων το προηγούμενο διάστημα καταδεικνύει τις αυξημένες δυνατότητες του «συστήματος ΕΣΠΑ» (με βάση τα τελευταία στοιχεία της Επιτροπής, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση των ενδιάμεσων πληρωμών για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και στη δεύτερη θέση στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο).
Δεύτερον, τους προηγούμενους μήνες χρηματοδοτήθηκε πλήθος μελετών που σε συνδυασμό με τα έργα που πρόκειται να «μεταφερθούν» στην επόμενη προγραμματική περίοδο, διαμορφώνουν μία έτοιμη «προίκα» ώριμων έργων αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ που θα τροφοδοτήσουν το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης αλλά και τα νέα προγράμματα του ΕΣΠΑ.
Τρίτον, καθοριστική θα είναι η επίτευξη συνεργειών/συμπληρωματικότητας ανάμεσα στα διάφορα Ταμεία που θα χρηματοδοτήσουν τα ελληνικά αναπτυξιακά σχέδια καθώς στο μεγαλύτερο μέρος είναι κοινές οι προτεραιότητες («πράσινες» επενδύσεις, ψηφιοποίηση). Για το σκοπό αυτό σχεδιάζονται οι κατάλληλες παρεμβάσεις στις δημόσιες υπηρεσίες που θα διαχειριστούν τα έργα αλλά και κατάλληλα εργαλεία όπως, π.χ., δι-επαφές ανάμεσα στα ολοκληρωμένα πληροφοριακά συστήματα των έργων.
Στο βαθμό λοιπόν που διαθέτουμε εθνική αναπτυξιακή στρατηγική και ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχέδιο, είναι βέβαιο πως θα ανταποκριθούμε στην πρόκληση που αντιπροσωπεύουν οι αναμενόμενοι κοινοτικοί πόροι για την ελληνική οικονομία.
*γενικός γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων