Του Πέτρου Βενέτη
Η περίπτωση Κασιδιάρη με έχει απασχολήσει πολύ αυτόν τον καιρό.
Όχι το αν θα μπορέσει να γλιστρήσει από τα νομικά αναχώματα που του βάζουν, αλλά με το αν έπρεπε να ξεκινήσει όλη αυτή η ιστορία με τις προστατεύτηκες δικλείδες που σκαρφίζονται οι νομικοί (χωρίς να συμφωνούν όλοι) και νομοθετεί η Βουλή.
Σκέφτομαι, λοιπόν, πως στην ουσία, πρόκειται για ένα τραμπούκο, ο οποίος έγινε διάσημος από ένα χαστούκι, που έδωσε σε μία δημοσιογράφο σε τηλεοπτική εκπομπή.
Όταν το κόμμα, στο οποίο ήταν στέλεχος, χαρακτηρίστηκε ως εγκληματική οργάνωση, έφτιαξε ένα κόμμα δικό του και ετοιμάστηκε να κατέβει στις επόμενες εκλογές.
Το «έφτιαξε κόμμα» σημαίνει πως βρέθηκαν άνθρωποι να μαζευτούν γύρω του και να τον αναγνωρίσουν ως αρχηγό.
Μάλιστα, όταν χρειάστηκε, βρέθηκε και κοτζάμ εισαγγελέας να μπει πρόεδρος για να τον κρύψει.
(Έχει μεγάλη πλάκα, όταν διατείνεται ότι δεν είναι αχυράνθρωπος, ενώ προεδρεύει ενός κόμματος που όλοι, και ο ίδιος, αποκαλούν «κόμμα του Κασιδιάρη»).
Βρέθηκαν επίσης πολίτες που δήλωσαν έτοιμοι να ψηφίσουν το κόμμα. Τόσοι, ώστε να είναι πιθανόν να μπει στη Βουλή.
Κι αυτό είναι που μου δημιούργησε τον προβληματισμό μου.
Στην ουσία, δεν στερούμε μόνο την δυνατότητα στο κόμμα Κασιδιάρη να ψηφιστεί, αλλά και στον πολίτη την δυνατότητα να ψηφίσει αυτό που (έστω κακώς) επιθυμεί.
Δεν έχω καμία πρόθεση να στηρίξω τον κο Κασιδιάρη, ή το κόμμα του, με ή χωρίς αχυράνθρωπο.
Θεωρώ, ότι οι υποστηριχτές τέτοιων μορφωμάτων, φαντασιώνονται μια κατάσταση όπου και οι ίδιοι είναι με αυτούς που δέρνουν.
Και μερικοί θα είναι.
Όπως αυτοί που δέρνουν και «καθαρίζουν» ήδη.
Οι περισσότεροι, όμως, θα βρεθούν να τις τρώνε κι ας ψήφισαν υπέρ.
Θα πρέπει, λοιπόν, να φυλάν συνέχεια τα νώτα τους, γιατί, αν ευοδωθεί η ψήφος τους, δεν θα υπάρχει κανένας να τα φυλάξει.
Ούτε αντιπολίτευση, ούτε ανεξάρτητη δικαιοσύνη.
Τα εθνικοσοσιαλιστικά, όπως και τα κομμουνιστικά καθεστώτα, λειτούργησαν ήδη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και έχουμε αρκετή γνώση πιά, ώστε να μην παραμυθιαζόμαστε εύκολα.
Παρ’ όλα αυτά μερικοί συμπολίτες μας, θέλγονται από αυτό το είδος και αναζητούν τον πατερούλη, που θα τους προστατεύσει από τους πάσης φύσεως ενοχλητικούς, όπως μετανάστες και ομοφυλόφιλους.
Ξέρουμε ότι η Δημοκρατία έχει αυτή την αδυναμία.
Εξ ορισμού, επιτρέπει, αν όχι βοηθάει, τους εχθρούς της να την πολεμήσουν.
Πόσο μπορούμε να παραβαίνουμε τους όρους «για το καλό της» και ποιος και που βάζει τα όρια;