Μεταρρυθμίσεις: Λόγια και Έργα… Του Κώστα Χριστίδη

222

Του Κώστα Χριστίδη

Επί σειρά ετών οι πάντες στην χώρα μας ομιλούν περί μεταρρυθμίσεων, σχεδόν σε κάθε τομέα δημόσιου ενδιαφέροντος : μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, την παιδεία, την υγεία, τη δικαιοσύνη, τη δημόσια διοίκηση, το ασφαλιστικό, την χωροταξία και αλλού. Ερχόμενοι στην εξουσία οι πολιτικοί κατά κανόνα εμφανίζουν απόκλιση μεταξύ λόγων και έργων είτε εξ αιτίας μη επαρκούς, στοχευμένης προετοιμασίας ή απλής ανικανότητας (όπως συνέβαινε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ), είτε εξ αιτίας απρόβλεπτων, εξωγενών παραγόντων (όπως η πανδημία του κορωνοϊού). Για να είμαστε ακριβείς, όσοι διακατέχονται από μεταρρυθμιστική διάθεση, όπως ο σημερινός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και αρκετοί από τους υπουργούς της κυβέρνησής του, παρά τις αντιξοότητες, προχώρησαν και προχωρούν σε ψήφιση νόμων, πολλοί των οποίων έχουν σαφή μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα.

Τέτοιοι νόμοι κατά το τελευταίο δεκαοκτάμηνο υπήρξαν : ο εθνικός μηχανισμός διαχείρισης κρίσεων και αντιμετώπισης κινδύνων, η κατάργηση του διαβόητου ‘’ασύλου’’, η νέα χωροταξική και πολεοδομική νομοθεσία, οι ρυθμίσεις για τις δημόσιες, υπαίθριες συναθροίσεις, η σταδιακή εισαγωγή της ηλεκτρονικής διοίκησης, προσφάτως, σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία των ΑΕΙ και την είσοδο φοιτητών σε αυτά, κ.α. Παραμένει, όμως, πάντοτε το ερώτημα, το οποίο τίθεται σε σχέση με κάθε νομοθετική μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία: πόσοι και σε τί ποσοστό από τους νόμους που ψηφίζονται εφαρμόζονται στην πράξη, με ποια ταχύτητα και συνέπεια, και πόσοι παραμένουν γράμμα νεκρό ή, έστω, εφαρμόζονται κατ’ επιλογήν;

Εν προκειμένω, μερικές θεωρητικές σκέψεις γενικής σημασίας είναι, νομίζω, χρήσιμες. Όπως έχει γράψει ο Harold J. Berman (Law and Revolution: The Formation of the Western Legal Tradition, Harvard Univ. Press, 1983), ‘’ο νόμος αφ’ ενός αναπτύσσεται προς τα πάνω, έξω από τις δομές και τις συνήθειες ολόκληρης της κοινωνίας, και αφ’ ετέρου κινείται προς τα κάτω, από τις πολιτικές και τις αξίες των ηγετών της κοινωνίας. Ο νόμος βοηθά στην ενσωμάτωση των δύο πλευρών’’. Η ουσία, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι δεν αρκεί ο σχεδιασμός ωραία διατυπωμένων νόμων. Πρέπει επίσης να λειτουργήσουν μέσα στην κοινωνική, οικονομική, διοικητική πραγματικότητα για την οποία σχεδιάσθηκαν.

Ήδη από τον 16ο αιώνα ο Μακιαβέλλι είχε παρατηρήσει ότι ο μεταρρυθμιστής ηγέτης χάνει σε δημοτικότητα, γιατί το ‘’κόστος’’ μίας αλλαγής καθίσταται αμέσως αντιληπτό, ενώ το όφελος εμφανίζεται στο μέλλον, ενίοτε με σημαντική χρονική υστέρηση. Γενικότερα, κάθε μεταρρύθμιση δημιουργεί κερδισμένους και χαμένους. Η ζημία μίας σωστής μεταρρύθμισης αφορά λίγους, το όφελος πολλούς. Οι λίγοι συνειδητοποιούν τη ζημία τους και εναντιώνονται με σφοδρότητα στη μεταρρύθμιση, ενώ οι πολλοί που ωφελούνται, συνήθως αδρανούν, ίσως γιατί τα οφέλη κατανέμονται σε πολλούς και, όπως προαναφέρθηκε, προκύπτουν με χρονική υστέρηση.

Η ελληνική κοινωνία, παρά την διάχυτη ρητορική, αισθάνεται ιδιαίτερα ανασφαλής σε σχέση με αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Η φαινομενικά βολική αδράνεια, που την υποθάλπουν οι πολυάριθμοι ‘’βολεμένοι’’ (insiders), όπως ιδιοτελείς πολιτικοί, κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, ασύδοτοι συνδικαλιστές, υποαπασχολούμενοι δημόσιοι υπάλληλοι, λαϊκίζοντα ΜΜΕ κ.α., οδήγησε προ ετών στα γνωστά αδιέξοδα. Για την υπερνίκηση αυτής της αδράνειας απαιτείται κατάλληλη διαχείριση (reform management), που συνίσταται στην ανάλυση των αιτίων που επιβάλλουν κάθε μεταρρύθμιση, δημιουργία και επικοινωνία ενός οράματος, προσήλωση και επιμονή στους στόχους, διεξοδική ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών και της κοινωνίας γενικότερα, δημιουργία συνασπισμού των ωφελούμενων και πρόνοια με μεταβατικές διατάξεις για τους ζημιούμενους, ταχεία υλοποίηση των πρώτων ‘’μικρών νικών’’, σταθεροποίηση των μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν και σχεδιασμός/υλοποίηση των επόμενων με αδιάκοπους ρυθμούς.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στις λεγόμενες ανολοκλήρωτες μεταρρυθμίσεις που μένουν στα χαρτιά (half – baked reforms τις ονομάζουν οι Αμερικανοί). Αυτές όχι μόνο δεν αποδίδουν τα προσδοκώμενα οφέλη, αλλά θέτουν σε ανυποληψία τις μεταρρυθμίσεις συνολικά, όπως κάθε μη εφαρμοζόμενος νομός κλονίζει τον σεβασμό προς την έννομη τάξη και, επομένως, είναι πολύ προτιμότερο να μην ψηφίζεται ευθύς εξ αρχής. Η παρούσα κυβέρνηση, λόγω πολλαπλών, εξωγενών και απρόβλεπτων κρίσεων, έχει εν μέρει απωλέσει κρίσιμο χρονικό διάστημα. Πρέπει, υπό το νέο σχήμα της, να κινηθεί με ταχύτητα και προσήλωση στους μεταρρυθμιστικούς στόχους της, αποφεύγοντας ενδεχόμενους ‘’πειρασμούς’’ πρόωρων εκλογών ή υπολογισμούς (πρόσκαιρου) πολιτικού κόστους. Μόνον έτσι θα δημιουργήσει διατηρήσιμο όφελος και για την ίδια και για τον τόπο γενικότερα.

Κώστας Χριστίδης, Νομικός – Οικονομολόγος